filmov
tv
Η Wisława Szymborska διαβάζει την Ευτυχισμένη αγάπη

Показать описание
Wislawa Szymborska- Εγκώμιο της αδερφής μου.
Η αδελφή μου δεν γράφει ποιήματα
και είναι απίθανο ν’ αρχίσει ξαφνικά
να γράφει ποιήματα.
Μοιάζει της μάνας μου που δεν έγραφε
ποτέ ποιήματα και του πατέρα μου
που ούτε κι εκείνος έγραφε.
Κάτω απ’ τη στέγη της αδελφής μου νιώθω
ασφάλεια:
τίποτα δεν θα παρακινήσει τον άνδρα της
να γράψει ποιήματα
και παρόλο που ακούγεται σαν ποίημα
του Άνταμ Μακεντόνσκι
κανένας από τους συγγενείς μου δεν καταπιάνεται
να γράφει ποιήματα.
Στο συρτάρι της αδελφής μου δεν υπάρχουν
παλιά ποιήματα
ούτε κάποια καινούργια στην τσάντα της.
Κι όταν με καλεί σε δείπνο
ξέρω ότι δεν σχεδιάζει να μου διαβάσει
ποιήματα.
Μαγειρεύει υπέροχες σούπες
χωρίς να το πολυσκέφτεται
κι ο καφές της δεν χύνεται πάνω
στα χειρόγραφα.
Σε πολλές οικογένειες κανένας δεν γράφει
ποιήματα,
όταν όμως γράφουν σπάνια είναι
ένα άτομο.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ποίηση ρέει
σε καταρράκτες γενεών
και προκαλούν τρομερές δίνες
στις οικογενειακές σχέσεις.
Η αδελφή μου καλλιεργεί μια κόσμια,
καθομιλούμενη πρόζα,
κι ολόκληρη η λογοτεχνική της παραγωγή
βρίσκεται στις κάρτες των διακοπών
που υπόσχονται το ίδιο πράγμα κάθε χρόνο:
πως όταν επιστρέψει
θα μας τα διηγηθεί όλα,
όλα,
όλα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
«LA POLOGNE; LA POLOGNE; Δεν είναι φοβερό το κρύο εκεί;» Με ρώτησε κι έπειτα αναστέναξε με ανακούφιση.
Τόσες πολλές χώρες έχουν εμφανιστεί τελευταία που το πιο σίγουρο πράγμα για κουβέντα είναι το κλίμα.
«Κυρία», ήθελα ν’ απαντήσω, «οι ποιητές του λαού μου γράφουν όλα τα κείμενά τους με γάντια. Δεν σκοπεύω να υπαινιχθώ ότι δεν τα βγάζουν ποτέ από την παλάμη τους, το κάνουν, πράγματι, όταν το φεγγάρι είναι αρκετά θερμό. Στις ποιητικές στροφές που συνθέτουν από τραχύ, επίμονο βήχα, γιατί μόνον τέτοιες στροφές μπορούν να καταπνίξουν το αδιάκοπο βουητό από τις ανεμοθύελλες, δοξολογούν τους απλούς βίους αυτών που ποιμαίνουν τους ιππόκαμπους. Οι κλασικοί μας χαράζουν τις ωδές τους με μελανωμένους σταλακτίτες πάνω σε ποδοπατημένες χιονοστιβάδες. Οι υπόλοιποι, οι Παρακμίες μας, θρηνούν τη μοίρα τους με χιονονιφάδες. Αυτός που εύχεται να πνιγεί πρέπει να έχει πρόχειρο ένα τσεκούρι να κόψει τον πάγο. Ω, Κυρία, αγαπητότατη Κυρία».
Αυτά ήταν που σκόπευα να πω. Όμως είχα ξεχάσει τη λέξη για τους ιππόκαμπους στα γαλλικά.Και δεν ήμουν σίγουρη για τον σταλακτίτη και το τσεκούρι.
«LA POLOGNE; LA POLOGNE; Δεν είναι φοβερό το κρύο εκεί;»
«PAS DU TOUT»*, απαντώ παγερά.
*: «Καθόλου»
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώστε αυτή είναι η μάνα του.
Αυτή η μικρή γυναίκα.
Ο γκριζομάλλης αυτουργός.
Η βάρκα που μέσα της χρόνια πριν
αρμένισε για την ακτή.
Που έξω απ’ αυτήν εμόχθησε
μες στον κόσμο,
μες στη μη-αιωνιότητα.
Ο γεννήτορας του άνδρα
που μαζί του διασχίζω φωτιές.
Ώστε αυτή είναι εκείνη, η μοναδική
που δεν τον διάλεξε
ετοιμοπαράδοτο, τελειωμένο.
Η ίδια που τον στρίμωξε
μες στο δέρμα που ξέρω,
που τον πρόσδεσε στ’ άγνωστα
σε μένα οστά του.
Η ίδια που ανάστησε
τα γκρίζα μάτια του,
αυτά που ύψωσε σε μένα.
Ώστε αυτή είναι εκείνη, το άλφα του.
Το γιατί μου την έδειξε.
Γεννημένος από γυναίκα.
Έτσι γεννήθηκε κι αυτός.
Γεννημένος σαν όλους τους άλλους.
Σαν εμένα που θα πεθάνω.
Ο γιος μιας πραγματικής γυναίκας.
Ένας νιόφερτος απ’ τα βάθη του πνεύματος.
Ένας ταξιδιώτης προς το ωμέγα.
Απειλούμενος
από τη δική του ανυπαρξία
απ’ όλες τις πλευρές
την κάθε στιγμή.
Και το κεφάλι του
είναι ένα κεφάλι που χτυπιέται στον τοίχο
που υποχωρεί αλλά μόνο προσωρινά.
Και οι κινήσεις του είναι όλες προσπάθειες να ξεφύγει
την καθολική ετυμηγορία.
Κατάλαβα
πως έχει διανύσει κιόλας τον μισό δρόμο.
Όμως δεν μου είπε αυτό.
Όχι.
«Αυτή είναι η μάνα μου»,
ήταν όλο που μου είπε.
Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης
Η αδελφή μου δεν γράφει ποιήματα
και είναι απίθανο ν’ αρχίσει ξαφνικά
να γράφει ποιήματα.
Μοιάζει της μάνας μου που δεν έγραφε
ποτέ ποιήματα και του πατέρα μου
που ούτε κι εκείνος έγραφε.
Κάτω απ’ τη στέγη της αδελφής μου νιώθω
ασφάλεια:
τίποτα δεν θα παρακινήσει τον άνδρα της
να γράψει ποιήματα
και παρόλο που ακούγεται σαν ποίημα
του Άνταμ Μακεντόνσκι
κανένας από τους συγγενείς μου δεν καταπιάνεται
να γράφει ποιήματα.
Στο συρτάρι της αδελφής μου δεν υπάρχουν
παλιά ποιήματα
ούτε κάποια καινούργια στην τσάντα της.
Κι όταν με καλεί σε δείπνο
ξέρω ότι δεν σχεδιάζει να μου διαβάσει
ποιήματα.
Μαγειρεύει υπέροχες σούπες
χωρίς να το πολυσκέφτεται
κι ο καφές της δεν χύνεται πάνω
στα χειρόγραφα.
Σε πολλές οικογένειες κανένας δεν γράφει
ποιήματα,
όταν όμως γράφουν σπάνια είναι
ένα άτομο.
Σε κάποιες περιπτώσεις η ποίηση ρέει
σε καταρράκτες γενεών
και προκαλούν τρομερές δίνες
στις οικογενειακές σχέσεις.
Η αδελφή μου καλλιεργεί μια κόσμια,
καθομιλούμενη πρόζα,
κι ολόκληρη η λογοτεχνική της παραγωγή
βρίσκεται στις κάρτες των διακοπών
που υπόσχονται το ίδιο πράγμα κάθε χρόνο:
πως όταν επιστρέψει
θα μας τα διηγηθεί όλα,
όλα,
όλα.
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
«LA POLOGNE; LA POLOGNE; Δεν είναι φοβερό το κρύο εκεί;» Με ρώτησε κι έπειτα αναστέναξε με ανακούφιση.
Τόσες πολλές χώρες έχουν εμφανιστεί τελευταία που το πιο σίγουρο πράγμα για κουβέντα είναι το κλίμα.
«Κυρία», ήθελα ν’ απαντήσω, «οι ποιητές του λαού μου γράφουν όλα τα κείμενά τους με γάντια. Δεν σκοπεύω να υπαινιχθώ ότι δεν τα βγάζουν ποτέ από την παλάμη τους, το κάνουν, πράγματι, όταν το φεγγάρι είναι αρκετά θερμό. Στις ποιητικές στροφές που συνθέτουν από τραχύ, επίμονο βήχα, γιατί μόνον τέτοιες στροφές μπορούν να καταπνίξουν το αδιάκοπο βουητό από τις ανεμοθύελλες, δοξολογούν τους απλούς βίους αυτών που ποιμαίνουν τους ιππόκαμπους. Οι κλασικοί μας χαράζουν τις ωδές τους με μελανωμένους σταλακτίτες πάνω σε ποδοπατημένες χιονοστιβάδες. Οι υπόλοιποι, οι Παρακμίες μας, θρηνούν τη μοίρα τους με χιονονιφάδες. Αυτός που εύχεται να πνιγεί πρέπει να έχει πρόχειρο ένα τσεκούρι να κόψει τον πάγο. Ω, Κυρία, αγαπητότατη Κυρία».
Αυτά ήταν που σκόπευα να πω. Όμως είχα ξεχάσει τη λέξη για τους ιππόκαμπους στα γαλλικά.Και δεν ήμουν σίγουρη για τον σταλακτίτη και το τσεκούρι.
«LA POLOGNE; LA POLOGNE; Δεν είναι φοβερό το κρύο εκεί;»
«PAS DU TOUT»*, απαντώ παγερά.
*: «Καθόλου»
ΓΕΝΝΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΓΥΝΑΙΚΑ
Ώστε αυτή είναι η μάνα του.
Αυτή η μικρή γυναίκα.
Ο γκριζομάλλης αυτουργός.
Η βάρκα που μέσα της χρόνια πριν
αρμένισε για την ακτή.
Που έξω απ’ αυτήν εμόχθησε
μες στον κόσμο,
μες στη μη-αιωνιότητα.
Ο γεννήτορας του άνδρα
που μαζί του διασχίζω φωτιές.
Ώστε αυτή είναι εκείνη, η μοναδική
που δεν τον διάλεξε
ετοιμοπαράδοτο, τελειωμένο.
Η ίδια που τον στρίμωξε
μες στο δέρμα που ξέρω,
που τον πρόσδεσε στ’ άγνωστα
σε μένα οστά του.
Η ίδια που ανάστησε
τα γκρίζα μάτια του,
αυτά που ύψωσε σε μένα.
Ώστε αυτή είναι εκείνη, το άλφα του.
Το γιατί μου την έδειξε.
Γεννημένος από γυναίκα.
Έτσι γεννήθηκε κι αυτός.
Γεννημένος σαν όλους τους άλλους.
Σαν εμένα που θα πεθάνω.
Ο γιος μιας πραγματικής γυναίκας.
Ένας νιόφερτος απ’ τα βάθη του πνεύματος.
Ένας ταξιδιώτης προς το ωμέγα.
Απειλούμενος
από τη δική του ανυπαρξία
απ’ όλες τις πλευρές
την κάθε στιγμή.
Και το κεφάλι του
είναι ένα κεφάλι που χτυπιέται στον τοίχο
που υποχωρεί αλλά μόνο προσωρινά.
Και οι κινήσεις του είναι όλες προσπάθειες να ξεφύγει
την καθολική ετυμηγορία.
Κατάλαβα
πως έχει διανύσει κιόλας τον μισό δρόμο.
Όμως δεν μου είπε αυτό.
Όχι.
«Αυτή είναι η μάνα μου»,
ήταν όλο που μου είπε.
Μετάφραση: Βασίλης Καραβίτης