Γιάλα-Γιάλα 2020

preview_player
Показать описание
ΓΙΑΛΑ - ΓΙΑΛΑ

Καράβι καραβάκι
που πας γιαλό - γιαλό, γιάλα- γιάλα
αν είσαι για την πόλη
κάτσε να ‘ ρθω κι εγώ.

Δεν είμαι για την πόλη
αλλά για το Καστρί, γιάλα- γιάλα
Που έχει όμορφα κορίτσια
κι ολόγλυκο κρασί.

Δυό ήλιοι δυό φεγγάρια
βγήκανε σήμερα , γιάλα-γιάλα
Το ένα στο πρόσωπό σου,
τ’ άλλο στα σύννεφα.

Εσύ ‘σαι ένας ήλιος
φεγγάρι λαμπερό, γιάλα-γιάλα.
Μου θάμπωσες το φως μου
και δεν μπορώ να ειδώ.

Ρεφραίν
Στη θάλασσα θα πέσω, καλέ,
βαθειά στα κύματα, ωχ αμάν – αμάν
Να πιάσω την ποδιά σου, καλέ,
με τα κεντήματα ωχ αμάν-αμάν
Να πιάσω τον σταυρό σου, καλέ ,
με τα σκαλίσματα ωχ αμάν-αμάν.

Ανάμεσα Τσιρίγο
και κάβο Ματαπά , γιάλα-γιάλα.
Ο Άρης κινδυνεύει,
μες τα βαθειά νερά.

Δεν κλαίω το καράβι,
ούτε και τα πανιά
Μον’ κλαίω τα ναυτάκια
που ‘ναι όλα διαλεχτά.

Δεν είναι πεντακόσια,
ούτε και εκατό , γιάλα-γιάλα
μον’ είναι δεκατρία
από το ναυτικό.

Βοήθα Παναγιά μου,
να τα γλυτώσουμε, γιάλα-γιάλα
τα δώδεκα καντήλια
να στ’ ασημώσουμε.

Χάρε για χάρισέ μου,
σαΐτες κοφτερές, γιάλα-γιάλα.
Να πάω να σαϊτέψω,
δυό-τρείς μελαχρινές.

Εσύ ‘σαι διοσμαρίνι,
να πέσουν τ’ άνθη σου , γιάλα-γιάλα.
Να μαραθεί η καρδιά σου
και το χειλάκι σου.

Αν είσαι κι αν δεν είσαι
του Δήμαρχου παιδί , γιάλα-γιάλα
εγώ θα σε φιλήσω
κι ας πάω φυλακή.

Εσύ είσαι η τρυγόνα
κι εγώ ο κυνηγός , γιάλα-γιάλα
και θα σε κυνηγήσω
στον κόσμο όσο ζω.

Ανάθεμά σε ύπνε
που μ’ αποκοίμισες, γιάλα-γιάλα
πέρασε το πουλί μου
και δε με ξύπνησες.

Ανάμεσα Καστέλι
και κάτω Παναγιά, γιάλα-γιάλα
μας κόπηκε η σκότα,
από τη ματισιά.

Τα μάτια σου σαρδέλες
τα φρύδια σου σκρουμπιά, γιάλα-γιάλα
κι τσίμπλες των ματιών σου
να ήταν σκορδαλιά.

Και τα αρβανίτικα στιχάκια

15.Μωρή τσ βες τσουράπο (μωρή που φοράς κάλτσες)
παντόφλα με κεντιθ, γιάλα-γιάλα (παντόφλες με κεντίδια)
μωρή νκ σι ο ίσε (μωρή που δεν σκέφτεσαι)
μπούρνεσε ξενιτί (τον άντρα στην ξενιτιά)

16.Τε ντούα μωρ τεντούα μωρή (σε θέλω μωρή)
Με σπίρτ, με ζ(ου)μ(ου)ρ, ωχ αμάν-αμάν (με ψυχή, με καρδιά)
Νε κε ντούα μωρ, νεκε ντούα μωρή (δεν σε θέλω μωρή)
Μωρ κ(ου)μπ(ου)στρμπρ , ωχ αμάν-αμάν (μωρ στραβοκάνα)

Και συνεχίζουν με το μελοποιημένο ποίημα του Ηλία Τανταλίδη:

ΤΟ ΝΑΥΤΟΠΟΥΛΟ

1.Με καράβι στα ταξίδια
το ναυτόπουλο γυρνά.
Με της θάλασσας τα φίδια
τον καιρό του τον περνά.

2.Ο βοριάς δεν τον τρομάζει
ούτε η άπιστη νοτιά,
ούτε χιόνι ούτε χαλάζι,
ούτε κύματα πλατιά.

3.Στη δουλειά πρωί και βράδυ
με το στρόμπο* στο πλευρό,
ξερό τρώει παξιμάδι,
πίνει ακάθαρτο νερό.

4.Πεταχτό σαν το ξεφτέρι
ανεβαίνει στα πανιά
και με ρόζους μες το χέρι
λύνει δένει τα σχοινιά.

5.Στου κινδύνου την τρομάρα
τον φυλάει μοναχή,
της μανούλας του η λαχτάρα,
της μανούλας του η ευχή.

6.Που ελπίζει παλληκάρι,
να τον δει καμιά φορά.
Να τον πουν μικρό Κανάρη, μες τ’ αθάνατα Ψαρά.

*στρόμπος: σχοινί που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση φορτίων.
Рекомендации по теме