Ποίημα 'ξενιτεμένο παραμύθι' από την Δάφνη Υακίνθου

preview_player
Показать описание
Ένα ποίημα σαν παραμύθι που ελπίζω να σας ενισχύσει ψυχικά με τον λόγο τις εικόνες και την μουσική που το συνοδεύουν . Καλή ακρόαση.

Οράματα – Ξενιτεμένο Παραμύθι

Πάει καιρός που κρύφτηκαν οι σάτυροι κι οι νύμφες
που κάποτε στα σύδεντρα βαθιά περιπλανιόνταν,
τραγούδι νύχτας δροσερής, ψυχές που σαν προνύμφες
το σκιερό κουκούλι τους υφαίναν και κοιμόνταν.

Οι νύχτες που πριγκίπισσες κι υπέρλαμπροι ιππότες
καβάλα σ’άλογο λευκό στο όνειρο καλπάζαν
κι ερωτευμένες μάγισσες από ψηλά κοιτάζαν
αθέατες κι αλλάζανε της μοίρας μας τις ρότες.

Που κρύβονταν νεράιδες, στοιχειά μες στα πηγάδια,
πανέμορφες σαν καλλονές στα βάθη, τα σκοτάδια,
σκόρπιζανε αρώματα απ’ τους κρυμμένους τόπους,
που λίγοι μόνο γνώρισαν από θνητούς ανθρώπους.

Ο κόσμος του παραμυθιού σκεπάστηκε με πέπλα
λεπτά αραχνοΰφαντα με καταχνιά και μάγια,
εικόνες θεοφώτιστες στης εκκλησιάς τα τέμπλα
αγγέλων που υψώνονται στα σύννεφα τα άγια.

Τα όνειρα σκορπίσανε, πουλάκια στο αγιάζι,
μα κάποτε ορθώνονταν λαμπρά και μας στηρίζαν
εκεί που δρόσος χύνεται, βαπτίζει και αγιάζει
τα δέντρα μας τα φωτεινά βροχούλες τα ποτίζαν.

Έτσι κι εγώ που κίνησα να βρω του Παραδείσου
τους τέσσερις ορίζοντες με μια τρελή πυξίδα
αιώνες με οδήγησε μα τώρα σε αβύσσου
με παρασέρνει ερημιές, σε άγρια καταιγίδα.

Κι αν είχα για πατρίδα μου το όνειρο το άγιο
και η σελήνη βάρκα μου προσμένει στο μουράγιο,
το παραμύθι απαλό αγέρι στα πανιά μου
σε χώρες άγνωστες με πάει, να σώσω τη γενιά μου.

Ημίθεος γεννήθηκα στη χαραυγή του μύθου,
όταν στην όμορφη φωτιά το βλέμμα βυθιζόταν
και με τομάρια άγρια, την εποχή του λίθου,
ο πρώτος άγριος άνθρωπος στον ύπνο ζεσταινόταν.

Με μοίρες νεραϊδοκυρές μεγάλωσα στο πλάι,
με δράκοντες μετρήθηκα στα πρώτα μου παιχνίδια,
του κόσμου περιφρόνησα τα περιττά στολίδια,
και τον τροχό του ριζικού το χέρι μου κυλάει.

Τιτάνες φύγαν έντρομοι σαν πάταξα θηρίο,
και στη φωτιά βαφτίστηκα στα έγκατα του Άδη,
στη χειμωνιά την παγερή, στους πάγους και το κρύο
σε κάστρο έφτασα ψηλό, σε τρίσβαθο σκοτάδι.

Ορθώθηκε καιρό πολύ στου ουρανού τα ύψη,
το χτίσανε οι γίγαντες με δύναμη μεγάλη,
μα πάνω το απέραντο τους κοίταζε με θλίψη
το Πνεύμα εκείνο που θωρεί του κόσμου αυτού την πάλη.

Με δέχτηκαν με πρόθεση να με καλώσορίσουν,
μα σκιάχτηκαν τη δύναμη που δόθηκε σε μένα
και το ’νιωσαν αδύναμοι πως θα ’ταν να ορίσουν
τη φωτερή που μου ’δωκε ο ουρανός την πένα.

Αυτή που γράφει το ορθό και δίνει ελευθερία
στο σφραγισμένο της ζωής αθέατο κιτάπι,
κρατώντας πάντοτε της γης τα πονηρά θηρία
απ’ το να μαγαρίσουνε με δόλο την αγάπη.

Της ήττας τους η θύμιση οργή είχε ξυπνήσει
που έβραζε στα στήθη τους σαν λάβα πυρωμένη,
και η ζωή μου θέλησαν με θάνατο να σβήσει
εκείνοι που λογίζουνε σκλαβιά την ειμαρμένη.

Στον βράχο με καρφώσανε καθώς τον Προμηθέα
και με καρφιά πληγώσανε το νου και την ψυχή μου,
να μην πατήσω πια τη γη που ζούσε η ιδέα,
που κάποτε ξεπήδησα απ’ την αγνή πηγή μου.

Φραγγέλιο μου χάραξε το σώμα και την πλάτη,
υψώθηκε κραυγή τρανή σ’ολάκερη την κτίση,
με βράχο αυτός που κυβερνά στα μήκη και τα πλάτη,
τη μάνητα τον πόλεμο ταγμένος να σκορπίσει,

με σκέπασε και έγινε το μνήμα και ο ζόφος
αιώνες κατοικία μου και πρόσμενα θαμμένος,
ώσπου ισοπεδώθηκαν τα όρη και ο λόφος
και το λιθάρι σήκωσα να υψωθώ σωσμένος

Και τα ουράνια άνοιξαν με ταραχή και κρότο
να έρθει η ανάσταση σωμάτων πετρωμένων
να ξαναμπούνε στη ζωή ξανά μετά τον Πρώτο
που στέριωσε τον άξιο ρου ζωών και πεπρωμένων.

Τη θύρα όταν διάβηκα με πόδια πληγωμένα,
για να σταθώ χωρίς αιδώ στον θρόνο του Κυρίου
στασίδια με περίμεναν καλά και τιμημένα,
γιατί φονεύς λογίστηκα του άνομου θηρίου.

Στη φωτεινή κι απέραντη Αγάπης ευλογία
κατάλαβα και ένιωσα πως άγια είμ’ εικόνα,
με κέρναγαν ηνίοχοι του κόσμου την αγία
θερμή ζωή που έδιωξε το κρύο του χειμώνα.

Τη στέπα αφιλόξενη κι αν γνώρισα του κόσμου,
μονάχα τώρα ένιωσα το δίκιο του αγώνα,
στη Βασιλεία γεύτηκα στιγμή μαζί κι αιώνα
και σαν φεγγάρι χάρισα στα σύμπαντα το Φως μου.
Рекомендации по теме