12 Ο βυθός

preview_player
Показать описание
Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ - 12 Ο βυθός

Περνάει φουρτούνες η ψυχή μέχρι να κατασταλάξει
Μέχρι το σύμπαν να επιβληθεί και μια για πάντα αλλάξει
Ζούνε νοερά, όσοι ψάχνουν την αλήθεια στα ρηχά
Στα δύσβατα, βαθιά νερά, βρίσκονται τα αληθινά
Φυτοζωούνε, χτίζουν τείχη χάρτινα, για να αμυνθούνε
Και σαν φυσήξει ο βοριάς από τη Γη θα αποκοπούνε
Ήλιε το βάθος εμποδίζει τις αχτίδες σου να φτάσουν
Εσύ γλιστράς κι όλο τρυπάς, τα ρεύματα το φράσσουν
Εδώ συνήθισαν στο σκότος, σα δούνε φως ουρλιάζουν
Βγάζουν αγκάθια χωρίς πέταλα, ζωή δε λογαριάζουν
Όπου γέλιο και χαρά, γι’ αυτούς καημός και λύπη
Ο πόνος τους κι ο στεναγμός, για μας της μοίρας χτύποι
Ρολόγια δεν υπάρχουν, αυτά τα φτιάξανε οι άνθρωποι
Μόνο ο χρόνος που κυλά, κυλούν μαζί του οι άτρωτοι
Σαν το κερί ξεροσταλιάζω, μες στις σκέψεις μου ρεμβάζω
Με μια βουτιά του ωκεανού το πέπλο ξεσκεπάζω
Σε ένα χαλί επάνω άφησα ιδρώτα και ψυχή
Είναι ο τόπος που μαρτύρησα, όταν βγήκα απ’ το κορμί
Σε μια εικόνα ξύλινη, που έχει σκαμμένο το είδωλο σου
Έδωσα αιώνια μορφή στο φειδωλό σκοπό σου
Φαντάζει ατέρμονος χορός το απατηλό μου όνειρο
Μα απέχει όσο η απόσταση απ το μηδέν στο άπειρο
Καρδιά με άνθη μωβ, σαν της υπαίθρου το κυκλάμινο
Μες στο οχυρό θα φυλαχτούν, όσοι αντέξουνε στον κάμινο
Έχω γίνει γραφικός, σαν του Στέλιου το μυστρί
Φυσάει αέρας, μα δε βλέπω στον ορίζοντα αλλαγή
Εξαντλείται η ψυχή μου κι σάρκα διαμαρτύρεται
Μπρος σ’ αυτήν την υποτάσσω κι αυτή συνέχεια εγείρεται
Έπεσα απ’ τα σύννεφα, απ’ αυτά τώρα κρατιέμαι
Έζησα αιχμάλωτος να σέρνομαι, σε ξένο χώμα να κυλιέμαι
Είναι ακριβή η ζωή σε αντίθεση με τη φθηνή μας ύπαρξη
Είμαστε εδώ περαστικοί και σίγουρα όχι αυθύπαρκτοι
Μόνοι πατούνε όλοι τα μονοπάτια της ζωής
Δοκιμαζόμαστε σκληρά σε ακραίες συνθήκες αντοχής
Κι αν νομίζεις πως οι άνθρωποι θα σταθούνε δίπλα σου
Όταν περπατάς τα χνάρια μένουνε πάντα πίσω σου
Το πιο επικίνδυνο απ’ όλα της ζωής τα κύματα
Είναι όταν δίνεις σε λάθος χέρια της καρδιάς τα αισθήματα
Το πιο ψηλό αντίστοιχα κι αυτό που καταπίνει
Είναι αυτό, που ξεκινά σε σιωπής γαλήνη
Στα ξαφνικά γδύνει το έδαφος, τη θάλασσα τραβά
Υψώνεται, χάνεται απ της Γης το πρόσωπο η στεριά
Σκεπάζει την αλήθεια κι όσους σε αυτή πιστέψανε
Και στον αφρό επιπλέουνε, όσοι το ψεύδος στέψανε
Μια δίνη με ρουφά, επίμονα στο επίκεντρο της
Στροφάρω και ζαλίζομαι, όσο πίνω απ’ το ποτό της
Σκάει απ’ το κακό της, σείονται της Γης τα έγκατα
Δυο πλάκες τρεμοπαίζουν και βγαίνουν γιγάντια κέρατα
Κανείς δεν ξέρει εκεί κάτω τι πλάσματα υπάρχουν
Κι όσοι πήγανε, είχαν πει, γρήγορα πως θα ‘ρθουν
Εκεί το φως δεν το γνωρίζουν, το σκότος κυβερνά
Πώς να ταΐσεις ένα στόμα, που έχει δόντια κοφτερά
Σε μια απέλπιδα προσπάθεια, την ελπίδα αναζητώ
Σε μια τελευταία ανάσα, που κρατώ σα φυλαχτό
Βλέπω φως στην επιφάνεια, βουλιάζω στο βυθό
Η ελπίδα δεν πεθαίνει και μαζί της θα πνιγώ
Рекомендации по теме