filmov
tv
Ευθύμης & Μάριος Κούρτης - Λα βι ντε λε ρεμπετ ασκέρ @ ΣτΝ+ 2014

Показать описание
Λα βι ντε λε ρεμπέτ ασκέρ
(μουσική / στίχοι: Ευθύμης Κούρτης)
Εκείνος ήτανε θεός κι εκείνη ήταν μες στο φως.
Κανείς τους δε νοιαζόταν για το τέλος τής γραμμής.
Καμμία η αμαρτία του κι ορίστε η ιστορία του
αφού έμπλεξε στο δίχτυ τής ζωής.
Πολύ καλά περνάγανε, τις νύχτες τις γλεντάγανε,
όλου του κόσμου είχανε τη χάρη.
Μα τέλειωσαν τα Lucky του και πέρασε ο καιρός και του
την έσκασε με κάποιον λαιμουδιάρη.
Τότες αποτρελάθηκε και το μυαλό του βάλθηκε
να σχεδιάσει την εκδίκησή του.
Πολύ, όμως, την αγάπαγε κι η αγάπη του τον κράταγε
κακό να μην της κάνει στη ζωή του.
Έκατσε και τα ζύγισε. Δεν άντεξε, ελύγισε
και βγήκε να την ψάξει στην Αθήνα.
Στο Booze τήνε τρακάρισε μ' εκείνον και κλατάρισε
και τον κοπάνησε σε μια βιτρίνα.
Τους μπάτσους κάποιος κάλεσε, τους είπε «με προκάλεσε»,
μα ήτανε και λίγο σουρωμένος.
Κι «εντάξει» κι αν τον νόμισαν, εξύβρισε τον πόλισμαν
και στο κελί κατέληξε κλεισμένος.
Λα βι ντε λε ρεμπέτ ασκέρ αβέκ πλεζίρ και τρε σαλέρ.
Τον φάγαν τα ποτά και τα Παρίσια.
Και είναι πια πολύ αργά, απ' τα 'λαφρά και τα βαριά,
δε θα ξανασταθεί ποτέ του ίσια.
Α ρε ντουνιά συ άδικε, ήταν Σαββάτο βράδυ και
θα τον αφήναν όξω τη Δευτέρα...
Έρωτα, φίλε ψεύτικε, στη φυλακή το σκέφτηκε,
πως δε θ' αργούσε η στερνή του μέρα.
Στο σπίτι του σα γύρισε, τις σκέψεις του συγύρισε
και έσπασε το ματωμένο βέλος.
Τρεμάμενο το χέρι του άρπαξε το μαχαίρι του
και κίνησε να βάλει σ' όλα τέλος.
Τη νύχτα δεν την έβγαζε. Πικρό μαράζι έβαζε
και είχε χάσει πια κάθε ελπίδα.
Στο τέλος του, όπως θέλησε, το όνομά της ψέλλισε
και στην καρδιά κάρφωσε τη λεπίδα.
Φινί ντε λε ρεμπέτ ασκέρ χωρίς πλεζίρ, χωρίς σαλέρ.
Τον φάγαν τα ποτά και τα Παρίσια.
Εκείνος έφυγε άδικα, εκείνη έκλαψε πικρά
και τα δάκρυά της γίναν κυπαρίσσια.
(μουσική / στίχοι: Ευθύμης Κούρτης)
Εκείνος ήτανε θεός κι εκείνη ήταν μες στο φως.
Κανείς τους δε νοιαζόταν για το τέλος τής γραμμής.
Καμμία η αμαρτία του κι ορίστε η ιστορία του
αφού έμπλεξε στο δίχτυ τής ζωής.
Πολύ καλά περνάγανε, τις νύχτες τις γλεντάγανε,
όλου του κόσμου είχανε τη χάρη.
Μα τέλειωσαν τα Lucky του και πέρασε ο καιρός και του
την έσκασε με κάποιον λαιμουδιάρη.
Τότες αποτρελάθηκε και το μυαλό του βάλθηκε
να σχεδιάσει την εκδίκησή του.
Πολύ, όμως, την αγάπαγε κι η αγάπη του τον κράταγε
κακό να μην της κάνει στη ζωή του.
Έκατσε και τα ζύγισε. Δεν άντεξε, ελύγισε
και βγήκε να την ψάξει στην Αθήνα.
Στο Booze τήνε τρακάρισε μ' εκείνον και κλατάρισε
και τον κοπάνησε σε μια βιτρίνα.
Τους μπάτσους κάποιος κάλεσε, τους είπε «με προκάλεσε»,
μα ήτανε και λίγο σουρωμένος.
Κι «εντάξει» κι αν τον νόμισαν, εξύβρισε τον πόλισμαν
και στο κελί κατέληξε κλεισμένος.
Λα βι ντε λε ρεμπέτ ασκέρ αβέκ πλεζίρ και τρε σαλέρ.
Τον φάγαν τα ποτά και τα Παρίσια.
Και είναι πια πολύ αργά, απ' τα 'λαφρά και τα βαριά,
δε θα ξανασταθεί ποτέ του ίσια.
Α ρε ντουνιά συ άδικε, ήταν Σαββάτο βράδυ και
θα τον αφήναν όξω τη Δευτέρα...
Έρωτα, φίλε ψεύτικε, στη φυλακή το σκέφτηκε,
πως δε θ' αργούσε η στερνή του μέρα.
Στο σπίτι του σα γύρισε, τις σκέψεις του συγύρισε
και έσπασε το ματωμένο βέλος.
Τρεμάμενο το χέρι του άρπαξε το μαχαίρι του
και κίνησε να βάλει σ' όλα τέλος.
Τη νύχτα δεν την έβγαζε. Πικρό μαράζι έβαζε
και είχε χάσει πια κάθε ελπίδα.
Στο τέλος του, όπως θέλησε, το όνομά της ψέλλισε
και στην καρδιά κάρφωσε τη λεπίδα.
Φινί ντε λε ρεμπέτ ασκέρ χωρίς πλεζίρ, χωρίς σαλέρ.
Τον φάγαν τα ποτά και τα Παρίσια.
Εκείνος έφυγε άδικα, εκείνη έκλαψε πικρά
και τα δάκρυά της γίναν κυπαρίσσια.