filmov
tv
Η πυγολαμπίδα ποίημα από την Δάφνη Υακίνθου

Показать описание
Ένα ποίημα για το φως της ελπίδας. Ακόμα και στην σκοτεινιά όσο ζητάμε το Φως . Θα είναι η σπίθα αυτή της αγάπης οδηγός και φάρος στη ζωή μας.
Οράματα – Ποίημα 47ο – Πυγολαμπίδα
Λαμπρή φωτίζει ντροπαλά μικρή πυγολαμπίδα,
μια φλόγα στην ομίχλη αυτή, βαθύ νυχτός σκοτάδι,
λάμπει μικρή κι απρόσμενη φωτιά στην καταιγίδα,
ελπίδας φως παρήγορο στο διάβα σου το βράδυ.
Εδώ τ’άστρα δε λάμπουνε, κρυμμένο το φεγγάρι,
καιρός πάει που θάμπωσε στο χέρι το φανάρι,
μα εσύ κοιτάς το φως αυτό, απρόσμενε διαβάτη,
καβάλα στο λιγνό κι ισχνό του χρόνου αυτού το άτι.
Με λιγοστό ξερό ψωμί μονάχα στο δισάκι,
διαβάτη, όταν βρέθηκες σ’ αυτό το σταυροδρόμι,
στη γη αυτή που κάψανε με την πνοή τους δράκοι,
ληστές κι αγρίμια φώλιασαν και χάθηκαν οι νόμοι,
η λάμψη αυτή σου θύμισε τον λόγο που πλανιέσαι.
Στις ερημιές και στα βουνά κυνήγησες τη μοίρα
μα το σκοτάδι είναι βαθύ κι εσύ σταυροκοπιέσαι
κι ηχεί απρόσμενα σιμά μελωδική μια λύρα.
Οι ίσκιοι σε τυλίγουνε, δυνάμεις σ’ οδηγούνε,
αόρατες και άυλες στ’ αυτί σου ψιθυρίζουν,
δρυάδες μες στις φυλλωσιές, ξωθιές που τραγουδούνε,
αγέρια που όλο ευωδιά το πρόσωπό σου αγγίζουν.
Η λάμψη ακόμα είναι μπροστά φωτίζει και πετάει,
σαν ένα πλάνο αερικό αινίγματα σου βάζει,
και οδηγός σου σε τραβά, λαμπρότητα σκορπάει,
στο δάσος βρίσκεσαι βαθιά, που νιώθεις σε κοιτάζει.
Ψυχή σαν να ’χει μυστική που πνεύματα ορίζει
των δέντρων που υψώνονται σε χώμα μαγεμένο,
που θαύματα σαν να γεννά κι απλόχερα χαρίζει
με μια μαγεία απρόσμενα γλυκιά υπνωτισμένο.
Βλέπουν τα δέντρα όνειρο γλυκό και δεν ξυπνάνε,
το δάσος σαν σε όραμα που λάμπει και θαμπώνει,
χαμένο μέσα στην αχλή των κόσμων που κοιτάνε,
πέρα απ’ τα νέφη τ’ ουρανού το πνεύμα γιγαντώνει.
Μια βούληση πανίσχυρη τα πάντα μαγνητίζει,
μυριάδες μάτια ανοίγουνε με νέφη σκεπασμένα
και σαν παραμερίζουνε ο ουρανός δακρύζει
και κάθε δάκρυ αλμυρό πέφτει στη γη για σένα.
Για να ποτίσει τους ανθούς, το αίμα να ξεπλύνει
που χύθηκε απ’ το σπαθί στο χώμα και γογγύζει,
στενάζει και υψώνεται και βάφει τη σελήνη,
ενώ το ρούσο λάβαρο της μάχης ανεμίζει.
Αλήθεια τίμημα βαρύ και ποιος την τόλμη θα ’χει,
ενώ ο πόνος κι η οργή ξεσπούν σε καταιγίδα,
τις σπάθες οι πολεμιστές για τη μεγάλη μάχη
στην πέτρα ακονίζουνε και βάζουν τη σφραγίδα,
να πιει από το κύπελο κρασί πικρό του φόνου,
θυσία αγνή στο κόκκινο της νύχτας το φεγγάρι,
να υπερβεί τον δισταγμό του φόβου και του πόνου,
τον άδικο αυτόν σταυρό στους ώμους του να πάρει.
Προείπε όμως γέροντας τυφλός και μαγεμένος:
«Ζυγώνει ο καιρός γοργά ν’ αλλάξει η σελίδα.»
Καθώς με αίμα γράφτηκε σε χρόνο περασμένο,
του κόσμου αυτού που πνίγεται κοπάζει η καταιγίδα.
Κι εσύ, διαβάτη, που περνάς και πια το έχεις μάθει,
παρηγοριά βρίσκεις γλυκιά σε μια πυγολαμπίδα,
καινούργιο κόσμο σαν ζητάς να βρεις εδώ στα βάθη,
το φως της βλέπεις που γεννά ξανά ζωή κι ελπίδα.
Οράματα – Ποίημα 47ο – Πυγολαμπίδα
Λαμπρή φωτίζει ντροπαλά μικρή πυγολαμπίδα,
μια φλόγα στην ομίχλη αυτή, βαθύ νυχτός σκοτάδι,
λάμπει μικρή κι απρόσμενη φωτιά στην καταιγίδα,
ελπίδας φως παρήγορο στο διάβα σου το βράδυ.
Εδώ τ’άστρα δε λάμπουνε, κρυμμένο το φεγγάρι,
καιρός πάει που θάμπωσε στο χέρι το φανάρι,
μα εσύ κοιτάς το φως αυτό, απρόσμενε διαβάτη,
καβάλα στο λιγνό κι ισχνό του χρόνου αυτού το άτι.
Με λιγοστό ξερό ψωμί μονάχα στο δισάκι,
διαβάτη, όταν βρέθηκες σ’ αυτό το σταυροδρόμι,
στη γη αυτή που κάψανε με την πνοή τους δράκοι,
ληστές κι αγρίμια φώλιασαν και χάθηκαν οι νόμοι,
η λάμψη αυτή σου θύμισε τον λόγο που πλανιέσαι.
Στις ερημιές και στα βουνά κυνήγησες τη μοίρα
μα το σκοτάδι είναι βαθύ κι εσύ σταυροκοπιέσαι
κι ηχεί απρόσμενα σιμά μελωδική μια λύρα.
Οι ίσκιοι σε τυλίγουνε, δυνάμεις σ’ οδηγούνε,
αόρατες και άυλες στ’ αυτί σου ψιθυρίζουν,
δρυάδες μες στις φυλλωσιές, ξωθιές που τραγουδούνε,
αγέρια που όλο ευωδιά το πρόσωπό σου αγγίζουν.
Η λάμψη ακόμα είναι μπροστά φωτίζει και πετάει,
σαν ένα πλάνο αερικό αινίγματα σου βάζει,
και οδηγός σου σε τραβά, λαμπρότητα σκορπάει,
στο δάσος βρίσκεσαι βαθιά, που νιώθεις σε κοιτάζει.
Ψυχή σαν να ’χει μυστική που πνεύματα ορίζει
των δέντρων που υψώνονται σε χώμα μαγεμένο,
που θαύματα σαν να γεννά κι απλόχερα χαρίζει
με μια μαγεία απρόσμενα γλυκιά υπνωτισμένο.
Βλέπουν τα δέντρα όνειρο γλυκό και δεν ξυπνάνε,
το δάσος σαν σε όραμα που λάμπει και θαμπώνει,
χαμένο μέσα στην αχλή των κόσμων που κοιτάνε,
πέρα απ’ τα νέφη τ’ ουρανού το πνεύμα γιγαντώνει.
Μια βούληση πανίσχυρη τα πάντα μαγνητίζει,
μυριάδες μάτια ανοίγουνε με νέφη σκεπασμένα
και σαν παραμερίζουνε ο ουρανός δακρύζει
και κάθε δάκρυ αλμυρό πέφτει στη γη για σένα.
Για να ποτίσει τους ανθούς, το αίμα να ξεπλύνει
που χύθηκε απ’ το σπαθί στο χώμα και γογγύζει,
στενάζει και υψώνεται και βάφει τη σελήνη,
ενώ το ρούσο λάβαρο της μάχης ανεμίζει.
Αλήθεια τίμημα βαρύ και ποιος την τόλμη θα ’χει,
ενώ ο πόνος κι η οργή ξεσπούν σε καταιγίδα,
τις σπάθες οι πολεμιστές για τη μεγάλη μάχη
στην πέτρα ακονίζουνε και βάζουν τη σφραγίδα,
να πιει από το κύπελο κρασί πικρό του φόνου,
θυσία αγνή στο κόκκινο της νύχτας το φεγγάρι,
να υπερβεί τον δισταγμό του φόβου και του πόνου,
τον άδικο αυτόν σταυρό στους ώμους του να πάρει.
Προείπε όμως γέροντας τυφλός και μαγεμένος:
«Ζυγώνει ο καιρός γοργά ν’ αλλάξει η σελίδα.»
Καθώς με αίμα γράφτηκε σε χρόνο περασμένο,
του κόσμου αυτού που πνίγεται κοπάζει η καταιγίδα.
Κι εσύ, διαβάτη, που περνάς και πια το έχεις μάθει,
παρηγοριά βρίσκεις γλυκιά σε μια πυγολαμπίδα,
καινούργιο κόσμο σαν ζητάς να βρεις εδώ στα βάθη,
το φως της βλέπεις που γεννά ξανά ζωή κι ελπίδα.
Комментарии