filmov
tv
Αχρονος Μύθος, ένα ποιήμα από την συλλογή 'Αλήθειες' της Δάφνης Υακίνθου

Показать описание
Κρατάει η γερόντισσα κοντά της το εγγόνι,
μωρό παιδί στα σπάργανα που ήσυχα ανασαίνει,
η φλόγα που λικνίζεται εκεί στο παραγώνι
ίδια μαινάδα ή ξωθιά χορεύει και ζεσταίνει.
Τα σύννεφα συνάχτηκαν πελώρια και γκρίζα,
η καταιγίδα έρχεται σαν μάχητα ουράνια,
σε γέρικης βελανιδιάς την προαιώνια ρίζα
μικρά στοιχειά συνάζονται στης γης την επιφάνεια.
Κάπου μακριά παλιό καστρί που ζώνουνε νεράιδες
υψώνεται σαν το θεριό με μάτια παραθύρια,
στους λόφους γκάιντες σκούζουνε, ηχούνε στις κοιλάδες,
πολεμιστές τα λάβαρα υψώνουν νικητήρια.
Στην πολιτεία την παλιά θρηνούνε οι χορτάτες,
οι πλούσιες και δυνατές αρχόντισσες μεγάλες,
ενώ τα πλοία φλέγονται, τα μπρίκια, οι φρεγάτες
και οι προδότες φεύγουνε για πολιτείες άλλες.
Η νύχτα με τα μάγια της, νεράιδα ντελικάτη,
με την εσθήτα τη λαμπρή στα όρη ν’ ανεμίζει,
καλπάζει όλο μυστικά σ’αστραποβόλο άτι
και μια δροσιά κρυστάλλινη απλώνει και σκορπίζει.
Μυστήριο ανεξήγητο για μας η παρουσία
και τα στοιχεία σαν θεριά ανήμερα παλεύουν,
δεν είναι σκλάβοι άβουλοι σε ξένη εξουσία
και μόνο στου Υπέρτατου την εντολή μερεύουν.
Στην παγωνιά υψώνεται παλάτι από πάγο
μ’αψίδες επιβλητικές από ουράνια τόξα,
δυνάμεις το στεριώσανε και ξόρκια από μάγο,
μαζί ο θρόνος του χιονιά και άνοιξης η δόξα.
Διαμάντια το στολίσανε, κρυστάλλινες κολώνες,
που τώρα αστραποβολούν με λάμψεις και θαμπώνουν
εμάς που, πάντα αθέατοι για χρόνια και αιώνες,
τα σύμπαντα ορίζουμε που στ’ άπειρο απλώνουν.
Ένα μυστήριο τρομερό κι απόκοσμο συνάμα,
που τρέφει η αντίθεση και μας παραξενεύει,
σε όντων άλλων το χορό σκοτάδι φως αντάμα,
ενώ φεγγάρι αλαργινό τη σκέψη σαγηνεύει.
Ονειρικό κι αληθινό φαντάζει το ταξίδι
ψυχής που πόθησε νωρίς να υπερβεί ν’ ανέβει,
κι ενώ του χρόνου καταργεί το γραμμικό παιχνίδι,
με παρουσία λαμπερή φωτίζει τα ερέβη.
Οι μύστες κάτω στις στοές με ρούνους ανασταίνουν,
με τελετές που κρύφτηκαν στα σωθικά της γαίας,
ό,τι παλιό κοιμήθηκε με στόχο να μαθαίνουν
λησμονημένα μυστικά μιας ύπαρξης πηγαίας.
Κι εκεί βαθιά, στη σκοτεινιά σαν ήλιος ν’ανατέλλει,
ολόλαμπρος κι ακέραιος τους ίσκιους να διαλύει
εκείνων που αγάπησαν τη σκοτεινιά και μέλλει
τη δόξα τους την άνομη να δουν γοργά να δύει.
Τα όνειρα τα παιδικά η πάχνη δε σκεπάζει
του φόβου και η ταπεινή, ανάξια απιστία,
σαν άγγελοι εκεί ψηλά στου ουρανού τ’ατλάζι
ανέρχονται στην ύψιστη ουράνια εστία.
Να εκπηγάσει η φωτιά που κόσμους κι άστρα πλάθει,
για να ζεστάνει την καρδιά, παρηγοριά να φέρει,
κι ενώ σπασμένα είδωλα, εγωισμό και πάθη
οι άπιστοι λατρεύουνε, θα λάμπει σαν αστέρι
ολόφωτο κι απόμακρο και η γριά ακόμα,
που με γλυκό νανούρισμα κοιμίζει το εγγόνι
κι η μοίρα η αρχέγονη, η κοσμική λεχώνα
μια νέα αλήθεια θα γεννά, τον άνθρωπο να σώνει.
μωρό παιδί στα σπάργανα που ήσυχα ανασαίνει,
η φλόγα που λικνίζεται εκεί στο παραγώνι
ίδια μαινάδα ή ξωθιά χορεύει και ζεσταίνει.
Τα σύννεφα συνάχτηκαν πελώρια και γκρίζα,
η καταιγίδα έρχεται σαν μάχητα ουράνια,
σε γέρικης βελανιδιάς την προαιώνια ρίζα
μικρά στοιχειά συνάζονται στης γης την επιφάνεια.
Κάπου μακριά παλιό καστρί που ζώνουνε νεράιδες
υψώνεται σαν το θεριό με μάτια παραθύρια,
στους λόφους γκάιντες σκούζουνε, ηχούνε στις κοιλάδες,
πολεμιστές τα λάβαρα υψώνουν νικητήρια.
Στην πολιτεία την παλιά θρηνούνε οι χορτάτες,
οι πλούσιες και δυνατές αρχόντισσες μεγάλες,
ενώ τα πλοία φλέγονται, τα μπρίκια, οι φρεγάτες
και οι προδότες φεύγουνε για πολιτείες άλλες.
Η νύχτα με τα μάγια της, νεράιδα ντελικάτη,
με την εσθήτα τη λαμπρή στα όρη ν’ ανεμίζει,
καλπάζει όλο μυστικά σ’αστραποβόλο άτι
και μια δροσιά κρυστάλλινη απλώνει και σκορπίζει.
Μυστήριο ανεξήγητο για μας η παρουσία
και τα στοιχεία σαν θεριά ανήμερα παλεύουν,
δεν είναι σκλάβοι άβουλοι σε ξένη εξουσία
και μόνο στου Υπέρτατου την εντολή μερεύουν.
Στην παγωνιά υψώνεται παλάτι από πάγο
μ’αψίδες επιβλητικές από ουράνια τόξα,
δυνάμεις το στεριώσανε και ξόρκια από μάγο,
μαζί ο θρόνος του χιονιά και άνοιξης η δόξα.
Διαμάντια το στολίσανε, κρυστάλλινες κολώνες,
που τώρα αστραποβολούν με λάμψεις και θαμπώνουν
εμάς που, πάντα αθέατοι για χρόνια και αιώνες,
τα σύμπαντα ορίζουμε που στ’ άπειρο απλώνουν.
Ένα μυστήριο τρομερό κι απόκοσμο συνάμα,
που τρέφει η αντίθεση και μας παραξενεύει,
σε όντων άλλων το χορό σκοτάδι φως αντάμα,
ενώ φεγγάρι αλαργινό τη σκέψη σαγηνεύει.
Ονειρικό κι αληθινό φαντάζει το ταξίδι
ψυχής που πόθησε νωρίς να υπερβεί ν’ ανέβει,
κι ενώ του χρόνου καταργεί το γραμμικό παιχνίδι,
με παρουσία λαμπερή φωτίζει τα ερέβη.
Οι μύστες κάτω στις στοές με ρούνους ανασταίνουν,
με τελετές που κρύφτηκαν στα σωθικά της γαίας,
ό,τι παλιό κοιμήθηκε με στόχο να μαθαίνουν
λησμονημένα μυστικά μιας ύπαρξης πηγαίας.
Κι εκεί βαθιά, στη σκοτεινιά σαν ήλιος ν’ανατέλλει,
ολόλαμπρος κι ακέραιος τους ίσκιους να διαλύει
εκείνων που αγάπησαν τη σκοτεινιά και μέλλει
τη δόξα τους την άνομη να δουν γοργά να δύει.
Τα όνειρα τα παιδικά η πάχνη δε σκεπάζει
του φόβου και η ταπεινή, ανάξια απιστία,
σαν άγγελοι εκεί ψηλά στου ουρανού τ’ατλάζι
ανέρχονται στην ύψιστη ουράνια εστία.
Να εκπηγάσει η φωτιά που κόσμους κι άστρα πλάθει,
για να ζεστάνει την καρδιά, παρηγοριά να φέρει,
κι ενώ σπασμένα είδωλα, εγωισμό και πάθη
οι άπιστοι λατρεύουνε, θα λάμπει σαν αστέρι
ολόφωτο κι απόμακρο και η γριά ακόμα,
που με γλυκό νανούρισμα κοιμίζει το εγγόνι
κι η μοίρα η αρχέγονη, η κοσμική λεχώνα
μια νέα αλήθεια θα γεννά, τον άνθρωπο να σώνει.