filmov
tv
Ζαφείρης • Ανδρονίκη Μαρτίνο & Ζαχαρούλα Μότσκα

Показать описание
.
Ζαφείρης
Μοιρολόι / Λατρευτικό έθιμο από την περιοχή του Ζαγορίου
Ερμηνεία: Ανδρονίκη Μαρτίνο & Ζαχαρούλα Μότσκα
Δίσκος: Τα Πασχαλιάτικα
Ανοιξιάτικα τραγούδια του θανάτου και της Ανάστασης
Συλλογή - Επιλογή - Μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου
Έκδοση: Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου, Μάρτιος 1998
_________________________________________________________________
Ζαφείρη μ’ κοντοστρόγγυλε και κοντομαζωμένε,
εσκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες,
άφ’κες τα σπίτια χάρβαρα, τους φούρνους γκρεμισμένους,
άφ’κες και τη γυναίκα σου με την κοιλιά γεμάτη.
– Για σούκ’ Ζαφείρη μ’ να μας δεις, Ζαφείρη μ’ να μας πκιάκεις.
– Με τι ματάκια για να δω, να δω να περβατήσω,
που ρέψαν τα ματάκια μου σαν το μαργαριτάρι,
που κόπ’καν τα χεράκια μου και τα ποδαράκια μου.
– Σου λύνουμε τα χέρια σου, σου λύνουμε τα πόδια.
Τώρα που ήρθ’ η Άνοιξη και γέμ’σε η γης λουλούδια,
τώρα και συ Ζαφείρη μου ξύπνα απ’ τον βαρύν ύπνο.
Για σούκ’ Ζαφείρη μ’ να μας πκιάκεις,
για σούκ’ να μας κυν’γήσεις.
_________________________________________________________________
Τον Ζαφείρη τον έπαιζαν σ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης, και κυρίως το Μάη, μικρές και έφηβες κοπέλες –παλιότερα συμμετείχαν και μερικά μικρά αγόρια– στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, στα διαλείμματα των αγροτικών εργασιών. Το κορίτσι, ή το αγόρι, που έπαιζε το Ζαφείρη, ξάπλωνε πάνω στο χορτάρι και έκανε τον πεθαμένο. Του έδεναν τα χέρια και τα πόδια με κόκκινες κλωστές. Πάνω στα σταυρωμένα χέρια τοποθετούσαν ένα εικόνισμα που έπαιρναν από κοντινό ξωκκλήσι, το οποίο έπρεπε να επισκεφθούν πριν παίξουν το παιχνίδι και ν’ ανάψουν τα κεριά και τα καντήλια. Σκέπαζαν το πρόσωπο του πεθαμένου Ζαφείρη με άσπρο μαντήλι και δίπλα του απόθεταν ένα ραβδί. Τον κάλυπταν με πρασινάδες, βοτάνια με μαγικές-θεραπευτικές ιδιότητες και ορισμένα λουλούδια, με τυπική διάταξη. Μετά το νεκροστόλισμα, τα κορίτσια καθόντουσαν γύρω από τον πεθαμένο, όπως ακριβώς οι μοιρολογίστρες στις κηδείες για να θρηνήσουν. Στο κεφάλι του η κορυφαία τραγουδούσε στίχο-στίχο τα λόγια του μοιρολογιού και οι άλλες κλαίγοντας, σκούζοντας, τραβώντας τα μαλλιά και χτυπώντας το στήθος επαναλάμβαναν τον «κομμό», όπως τον λέγανε, το θρήνο δηλαδή του Ζαφείρη, συνοδεύοντάς τον και με τις απαραίτητες κραυγές.
Οι καταγραφές του σημαντικού αυτού ντοκουμέντου είναι ελάχιστες. Η πρώτη, και μόνη ίσως, ηχογράφηση που διασώζει και τη μουσική του τραγουδιού έγινε από τον Δ. Οικονομίδη, ερευνητή τότε του ΚΕΕΛ, στο πλαίσιο επιτόπιας έρευνάς του στο Κεντρικό Ζαγόρι, το καλοκαίρι του 1966. Από τον Δ. Σάρρο που, στα 1900, πρώτος έφερε στο φως το λατρευτικό αυτό έθιμο αναφέρεται και η πιο κάτω παραλλαγή, της οποίας δεν γνωρίζουμε όμως τη μελωδία, με άψογα τα ποιητικά γνωρίσματα ενός κανονικού μοιρολογιού.
Για ιδέστε νιον που ξάπλωσα – φίδια που μ’ έφαγαν –
για ιδέστε κυπαρίσσι – όιιι
δε σειέται, δε λυγίζεται – κόσμε μ’ σκοτώστε με –
δε σέρν’ τη λεβεντιά του – όιιι
Ποιος σόκοψε τις ρίζες σου – άχου ψυχούλα μου –
και στέγνωσ’ η κορφή σου – όιιι
Τι μόκανες λεβέντη μου – φίδια που μ’ έφαγαν –
τι μόκανες ψυχή μου – όιιι
Μηνά ‘ναι και χινόπωρος – αλήθεια λέω ‘γω –
μηνά ‘ναι και χειμώνας – όιιι
τώρα ν–έρθεν η άνοιξη – άχου παιδάκι μου –
ν–έρθεν το καλοκαίρι – όιιι
παίρνουν κι ανθίζουν τα κλαδιά – ‘κούσε παιδάκι μου –
κι οι κάμποι λουλουδίζουν – όιιι
έρθαν πουλιά της άνοιξης – άχου μουρ’ μάτια μου –
έρθαν τα χελιδόνια – όιιι
για τη μεγάλη Πασχαλιά – φίδια που μ’ έφαγαν –
με το Χριστός Ανέστη – όιιι
που ντιούνται νιοι στα κόκκινα – άχου λεβέντη μου –
γερόντοι στα μουρέλια – όιιι
και συ μωρέ λεβέντη μου – άχου λεβέντη μου –
μέσα στη γην τη μαύρη – όιιι
που να σειστείς, να λυγιστείς – φίδια που μ’ έφαγαν –
να σύρ’ς τη λεβεντιά σου – όιιι
Ξεσφάλισε τα μάτια σου, σήκου μωρέ Ζαφείρ’ μου.
Μόλις ακουγόταν ο τελευταίος στίχος ο Ζαφείρης πετιόταν όρθιος, και το θρήνο διαδέχονταν γέλια και τραγούδια. Ο νεκραναστημένος κραδαίνοντας το ραβδί κυνηγούσε τα κορίτσια και σ’ αυτήν που θα έπιανε έπεφτε ο ρόλος του Ζαφείρη για την επόμενη χρονιά. Παλιότερα, όπως διηγούνται, μια κούκλα -ένα σαβανωμένο ξύλο- έπαιζε το ρόλο του νεκρού Ζαφείρη. Την έθαβαν κανονικά και τη μοιρολογούσαν. Μετά την υποτιθέμενη ανάσταση την ξέθαβαν και τη φύλαγαν σε κάποια εκκλησιά μέχρι να ξανακάνουν το «παιχνίδι». Όταν τέλειωνε η άνοιξη χαλούσαν την κούκλα- Ζαφείρη και έριχναν το ξύλο σε κάποιο ρέμα, σε τρεχούμενο δηλαδή εξαγνιστικό, καθαρτήριο νερό, τελετουργική καταληκτική πράξη που επισφραγίζει και επιβεβαιώνει την ιερότητα τον εθίμου.
Μιράντα Τερζοπούλου
_________________________________________________________________
Ζαφείρης
Μοιρολόι / Λατρευτικό έθιμο από την περιοχή του Ζαγορίου
Ερμηνεία: Ανδρονίκη Μαρτίνο & Ζαχαρούλα Μότσκα
Δίσκος: Τα Πασχαλιάτικα
Ανοιξιάτικα τραγούδια του θανάτου και της Ανάστασης
Συλλογή - Επιλογή - Μουσική επιμέλεια: Δόμνα Σαμίου
Έκδοση: Καλλιτεχνικός Σύλλογος Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου, Μάρτιος 1998
_________________________________________________________________
Ζαφείρη μ’ κοντοστρόγγυλε και κοντομαζωμένε,
εσκούριασαν οι κλειδωνιές, χορτάριασαν οι πόρτες,
άφ’κες τα σπίτια χάρβαρα, τους φούρνους γκρεμισμένους,
άφ’κες και τη γυναίκα σου με την κοιλιά γεμάτη.
– Για σούκ’ Ζαφείρη μ’ να μας δεις, Ζαφείρη μ’ να μας πκιάκεις.
– Με τι ματάκια για να δω, να δω να περβατήσω,
που ρέψαν τα ματάκια μου σαν το μαργαριτάρι,
που κόπ’καν τα χεράκια μου και τα ποδαράκια μου.
– Σου λύνουμε τα χέρια σου, σου λύνουμε τα πόδια.
Τώρα που ήρθ’ η Άνοιξη και γέμ’σε η γης λουλούδια,
τώρα και συ Ζαφείρη μου ξύπνα απ’ τον βαρύν ύπνο.
Για σούκ’ Ζαφείρη μ’ να μας πκιάκεις,
για σούκ’ να μας κυν’γήσεις.
_________________________________________________________________
Τον Ζαφείρη τον έπαιζαν σ’ όλη τη διάρκεια της άνοιξης, και κυρίως το Μάη, μικρές και έφηβες κοπέλες –παλιότερα συμμετείχαν και μερικά μικρά αγόρια– στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, στα διαλείμματα των αγροτικών εργασιών. Το κορίτσι, ή το αγόρι, που έπαιζε το Ζαφείρη, ξάπλωνε πάνω στο χορτάρι και έκανε τον πεθαμένο. Του έδεναν τα χέρια και τα πόδια με κόκκινες κλωστές. Πάνω στα σταυρωμένα χέρια τοποθετούσαν ένα εικόνισμα που έπαιρναν από κοντινό ξωκκλήσι, το οποίο έπρεπε να επισκεφθούν πριν παίξουν το παιχνίδι και ν’ ανάψουν τα κεριά και τα καντήλια. Σκέπαζαν το πρόσωπο του πεθαμένου Ζαφείρη με άσπρο μαντήλι και δίπλα του απόθεταν ένα ραβδί. Τον κάλυπταν με πρασινάδες, βοτάνια με μαγικές-θεραπευτικές ιδιότητες και ορισμένα λουλούδια, με τυπική διάταξη. Μετά το νεκροστόλισμα, τα κορίτσια καθόντουσαν γύρω από τον πεθαμένο, όπως ακριβώς οι μοιρολογίστρες στις κηδείες για να θρηνήσουν. Στο κεφάλι του η κορυφαία τραγουδούσε στίχο-στίχο τα λόγια του μοιρολογιού και οι άλλες κλαίγοντας, σκούζοντας, τραβώντας τα μαλλιά και χτυπώντας το στήθος επαναλάμβαναν τον «κομμό», όπως τον λέγανε, το θρήνο δηλαδή του Ζαφείρη, συνοδεύοντάς τον και με τις απαραίτητες κραυγές.
Οι καταγραφές του σημαντικού αυτού ντοκουμέντου είναι ελάχιστες. Η πρώτη, και μόνη ίσως, ηχογράφηση που διασώζει και τη μουσική του τραγουδιού έγινε από τον Δ. Οικονομίδη, ερευνητή τότε του ΚΕΕΛ, στο πλαίσιο επιτόπιας έρευνάς του στο Κεντρικό Ζαγόρι, το καλοκαίρι του 1966. Από τον Δ. Σάρρο που, στα 1900, πρώτος έφερε στο φως το λατρευτικό αυτό έθιμο αναφέρεται και η πιο κάτω παραλλαγή, της οποίας δεν γνωρίζουμε όμως τη μελωδία, με άψογα τα ποιητικά γνωρίσματα ενός κανονικού μοιρολογιού.
Για ιδέστε νιον που ξάπλωσα – φίδια που μ’ έφαγαν –
για ιδέστε κυπαρίσσι – όιιι
δε σειέται, δε λυγίζεται – κόσμε μ’ σκοτώστε με –
δε σέρν’ τη λεβεντιά του – όιιι
Ποιος σόκοψε τις ρίζες σου – άχου ψυχούλα μου –
και στέγνωσ’ η κορφή σου – όιιι
Τι μόκανες λεβέντη μου – φίδια που μ’ έφαγαν –
τι μόκανες ψυχή μου – όιιι
Μηνά ‘ναι και χινόπωρος – αλήθεια λέω ‘γω –
μηνά ‘ναι και χειμώνας – όιιι
τώρα ν–έρθεν η άνοιξη – άχου παιδάκι μου –
ν–έρθεν το καλοκαίρι – όιιι
παίρνουν κι ανθίζουν τα κλαδιά – ‘κούσε παιδάκι μου –
κι οι κάμποι λουλουδίζουν – όιιι
έρθαν πουλιά της άνοιξης – άχου μουρ’ μάτια μου –
έρθαν τα χελιδόνια – όιιι
για τη μεγάλη Πασχαλιά – φίδια που μ’ έφαγαν –
με το Χριστός Ανέστη – όιιι
που ντιούνται νιοι στα κόκκινα – άχου λεβέντη μου –
γερόντοι στα μουρέλια – όιιι
και συ μωρέ λεβέντη μου – άχου λεβέντη μου –
μέσα στη γην τη μαύρη – όιιι
που να σειστείς, να λυγιστείς – φίδια που μ’ έφαγαν –
να σύρ’ς τη λεβεντιά σου – όιιι
Ξεσφάλισε τα μάτια σου, σήκου μωρέ Ζαφείρ’ μου.
Μόλις ακουγόταν ο τελευταίος στίχος ο Ζαφείρης πετιόταν όρθιος, και το θρήνο διαδέχονταν γέλια και τραγούδια. Ο νεκραναστημένος κραδαίνοντας το ραβδί κυνηγούσε τα κορίτσια και σ’ αυτήν που θα έπιανε έπεφτε ο ρόλος του Ζαφείρη για την επόμενη χρονιά. Παλιότερα, όπως διηγούνται, μια κούκλα -ένα σαβανωμένο ξύλο- έπαιζε το ρόλο του νεκρού Ζαφείρη. Την έθαβαν κανονικά και τη μοιρολογούσαν. Μετά την υποτιθέμενη ανάσταση την ξέθαβαν και τη φύλαγαν σε κάποια εκκλησιά μέχρι να ξανακάνουν το «παιχνίδι». Όταν τέλειωνε η άνοιξη χαλούσαν την κούκλα- Ζαφείρη και έριχναν το ξύλο σε κάποιο ρέμα, σε τρεχούμενο δηλαδή εξαγνιστικό, καθαρτήριο νερό, τελετουργική καταληκτική πράξη που επισφραγίζει και επιβεβαιώνει την ιερότητα τον εθίμου.
Μιράντα Τερζοπούλου
_________________________________________________________________