filmov
tv
Σαν έτοιμη από καιρό, σα θαρραλέα.. / 3. 9. 1983 -- Έλλη Λαμπέτη

Показать описание
Η Έλλη Λαμπέτη απαγγέλει το "Απολείπειν ο Θεός Aντώνιον" του Κ. Καβάφη
ஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜ
«Στις 31 Αυγούστου θα ψιθυρίσει: «Αργώ πολύ να πεθάνω».
Και λίγες ώρες αργότερα θα πει στην Αντιγόνη, που σκύβει πάνω απ’ το μαξιλάρι της: «Ένα τριαντάφυλλο. Μόνο ένα τριαντάφυλλο».
Αυτό θέλει στην κηδεία της – μονάχα ένα τριαντάφυλλο. Τρέμει στην εικόνα του σώου που μαντεύει ότι θ’ ακολουθήσει με τους θεατρικούς κοπετούς και τα δακρυσμένα γκρο πλαν στις ειδήσεις των εννέα.
Την επόμενη μέρα, 1η Σεπτεμβρίου του 1983, ανοίγει πάλι τα μάτια της και ρωτάει την Αντιγόνη: «Πού είναι το τριαντάφυλλο;»
Νομίζει ότι πέθανε κιόλας. Όχι, δεν είναι τόσο τυχερή – έχει ακόμα μπροστά της δεκαεφτάμισι ώρες ζωής. Πέφτει σε κώμα και τα μεσάνυχτα ανοίγει πάλι τα μάτια της. Η αδερφή της, που λαγοκοιμάται σε μιά πολυθρόνα δίπλα, τσακισμένη απ’ τις απανωτές αγρύπνιες, την ακούει να ψιθυρίζει: “Μαμά…”
Είναι τα τελευταία λόγια της Έλλης Λαμπέτη και μ’ αυτά στέλνει βέβαια ένα μήνυμα στη μάνα της, όπως τη θυμάται απ’ τα Βίλλια του ’30. “Σ’ έναν ανθισμένο κήπο μεγάλο όσο ο κόσμος”. Από εκεί έφυγε κι εκεί ξαναγυρνάει, τώρα που δεν την κρατάει πια τίποτε στη Νέα Υόρκη, αυτή την πόλη του θανάτου.
Θα πρέπει να έχει αρχίσει κιόλας να ταξιδεύει, πετώντας πάνω απ’ τους ουρανοξύστες. “Δόξα τω Θεώ πια είμαι ελεύθερη!”
Δεν έχει σημασία η επίσημη ώρα του τέλους. Η Έλλη, βιαστική όπως ήταν πάντα στη ζωή, δεν θα κάτσει σίγουρα να περιμένει τον ιατροδικαστή. Τα χαράματα θα πετάει πάνω απ’ τον Ατλαντικό κι όταν ο γιατρός πιστοποιήσει την άλλη μέρα στις 7.28 το πρωί τον θάνατό της, εκείνη θα είναι κιόλας στα Βίλλια.
Είναι όλοι μαζεμένοι εκεί και την περιμένουν.
Δεν λείπει ούτε ο παππούς της, ο βιβλικός γέροντας που την έβαζε να του διαβάζει Παπαδιαμάντη.
Πώς μεγάλωσες, κοριτσάκι μου, της λέει.
Κι ύστερα, κάπως εμπιστευτικά:
Μου είπαν ότι έγινες μια μεγάλη θεατρίνα – είναι αλήθεια;
Είναι όλοι εκεί. Η μάνα της, ο πατέρας της, οι αδερφές της – φρέσκιες και γελαστές όπως ήταν στ’ ανθισμένα χρόνια της νιότης τους. Τί κατάφερε τελικά αυτός ο ηλίθιος καρκίνος; Μόνο να την κάνει να σπαράζει στο κλάμα κάθε φορά που τις έχανε!
Τί αλλόκοτη μέρα. Είναι 3 Σεπτεμβρίου κι η Αθήνα περιμένει δακρυσμένη το φέρετρο της Λαμπέτη απ’ την Αμερική, αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει να υποδέχεται γελαστούς καλεσμένους. Να κι η Κοτοπούλη – πώς μπορούσε να λείπει απ’ το καλωσόρισμά της;
Καρδούλα μου!
Η μεγάλη ντίβα τής κλείνει πονηρά το μάτι:
Σ’ το ’χα πει το ’43 – θυμάσαι; “Μιά μέρα θα γίνεις η πιο μεγάλη απ’ όλες μας”.
Τα αγαπημένα πρόσωπα μιας ζωής. Κι όλο και γεμίζει ο κήπος από αναπάντεχους φίλους: ο Λόρκα του Ματωμένου γάμου, ο Ανούιγ της Αντιγόνης, ο Θόρντον Ουάιλντερ της Μικρής μας πόλης. Όλοι σκύβουν να της φιλήσουν το χέρι. Ύστερα ένα παλιό αμάξι σταματάει έξω απ’ τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα και κατεβαίνει ένας σοβαρός κύριος με χρυσά γυαλάκια.
Καλώς ήρθατε στα Βίλλια, κύριε Τσέχωφ.
Μια ουράνια σύναξη.
Η Έλλη Λαμπέτη σκουπίζει χωρίς να το θέλει τα μάτια της.
Χριστέ μου, τί ωραίο πράμα είναι να ζεις…».
[ Απόσπασμα απο το βιβλίο "Έλλη Λαμπέτη" του Φρέντυ Γερμανού ]
Τα "φώτα" για την Έλλη Λαμπέτη "έσβησαν" στις 3/9/1983
ஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜ
Αποποίηση: Το παρόν βίντεο δεν δημιουργήθηκε με σκοπό το κέρδος. Το ακουστικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμένα. Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο και δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών.
ஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜ
«Στις 31 Αυγούστου θα ψιθυρίσει: «Αργώ πολύ να πεθάνω».
Και λίγες ώρες αργότερα θα πει στην Αντιγόνη, που σκύβει πάνω απ’ το μαξιλάρι της: «Ένα τριαντάφυλλο. Μόνο ένα τριαντάφυλλο».
Αυτό θέλει στην κηδεία της – μονάχα ένα τριαντάφυλλο. Τρέμει στην εικόνα του σώου που μαντεύει ότι θ’ ακολουθήσει με τους θεατρικούς κοπετούς και τα δακρυσμένα γκρο πλαν στις ειδήσεις των εννέα.
Την επόμενη μέρα, 1η Σεπτεμβρίου του 1983, ανοίγει πάλι τα μάτια της και ρωτάει την Αντιγόνη: «Πού είναι το τριαντάφυλλο;»
Νομίζει ότι πέθανε κιόλας. Όχι, δεν είναι τόσο τυχερή – έχει ακόμα μπροστά της δεκαεφτάμισι ώρες ζωής. Πέφτει σε κώμα και τα μεσάνυχτα ανοίγει πάλι τα μάτια της. Η αδερφή της, που λαγοκοιμάται σε μιά πολυθρόνα δίπλα, τσακισμένη απ’ τις απανωτές αγρύπνιες, την ακούει να ψιθυρίζει: “Μαμά…”
Είναι τα τελευταία λόγια της Έλλης Λαμπέτη και μ’ αυτά στέλνει βέβαια ένα μήνυμα στη μάνα της, όπως τη θυμάται απ’ τα Βίλλια του ’30. “Σ’ έναν ανθισμένο κήπο μεγάλο όσο ο κόσμος”. Από εκεί έφυγε κι εκεί ξαναγυρνάει, τώρα που δεν την κρατάει πια τίποτε στη Νέα Υόρκη, αυτή την πόλη του θανάτου.
Θα πρέπει να έχει αρχίσει κιόλας να ταξιδεύει, πετώντας πάνω απ’ τους ουρανοξύστες. “Δόξα τω Θεώ πια είμαι ελεύθερη!”
Δεν έχει σημασία η επίσημη ώρα του τέλους. Η Έλλη, βιαστική όπως ήταν πάντα στη ζωή, δεν θα κάτσει σίγουρα να περιμένει τον ιατροδικαστή. Τα χαράματα θα πετάει πάνω απ’ τον Ατλαντικό κι όταν ο γιατρός πιστοποιήσει την άλλη μέρα στις 7.28 το πρωί τον θάνατό της, εκείνη θα είναι κιόλας στα Βίλλια.
Είναι όλοι μαζεμένοι εκεί και την περιμένουν.
Δεν λείπει ούτε ο παππούς της, ο βιβλικός γέροντας που την έβαζε να του διαβάζει Παπαδιαμάντη.
Πώς μεγάλωσες, κοριτσάκι μου, της λέει.
Κι ύστερα, κάπως εμπιστευτικά:
Μου είπαν ότι έγινες μια μεγάλη θεατρίνα – είναι αλήθεια;
Είναι όλοι εκεί. Η μάνα της, ο πατέρας της, οι αδερφές της – φρέσκιες και γελαστές όπως ήταν στ’ ανθισμένα χρόνια της νιότης τους. Τί κατάφερε τελικά αυτός ο ηλίθιος καρκίνος; Μόνο να την κάνει να σπαράζει στο κλάμα κάθε φορά που τις έχανε!
Τί αλλόκοτη μέρα. Είναι 3 Σεπτεμβρίου κι η Αθήνα περιμένει δακρυσμένη το φέρετρο της Λαμπέτη απ’ την Αμερική, αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει να υποδέχεται γελαστούς καλεσμένους. Να κι η Κοτοπούλη – πώς μπορούσε να λείπει απ’ το καλωσόρισμά της;
Καρδούλα μου!
Η μεγάλη ντίβα τής κλείνει πονηρά το μάτι:
Σ’ το ’χα πει το ’43 – θυμάσαι; “Μιά μέρα θα γίνεις η πιο μεγάλη απ’ όλες μας”.
Τα αγαπημένα πρόσωπα μιας ζωής. Κι όλο και γεμίζει ο κήπος από αναπάντεχους φίλους: ο Λόρκα του Ματωμένου γάμου, ο Ανούιγ της Αντιγόνης, ο Θόρντον Ουάιλντερ της Μικρής μας πόλης. Όλοι σκύβουν να της φιλήσουν το χέρι. Ύστερα ένα παλιό αμάξι σταματάει έξω απ’ τη μισάνοιχτη καγκελόπορτα και κατεβαίνει ένας σοβαρός κύριος με χρυσά γυαλάκια.
Καλώς ήρθατε στα Βίλλια, κύριε Τσέχωφ.
Μια ουράνια σύναξη.
Η Έλλη Λαμπέτη σκουπίζει χωρίς να το θέλει τα μάτια της.
Χριστέ μου, τί ωραίο πράμα είναι να ζεις…».
[ Απόσπασμα απο το βιβλίο "Έλλη Λαμπέτη" του Φρέντυ Γερμανού ]
Τα "φώτα" για την Έλλη Λαμπέτη "έσβησαν" στις 3/9/1983
ஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜஜ۩۞۩ஜ
Αποποίηση: Το παρόν βίντεο δεν δημιουργήθηκε με σκοπό το κέρδος. Το ακουστικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμένα. Οι φωτογραφίες είναι από το διαδίκτυο και δεν επιθυμώ να επωφεληθώ από τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών.