Τρία μπαϊράκια (Της Λένως του Μπότσαρη)

preview_player
Показать описание
Στις 12 Δεκεμβρίου του 1803 στις κακοτράχαλες πλαγιές του Σουλίου ακούγονται κλάματα και οιμωγές. Άντρες και γυναίκες από το Σούλι τραβάνε τον μακρύ δρόμο του ξεριζωμού από την γλυκιά τους πατρίδα. Ο Αλή πασάς τα κατάφερε να τους διώξει με την στενή πολιορκία, καθώς δεν έμπαινε τίποτε στο Σούλι, μήτε σπυρί σιταριού. Το μακρύ ποτάμι των Σουλιωτών χωρίζεται σε τρεις φάλαγγες. Η πρώτη και πιο πολυπληθής με 2000 ψυχές και αρχηγό τον Φώτο Τζαβέλα, θα τραβήξει προς την ανυπόταχτη πολιτεία της Πάργας, στις ακτές του Ιονίου. Οι άλλες δύο φάλαγγες στάθηκαν πιο άτυχες καθώς χτυπήθηκαν αλύπητα από τους τουρκαλβανούς στρατιώτες του Αλή πασά. Σε μια από αυτές ήταν και η Λένω Μπότσαρη, κόρη του Νότη Μπότσαρη και πρώτη ξαδέρφη του Μάρκου Μπότσαρη, ήρωα της επανάστασης.
Η Λένω ακολούθησε κι’ αυτή την μοίρα των υπολοίπων Σουλιωτών και βαδίζοντας μέσα από κακοτράχαλους δρόμους και βουνά. Μέσα στον σκληρό χειμώνα τα παιδιά, οι τραυματίες και οι μεγαλύτερες γυναίκες δεν άντεχαν, αλλά η Λένω ήταν εκεί για να τις εμψυχώσει αν και μόλις 20 χρονών αναδείχτηκε σε αρχηγό των γυναικών.
Τράβηξαν για το μοναστήρι στο Ζάλογγο που είναι φύσει οχυρή θέση, αλλά δυστυχώς χωρίς έξοδο διαφυγής. Οχυρώθηκαν και περίμεναν. Ήξεραν πως ο Αλής, όπως πάντα, δεν επρόκειτο να τηρήσει τις υποσχέσεις και τους όρκους που τους έδωσε. Ο Μπεκίρ Τζογαδούρος, ο αρχηγός της τουρκοαλβανικής ορδής, επιτέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου με αλαλαγμούς στο μοναστήρι. Οι Σουλιώτες ήταν 1.148 και αμύνθηκαν λυσσαλέα χτυπώντας τους τουρκαλβανούς με τα ντουφέκια τους.
Καθώς η μάχη είχε ανάψει τα κορμιά των λιάπηδων (μουσουλμάνων αλβανών) κάλυπταν την χέρσα γη σαν ένα μεγάλο χαλί. Όσο εξελισσόταν η μάχη το χιόνι σκέπαζε τα κορμιά και το κρύο τρυπούσε τα κόκαλα. Μετά από ώρες τα βόλια των Σουλιωτών σώθηκαν και έμειναν με τα σπαθιά και τα γυμνά τους χέρια.
Στις 17 Δεκεμβρίου οι λιάπηδες ορμήσαν σαν τσακάλια πάνω στους Σουλιώτες για να ξεσκίσουν τις σάρκες τους, αλλά οι Σουλιώτες ξεχύθηκαν σαν ένα σώμα και πέσαν μ’ ορμή πάνω στους τουρκαλαβανούς.
Οι Τουρκαλβανοί πλησιάζουν με άγριες διαθέσεις, θέλουν να τις ατιμάσουν. Οι Σουλιώτισσες όμως ήταν αποφασισμένες. Δεν επρόκειτο να αφήσουν κανένα χέρι ξένο να τις αγγίξει, πάνω από όλα γι’ αυτές ήταν η Τιμή. Πιάστηκαν χέρι – χέρι, χορεύοντας και τραγουδώντας, κι’ αφού έριξαν τα παιδιά τους στο κενό, ακολουθούν μετά μία – μία, φιλώντας η πρώτη την δεύτερη και η δεύτερη την τρίτη. Τα σώματά τους έπεφταν στο βάραθρο σαν φύλλα το φθινόπωρο.
Η Λένω σώθηκε και μαζί με τους άλλους Σουλιώτες που έσπασαν τον κλοιό των λιάπηδων κατευθύνθηκαν νότια.
Φτάνοντας στο χωριό Βουλγαρέλι της Άρτας αποφάσισαν να πάνε προς τα απάτητα βουνά των Αγράφων, για να ενωθούν με άλλους αγωνιστές από την Θεσσαλία και να πολεμήσουν τους τούρκους. Μετά από πολλές ταλαιπωρίες έφτασαν στην Βρεστένιτσα και συνέχισαν προς την οχυρή θέση της μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στον Σέλτσο. Την 22α Δεκεμβρίου έφτασαν εκεί και εγκαταστάθηκαν κατάκοποι από τις πορείες μέσα στο καταχείμωνο. Κάτω από το μοναστήρι περνάει σαν ένα μεγάλο φίδι ο ποταμός Αχελώος (ή Ασπροπόταμος).
Οι Σουλιώτες μάζεψαν προμήθειες και μπαρουτόβολα από τις γύρω περιοχές για την άμυνά τους. Έβαλαν τέσσερις φρουρές στην περίμετρο του μοναστηριού και φύλαγαν κάθε μονοπάτι. Ήξεραν καλά, ότι ο Αλή πασάς δεν θα ησυχάσει αν δεν ξεπαστρέψει όλη την Σουλιώτικη φάρα.
Έρχεται η στιγμή που 8000 τουρκαλβανοί θα κυκλώσουν την Μονή Σέλτσου μαζί με τον Βελή πασά, γιο του Αλή πασά. Οι μήνες όμως, περνάνε χωρίς να μπορούν να κάνουν κάτι οι λιάπηδες για να εξοντώσουν τους Σουλιώτες.
Κάποιος Γιώργης Κίριος από τα Γιάννενα, δασκαλεμένος από τον Αλή πασά που του είχε τάξει το αρματολίκι της Λάκκας, παριστάνει τον μετανιωμένο και ζήτησε μαζί με τον αδελφό του να πολεμήσει στο πλευρό των Σουλιωτών. Ο Κίτσος Μπότσαρης με την μεγαλοψυχία που τον διέκρινε, τον συγχωρεί και τον βάζει στην φρουρά του μοναστηριού. Αυτός όμως τις νύχτες, έχοντας πάντα στον νου του την προδοσία έστελνε μηνύματα στον Μπεκήρ Τζογαδούρο και του αποκάλυψε ένα μονοπάτι που πάει ίσια στην Μονή.
Στις 15 Απριλίου τα μεσάνυχτα, όπως πριν από κάθε καταιγίδα, έτσι και τότε, η γαλήνια ηρεμία έσπασε με τουφεκίδι και κραυγές τρόμου. Οι λιάπηδες επιτέθηκαν σαν τις ύαινες που περιμένουν να ξεσκίσουν το κουφάρι του ετοιμοθάνατου ζώου. Όμως, οι Σουλιώτες δεν τους έκαναν την χάρη και τους χτύπησαν με ό,τι είχαν.
Αυτό ήταν δεν ξαναείδε κανείς πια ζωντανή την γενναία Σουλιώτισσα, την Λένω την κόρη του Νότη Μπότσαρη μα ούτε και τον λιάπη. Από τότε εκείνο το σημείο της όχθης λέγεται «το πήδημα της Καπετάνισσας». Από όλο αυτόν τον χαμό έμειναν όρθιοι μόνο 80 από τους 1.400 Σουλιώτες και άλλους Έλληνες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι ή σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Για την αυτοθυσία της Λένως γράφτηκαν μετά πολλά δημοτικά τραγούδια, για να θυμίζουν πως μόνη μια κοπέλα 20 χρονών τα έβαλε με την τουρκιά και την «νίκησε».
Рекомендации по теме