filmov
tv
Παραμύθι Η ΣΚΙΑ

Показать описание
Μια φορά και έναν παλιό καιρό
ήταν στον κόσμο ένα πλάσμα που το λέγανε Σκιά.
Ζωντανό υπέροχο με φτερά και βράγχια
φωνή εξαίσια και σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Ένα απόγευμα, αετού φωνή την προσκαλεί
«Σκιαά, εσύ που έχεις βράγχια και κολυμπάς στα πιο άγρια νερά,
σώσε τον γιο μου που πνίγεται στης λίμνης τα νερά!»
Μα αυτή, ασάλευτη έμενε αποσβολωμένη στη σπάνια της ομορφιά.
Και όταν βούτηξε στο νερό, εβγαλε έξω νεκρό το αετόπουλο.
«Δεν είχες ποτέ βράγχια» της είπε ο αετοπατέρας,
«αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Και ο καιρός κυλούσε με τον αντίλαλο των τραγουδιών της Σκιάς να σχίζει δάση και πλαγιές.
Ένα πρωί, ο λύκος που το προηγούμενο βράδυ ούρλιαζαν μαζί ως το φεγγάρι, της φωνάζει από την απέναντι πλαγιά:
«Σκιαά! Εσύ που ’χεις φτερά
σώσε τον γιο μου που κρέμεται
πίσω σου, στον γκρεμό ψηλά!»
Μ’ αυτή ασάλευτη έμενε
στη λίμνη μπροστά,
αποσβολωμένη, στη σπάνια, θλιμμένη της ομορφιά...
σαν είδε το λυκόπουλο να πέφτει άπλωσε τα φτερά της
μ’ αυτά να τον αγκαλιάσει.
Αλλά ο γκρεμός ήταν τόσο ψηλός
που τα φτερά δεν άντεξαν και ξεριζώθηκαν απ' την πλάτη της.
«Δεν είχες ποτέ φτερά!» φώναξε ο λυκοπατέρας,
«αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Κι έτσι έμειναν στην Σκιά η δυνατή φωνή και η σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Γύρισε, λοιπόν, στη γη, εκεί όπου η λίμνη ακουμπάει την ακτή.
Ένα μεσημέρι ελάφια παίζανε μπλέκοντας τα κέρατά τους στα χέρια της, ένα ελάφι της φωνάζει: «Σκιαά βάλε και εσύ λίγη φωνή, που είναι τόσο δυνατή.
Η κόρη μου έχει χαθεί, και στο δάσος βγήκαν κυνηγοί!»
Μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο από τον αντίλαλο της σπάνιας, θλιμμένης της φωνής.
Και όταν ένα βέλος τρύπησε της ελαφοκόρης την καρδιά,
την είδε η Σκιά να πέφτει νεκρή στη γη και έβγαλε τέτοια κραυγή
που η φωνή της ξεριζώθηκε κι απέμεινε βουβή.
Κι έμεινε για πάντα στη σιωπή να ακολουθεί ότι κινείται πάνω στη γη...
Και τόσο πολύ αηδίασε με την σπάνια, θλιμμένη της μορφή που την παράτησε και από τότε, ένα με το χώμα, παίρνει όποια μορφή της δοθεί.
ήταν στον κόσμο ένα πλάσμα που το λέγανε Σκιά.
Ζωντανό υπέροχο με φτερά και βράγχια
φωνή εξαίσια και σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Ένα απόγευμα, αετού φωνή την προσκαλεί
«Σκιαά, εσύ που έχεις βράγχια και κολυμπάς στα πιο άγρια νερά,
σώσε τον γιο μου που πνίγεται στης λίμνης τα νερά!»
Μα αυτή, ασάλευτη έμενε αποσβολωμένη στη σπάνια της ομορφιά.
Και όταν βούτηξε στο νερό, εβγαλε έξω νεκρό το αετόπουλο.
«Δεν είχες ποτέ βράγχια» της είπε ο αετοπατέρας,
«αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Και ο καιρός κυλούσε με τον αντίλαλο των τραγουδιών της Σκιάς να σχίζει δάση και πλαγιές.
Ένα πρωί, ο λύκος που το προηγούμενο βράδυ ούρλιαζαν μαζί ως το φεγγάρι, της φωνάζει από την απέναντι πλαγιά:
«Σκιαά! Εσύ που ’χεις φτερά
σώσε τον γιο μου που κρέμεται
πίσω σου, στον γκρεμό ψηλά!»
Μ’ αυτή ασάλευτη έμενε
στη λίμνη μπροστά,
αποσβολωμένη, στη σπάνια, θλιμμένη της ομορφιά...
σαν είδε το λυκόπουλο να πέφτει άπλωσε τα φτερά της
μ’ αυτά να τον αγκαλιάσει.
Αλλά ο γκρεμός ήταν τόσο ψηλός
που τα φτερά δεν άντεξαν και ξεριζώθηκαν απ' την πλάτη της.
«Δεν είχες ποτέ φτερά!» φώναξε ο λυκοπατέρας,
«αφού αυτά που είχες τον γιο μου δεν μπόρεσαν να σώσουν!»
Κι έτσι έμειναν στην Σκιά η δυνατή φωνή και η σπάνια, θλιμμένη ομορφιά.
Γύρισε, λοιπόν, στη γη, εκεί όπου η λίμνη ακουμπάει την ακτή.
Ένα μεσημέρι ελάφια παίζανε μπλέκοντας τα κέρατά τους στα χέρια της, ένα ελάφι της φωνάζει: «Σκιαά βάλε και εσύ λίγη φωνή, που είναι τόσο δυνατή.
Η κόρη μου έχει χαθεί, και στο δάσος βγήκαν κυνηγοί!»
Μα αυτή δεν άκουγε τίποτα άλλο από τον αντίλαλο της σπάνιας, θλιμμένης της φωνής.
Και όταν ένα βέλος τρύπησε της ελαφοκόρης την καρδιά,
την είδε η Σκιά να πέφτει νεκρή στη γη και έβγαλε τέτοια κραυγή
που η φωνή της ξεριζώθηκε κι απέμεινε βουβή.
Κι έμεινε για πάντα στη σιωπή να ακολουθεί ότι κινείται πάνω στη γη...
Και τόσο πολύ αηδίασε με την σπάνια, θλιμμένη της μορφή που την παράτησε και από τότε, ένα με το χώμα, παίρνει όποια μορφή της δοθεί.