filmov
tv
Εξιστορία

Показать описание
Λεωνίδας Περιφάνης
Αλέξανδρος Κουφαδακης
Δημοσθένης Ξυλαρδιστός
Αλέξανδρος Μακρυδάκης
Στίχοι/Μουσική : Αλέξανδρος Μακρυδάκης
Δεν είναι όλοι οι ήρωες φτιαγμένοι από κουράγιο
ούτε με θέληση άκαμπτη και στόφα από ατσάλι
είναι συχνό φαινόμενο, να τους φορέσαν άλλοι
καθήκον στο κεφαλι τους, αφού το βρήκαν άδειο
ξεκίνησε λοιπόν κι αυτός, ανίδεος και μόνος
από ένα μακρινό νησί μ' ένα κουπί στο ώμο
«Ως όπλο», του είπε ένας τρελός, «για όποιον βρεθεί στο δρόμο
και γίνει εμπόδιο, ευθαρσώς, να σου μασάει το χρόνο».
Τη νύχτα φύλαγε αυστηρώς, με ένα φως φανάρι
τριγύρω έπεφταν κραυγές που μοιαζαν μια απ' τα ίδια
σ' ένα λιβάδι ώριμο, για αρχοντικών παιχνίδια
μα έστεκε ακλόνητο, που λες, το παλικάρι
Τη γνώμη ετούτη, θάρρησε, θα την κρατήσει ατόφια
πως τη σπουδαία θέση του, πιστά θα υπηρετήσει
κι ίσως για την πατρίδα του μια μέρα να κινήσει
εκλπηρωμένου του σκοπού και άλλα τέτοια ψόφια.
Μέχρι που ακόμα μια κραυγή, θεατρικά παιγμένη
τον τράβηξε απ' τον ξύπνιο του για τρεις στιγμές μονάχα
με λάγνα, λόγια λίθινα, πως τον εβλέπει τάχα
τη ζύγωσε και δάγκωσε εκείνη αγριεμένη
κι εκεί που θα χανότανε απ' το άδικο ως το τέλος
ένας αλήτης πέρασε με γλώσσα από ασήμι
ξεγέλασε με αλύχτημα κι ημέρεψε το αγρίμι
που νόμισε πως έψελνε κρυφό κι αρχαίο μέλος.
Ωωωω
Τον άφησε τον κόπο του μια μέρα μεσημέρι
πήρε στον ώμο το κουπί και βάδισε στον οίκο
που κατοικούσαν γίγαντες με δέρματα από λύκο
την πόρτα τους εβρόντηξε και του έσπασε το χερι
Μα όσο αχός μαινόμενος χυμούσε απ' τις πλατείες
κανένας δεν τον άκουσε, κανείς τους δεν τον είδε
τις μοίρες τρεις εκάλεσε, βλασφήμησε κι απείδε
που θέλαν να τον καταπιούν κόντρα στις προφητείες.
Περπάτησε χωλαίνοντας να φτάσει ως το ρέμα
να ξεδιψάσει απ' το νερό που το έχουνε γητέψει
Δύο κόρακες και μια γριά, με μάγια που είχαν κλέψει
όταν το πινουν οι θνητοί, να λησμονούν το ψέμα
ώσπου ο αλήτης βρέθηκε στο διάβα του και πάλι
με μια πληγή να τον σκορπά κι ο αέρας να τον βρέχει
κουλουριασμένος στη γωνιά, μα σιωπηλά να αντέχει
«για τη χαρα σου», ξέπνευσε, «ο πόνος μου χαλάλι».
Αν πας γειρτός
και φοβικός
θα ξεχαστεις
και θα χαθείς
Εκεί λοιπόν ξεχώρισε για λίγο την αλήθεια
κι όσο τη ζύγιζε βαριά, του μπέρδευε το βήμα
προς ένα πέτρινο χωριό, που το 'χανε για κρίμα
να υψώνουν βλέμμα οι σκιεροί και να κοιτάνε ίσια
στο σταυροδρόμι ξύπνησε, τον πρώτο ημεροφάγο
Το άρμα που του έκλεψε, το σέρνανε τσακάλια
αυτός τον καταράστηκε με νύχια και με σάλια
τα δάκτυλά του ράγισε στον ήλιο και τον πάγο.
Μια λέαινα τον πρόλαβε στα πιο πυκνά σκοτάδια
ασκό είχε στα δόντια της, από ξασμένο
στάχυ
με αλχημείας μείγματα, να τον φυλούν στη μάχη
ας τον σκοτώνουν τα πρωινά θα τονε θρέφει βράδια
ξεθάρεψε η ανάσα του, ξεφύσηξε τη στάχτη
να σκαρφαλώσει το βουνό με όπλο το κουπί του
τη λέαινα στη ράχη του, δεξιά απ' την κεφαλή του
να ξεβρακώσει τους θεούς, αφού τους είχε άχτι.
Αν πας ορθός
να πας γερός
κάλλιο οχθρός
παρά δειλός
Αλέξανδρος Κουφαδακης
Δημοσθένης Ξυλαρδιστός
Αλέξανδρος Μακρυδάκης
Στίχοι/Μουσική : Αλέξανδρος Μακρυδάκης
Δεν είναι όλοι οι ήρωες φτιαγμένοι από κουράγιο
ούτε με θέληση άκαμπτη και στόφα από ατσάλι
είναι συχνό φαινόμενο, να τους φορέσαν άλλοι
καθήκον στο κεφαλι τους, αφού το βρήκαν άδειο
ξεκίνησε λοιπόν κι αυτός, ανίδεος και μόνος
από ένα μακρινό νησί μ' ένα κουπί στο ώμο
«Ως όπλο», του είπε ένας τρελός, «για όποιον βρεθεί στο δρόμο
και γίνει εμπόδιο, ευθαρσώς, να σου μασάει το χρόνο».
Τη νύχτα φύλαγε αυστηρώς, με ένα φως φανάρι
τριγύρω έπεφταν κραυγές που μοιαζαν μια απ' τα ίδια
σ' ένα λιβάδι ώριμο, για αρχοντικών παιχνίδια
μα έστεκε ακλόνητο, που λες, το παλικάρι
Τη γνώμη ετούτη, θάρρησε, θα την κρατήσει ατόφια
πως τη σπουδαία θέση του, πιστά θα υπηρετήσει
κι ίσως για την πατρίδα του μια μέρα να κινήσει
εκλπηρωμένου του σκοπού και άλλα τέτοια ψόφια.
Μέχρι που ακόμα μια κραυγή, θεατρικά παιγμένη
τον τράβηξε απ' τον ξύπνιο του για τρεις στιγμές μονάχα
με λάγνα, λόγια λίθινα, πως τον εβλέπει τάχα
τη ζύγωσε και δάγκωσε εκείνη αγριεμένη
κι εκεί που θα χανότανε απ' το άδικο ως το τέλος
ένας αλήτης πέρασε με γλώσσα από ασήμι
ξεγέλασε με αλύχτημα κι ημέρεψε το αγρίμι
που νόμισε πως έψελνε κρυφό κι αρχαίο μέλος.
Ωωωω
Τον άφησε τον κόπο του μια μέρα μεσημέρι
πήρε στον ώμο το κουπί και βάδισε στον οίκο
που κατοικούσαν γίγαντες με δέρματα από λύκο
την πόρτα τους εβρόντηξε και του έσπασε το χερι
Μα όσο αχός μαινόμενος χυμούσε απ' τις πλατείες
κανένας δεν τον άκουσε, κανείς τους δεν τον είδε
τις μοίρες τρεις εκάλεσε, βλασφήμησε κι απείδε
που θέλαν να τον καταπιούν κόντρα στις προφητείες.
Περπάτησε χωλαίνοντας να φτάσει ως το ρέμα
να ξεδιψάσει απ' το νερό που το έχουνε γητέψει
Δύο κόρακες και μια γριά, με μάγια που είχαν κλέψει
όταν το πινουν οι θνητοί, να λησμονούν το ψέμα
ώσπου ο αλήτης βρέθηκε στο διάβα του και πάλι
με μια πληγή να τον σκορπά κι ο αέρας να τον βρέχει
κουλουριασμένος στη γωνιά, μα σιωπηλά να αντέχει
«για τη χαρα σου», ξέπνευσε, «ο πόνος μου χαλάλι».
Αν πας γειρτός
και φοβικός
θα ξεχαστεις
και θα χαθείς
Εκεί λοιπόν ξεχώρισε για λίγο την αλήθεια
κι όσο τη ζύγιζε βαριά, του μπέρδευε το βήμα
προς ένα πέτρινο χωριό, που το 'χανε για κρίμα
να υψώνουν βλέμμα οι σκιεροί και να κοιτάνε ίσια
στο σταυροδρόμι ξύπνησε, τον πρώτο ημεροφάγο
Το άρμα που του έκλεψε, το σέρνανε τσακάλια
αυτός τον καταράστηκε με νύχια και με σάλια
τα δάκτυλά του ράγισε στον ήλιο και τον πάγο.
Μια λέαινα τον πρόλαβε στα πιο πυκνά σκοτάδια
ασκό είχε στα δόντια της, από ξασμένο
στάχυ
με αλχημείας μείγματα, να τον φυλούν στη μάχη
ας τον σκοτώνουν τα πρωινά θα τονε θρέφει βράδια
ξεθάρεψε η ανάσα του, ξεφύσηξε τη στάχτη
να σκαρφαλώσει το βουνό με όπλο το κουπί του
τη λέαινα στη ράχη του, δεξιά απ' την κεφαλή του
να ξεβρακώσει τους θεούς, αφού τους είχε άχτι.
Αν πας ορθός
να πας γερός
κάλλιο οχθρός
παρά δειλός