filmov
tv
Δάφνη Υακίνθου 'Άγια Μητέρα'

Показать описание
Λόγοι Ψυχής – Ποίημα 28ο – Άγια Μητέρα
Τα βλέφαρά μου κλείνουν και το φως μου
μια άλλη πλάση βλέπει επουράνια.
Τα χρώματα θωρώ του άλλου κόσμου,
φαινόμενα περνώ και επιφάνεια.
Σε βρίσκω για αιώνες να προσμένεις,
το βάλσαμό να στάζεις στις πληγές
μιας ζήσης μαγικής και αγιασμένης,
που ρέει απ’ τις ένθεες πηγές.
Σε άνθη μ’ ευωδία σαν το μύρο
που δώσανε οι μάγοι στο Χριστό
στο στήθος σου αφήνομαι να γείρω,
στα μάγια που ’χεις δέσει να πιαστώ.
Στο άχρονο να χάσω νου και γνώση,
τα αίτια να πάψω να ζητάω,
και πάλι η ψυχή μου για να νιώσει
ελεύθερη, στα ύψη σαν πετάω.
Στα μάτια σου οι θόλοι με τ’ αστέρια
χωράνε και απλώνονται ως πέρα.
Τι άφθονα, ανάλαφρα κι αιθέρια
μ’ αγγίζεις, ω θεά, γλυκιά μητέρα!
Ω μούσα και ω μοίρα των θαυμάτων,
σοφία που κατέχεις των συμπάντων,
βασίλισσα πλασμάτων αοράτων,
αγγέλων και δυνάμεων προπάντων,
με ώθησε σ’ εσένα η φιλότης,
ολόφωτα που κάνει τα ερέβη.
Το χρώμα και το σώμα τ’ άυλό της
αισθήματα και ένστικτα μερεύει.
Κι ο έρωτας αγνός, χωρίς κηλίδα,
με ώθησε για χάρη σου στα ύψη.
Του Ύψιστου γλυκιά θεραπαινίδα,
στο φέγγος σου το παν θα ανανήψει.
Και πάλι με στοργή τα δύο σου μάτια
σ’ ετούτο το μικρό κι αγνό παιδί,
που πόνεσε και έγινε κομμάτια,
ας στρέψεις και το βλέμμα σου, ηδύ.
Και πάλι στην καθάρια νέα φύση,
σαν τότε, πριν τη πτώση του στη γη,
στου σκότους που ’χει πέσει να ηχήσει
μιας άρπας συγχορδία, τη σιγή.
Τα βλέφαρά μου κλείνουν και το φως μου
μια άλλη πλάση βλέπει επουράνια.
Τα χρώματα θωρώ του άλλου κόσμου,
φαινόμενα περνώ και επιφάνεια.
Σε βρίσκω για αιώνες να προσμένεις,
το βάλσαμό να στάζεις στις πληγές
μιας ζήσης μαγικής και αγιασμένης,
που ρέει απ’ τις ένθεες πηγές.
Σε άνθη μ’ ευωδία σαν το μύρο
που δώσανε οι μάγοι στο Χριστό
στο στήθος σου αφήνομαι να γείρω,
στα μάγια που ’χεις δέσει να πιαστώ.
Στο άχρονο να χάσω νου και γνώση,
τα αίτια να πάψω να ζητάω,
και πάλι η ψυχή μου για να νιώσει
ελεύθερη, στα ύψη σαν πετάω.
Στα μάτια σου οι θόλοι με τ’ αστέρια
χωράνε και απλώνονται ως πέρα.
Τι άφθονα, ανάλαφρα κι αιθέρια
μ’ αγγίζεις, ω θεά, γλυκιά μητέρα!
Ω μούσα και ω μοίρα των θαυμάτων,
σοφία που κατέχεις των συμπάντων,
βασίλισσα πλασμάτων αοράτων,
αγγέλων και δυνάμεων προπάντων,
με ώθησε σ’ εσένα η φιλότης,
ολόφωτα που κάνει τα ερέβη.
Το χρώμα και το σώμα τ’ άυλό της
αισθήματα και ένστικτα μερεύει.
Κι ο έρωτας αγνός, χωρίς κηλίδα,
με ώθησε για χάρη σου στα ύψη.
Του Ύψιστου γλυκιά θεραπαινίδα,
στο φέγγος σου το παν θα ανανήψει.
Και πάλι με στοργή τα δύο σου μάτια
σ’ ετούτο το μικρό κι αγνό παιδί,
που πόνεσε και έγινε κομμάτια,
ας στρέψεις και το βλέμμα σου, ηδύ.
Και πάλι στην καθάρια νέα φύση,
σαν τότε, πριν τη πτώση του στη γη,
στου σκότους που ’χει πέσει να ηχήσει
μιας άρπας συγχορδία, τη σιγή.