filmov
tv
Ερωτική Υμνωδία 🎵 Μανώλης Κατσούλης🎵 Μουσικη: Hangarian Rhapsody No 2 🎵 TOP 7

Показать описание
222 - ΤΑ ΠΝΕΥΜΑΤΑ ΜΑΣ ΕΒΑΛΑΝ
ΣΕ ΚΥΚΛΟ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ
1
Κουνιόταν στο καθρέφτισμα των άστρων η Αστέρη
μελωδικά πλατσούριζαν μπριλάντια στα μαλλιά της,
έσκαγαν ψάρια χρυσαφιά, βόγκιζε το μαχαίρι,
καθώς θύελλες έρωτα σάρωναν την ποδιά της.
2
Σαν πορτοκάλι ζουμερό που το έχουνε καρφώσει
κι είναι χυμένο σε λευκό παρθενικό σεντόνι,
μ’ αρσενικό τ’ αρσενικά τα έχει φαρμακώσει,
ο ασημένιος της σταυρός που τη διπλοσταυρώνει.
3
Καρδούλα αγαπημένη μου πόσο είσαι μεγάλη,
γεμάτη με γλυκούς καρπούς όπως τα περιβόλια,
περίμενε κάποια στιγμή που θα ξανάρθει πάλι
μαζί με την απανεμιά να γιατρευτείς, η δόλια.
4
Είσαι σαν σύννεφο χλωμό που πάει κι όλο πάει
σε πέρας γαλαζόμορφο και πώς να σε προφτάσω;
Πλανιέσαι και η σκέψη μου αιχμάλωτη ρωτάει:
Σε ποιο βουνό να καρτερώ να μη σε ξαναχάσω;
5
Είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού αφήνει
μια πίκρα που τις πιο καλές στιγμές τις φαρμακώνει,
μα φέρνεις όταν έρχεσαι την πιο γλυκιά γαλήνη,
όταν τα χέρια δένονται ξανά, η χαρά φουντώνει,
6
διώχνεις μακριά τη λογική, το όνειρο αρχίζει
μες στις φλόγες του βραδιού κι ανάβει η ματιά σου,
η ευτυχία αιώνιο λουλούδι ξανανθίζει
και διαλαλεί τη μυρωδιά το γλυκοάρωμά σου.
7
Και σ’ αγαπώ σαν άφθαρτη πολύχρωμη σημαία,
σαν τον αέρα λευτεριάς, ειρήνης σαν σημάδι,
σαν πανανθρώπινη ευχή, σαν μεγαλοϊδέα,
σαν φως που επικράτησε στο πιο φρικτό σκοτάδι.
8
Τώρα, ο νους μου πέταξε στου ονείρου τα πλάτη,
το σήμερα αγάπησα το χτες μου δε χαρίζω,
αν θα σε χάσω χάθηκα σ’ άπειρο μονοπάτι,
σαν αετός φτερούγισα και δεν ξαναβαδίζω.
9
Πόσο γλυκιά είναι η ζωή κι ας μ’ έχει τελειώσει,
η φοβερή αρρώστια μου, στα στήθη που βαραίνει
κι όλη τη γλύκα της, εσύ μου έχεις φανερώσει.
Αν θα σε χάσω, σκέψου, τι άλλο μ’ απομένει;
10
Αν τα ξανθά μαλλάκια σου, δε μου φεγγοβολάνε;
Τα φλογισμένα χείλη σου, δε σμίξουν στα δικά μου;
Τα άφθονα γελάκια σου, αν δεν πετροβολάνε;
Με ποια μοναδική φωτιά θα σβήσω τη φωτιά μου;
11
Αν σ’ αγαπώ, αγάπησα και ό,τι σ’ αγγίζει.
Κι αν τη φωλιά μας δεν μπορώ να γκρεμίσω.
Είναι που θέλημα Θεού είσαι και με φωτίζει.
Λόγος Του είσαι κι άλλος, δεν υπάρχει να ζήσω.
12
Θέλω να ζήσω πιο πολύ, για χάρη των ματιών σου.
Θέλω δυο χέρια δυνατά και μια φωνή νερένια.
Για σένα και το φωτεινό άσπιλο πρόσωπό σου,
θα κτίσω το παλάτι μας, μεταξοβελουδένια.
13
Μες σ’ αστεριών σπηλιά και σε θαλάσσια βάθη,
θρόνο σου φτιάχνω μ’ έβενο και φως, απ’ το Φεγγάρι,
πέτρες πολύτιμες, κι αν θες, Θεέ μου τι έχω πάθει
δροσιά, σβελτάδα, ομορφιά, των Νηρηίδων χάρη;
14
Χόρεψέ μου, Ενάερη, Γλαύκη, Κυμό, Γαλάτεια,
σ’ αφρισμένα κύματα, Θέτιδα κτίσε πάλι
τον Αχιλλέα άτρωτο και κάνε τους κομμάτια,
αίνιγμα Κυμοθόη μου, Νηρέα μου χαμάλη.
15
Σαν Αμφιτρίτη, δώστε του, Ποσειδωνία χάρη,
την τρίαινα πεντάμορφη, μ’ αυτή θα καμακώσει,
ό,τι προβάλλει άγνωστο, ό,τι του έχεις πάρει,
ό,τι του κρύβουν οι ουρανοί και θα στο ξεπληρώσει.
16
Θέλω να γίνει σαν Θεός, κύματα να δαμάσει,
κουβαλητής του ΗΛΙΟΥ σου, σε Ωκεάνια βάθη,
σαν Ηρακλής να καρτερεί, με σ’ εσένα να χορτάσει,
πρώτη και ομορφούλα μου, των Εσπερίδων άνθη.
17
Μες στης λίμνης τα νερά παρακαλώ μαζί του,
τ’ ονείρου το απέλπιδο βότανο να μας φέρει
και μάγισσες για γιάτρισες της άδικης πληγής του
και λευτεριάς φεγγοβολή, θεόσταλτο αγέρι.
18
Δένεται η αγάπη μας, όταν φυσομανάει,
γίνεται δένδρο καρπερό, ατράνταχτο κι απλώνει.
Ας τον αέρα να φυσά. Ας τον και να βογκάει.
Κάνει το δένδρο μ’ αντοχή, με σιγουριά το ζώνει.
19
Νυφούλα να με δέσουνε, παρθένα τα προικιά μου.
Στεφάνι με μεταξωτά διάφανα καπρίτσια.
Αηδόνια να ψυχορραγούν στην κεντητή ποδιά μου.
Γεννόβολα να στήσουνε τα όμορφα κορίτσια.
20
Και παπαρούνες σταυρωτές κι ανεμιστό γρασίδι.
Κουρτίνες και νανούρισμα και μαραμένα φύλλα.
Ήλιε μου, που ανέτειλες σ’ εκείνο το ταξίδι,
πίσω απ’ το μονοξείδιο και μες στη φαρμακίλα.
21
Φουρτούνες, μαύρα άλογα, κόλλυβα και καντήλια.
Κλάματα, πέτρινοι σταυροί, κεριά και ξενυχτάμε.
Μαύρη σημαία στην αυλή και πένθιμα μαντήλια.
Περίμενε σταυραετέ, ξανά μαζί σου θα ’μαι.
22
Ματιές και λίγο ταραχή, φτιασίδια συνοδειά σου.
Κεράσματα, κοκκίνισμα και ξεγνοιασιά, θυμήσου.
Γαρδένιες, περιττά μαλλιά, με φέρανε κοντά σου,
κι έγινα ζωντανός αυλός για τη γλυκιά φωνή σου.
23
Κουνήματα του Φεγγαριού, διπλοσκιές και αύρες,
φαντάσματα ουρλιάζουνε, κρυψώνα της τιμής μου.
Εικόνες που σκουριάζουνε, ποτέ δεν τις ξανάβρες,
πλεξούδα τριανταφυλλί, χτένα της κεφαλής μου.
24
Είσαι της λίμνης νούφαρο που νυχτανθοβολάει.
Βαρκούλα στην αστροφεγγιά και φάρος που φωτίζει.
Μες στη σιωπή το γέλιο σου, χαρά πετροβολάει.
Στη λύτρωση της ξεγνοιασιάς με πάει, δε με γυρίζει.
25
Κι αγαπώ τον τρόπο που ξέρεις ν’ αγκαλιάζεις.
Μοσχοβολά η Άνοιξη. Τοκ, τοκ, ψιλή βροχούλα.
Χίλια σημάδια κάνε μου και μην τα λογαριάζεις.
Κόκκινα χείλη στον λαιμό, γραμμούλες στη ραχούλα.
26
Λευκό το μεσοφόρι σου, χνουδάτο και φλογίζει
και ζουμερά τα πέτρινα που χτυποκελαηδάνε
ή ερωτοχτυπήθηκα και τέλος με αγγίζει
κι όλου του κόσμου τα νερά να σβήσουν μου ζητάνε;
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Στον Αστερισμό του Κύκνου
Μανώλης Κατσούλης
ΣΕ ΚΥΚΛΟ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ
1
Κουνιόταν στο καθρέφτισμα των άστρων η Αστέρη
μελωδικά πλατσούριζαν μπριλάντια στα μαλλιά της,
έσκαγαν ψάρια χρυσαφιά, βόγκιζε το μαχαίρι,
καθώς θύελλες έρωτα σάρωναν την ποδιά της.
2
Σαν πορτοκάλι ζουμερό που το έχουνε καρφώσει
κι είναι χυμένο σε λευκό παρθενικό σεντόνι,
μ’ αρσενικό τ’ αρσενικά τα έχει φαρμακώσει,
ο ασημένιος της σταυρός που τη διπλοσταυρώνει.
3
Καρδούλα αγαπημένη μου πόσο είσαι μεγάλη,
γεμάτη με γλυκούς καρπούς όπως τα περιβόλια,
περίμενε κάποια στιγμή που θα ξανάρθει πάλι
μαζί με την απανεμιά να γιατρευτείς, η δόλια.
4
Είσαι σαν σύννεφο χλωμό που πάει κι όλο πάει
σε πέρας γαλαζόμορφο και πώς να σε προφτάσω;
Πλανιέσαι και η σκέψη μου αιχμάλωτη ρωτάει:
Σε ποιο βουνό να καρτερώ να μη σε ξαναχάσω;
5
Είναι μεγάλος ο καημός του χωρισμού αφήνει
μια πίκρα που τις πιο καλές στιγμές τις φαρμακώνει,
μα φέρνεις όταν έρχεσαι την πιο γλυκιά γαλήνη,
όταν τα χέρια δένονται ξανά, η χαρά φουντώνει,
6
διώχνεις μακριά τη λογική, το όνειρο αρχίζει
μες στις φλόγες του βραδιού κι ανάβει η ματιά σου,
η ευτυχία αιώνιο λουλούδι ξανανθίζει
και διαλαλεί τη μυρωδιά το γλυκοάρωμά σου.
7
Και σ’ αγαπώ σαν άφθαρτη πολύχρωμη σημαία,
σαν τον αέρα λευτεριάς, ειρήνης σαν σημάδι,
σαν πανανθρώπινη ευχή, σαν μεγαλοϊδέα,
σαν φως που επικράτησε στο πιο φρικτό σκοτάδι.
8
Τώρα, ο νους μου πέταξε στου ονείρου τα πλάτη,
το σήμερα αγάπησα το χτες μου δε χαρίζω,
αν θα σε χάσω χάθηκα σ’ άπειρο μονοπάτι,
σαν αετός φτερούγισα και δεν ξαναβαδίζω.
9
Πόσο γλυκιά είναι η ζωή κι ας μ’ έχει τελειώσει,
η φοβερή αρρώστια μου, στα στήθη που βαραίνει
κι όλη τη γλύκα της, εσύ μου έχεις φανερώσει.
Αν θα σε χάσω, σκέψου, τι άλλο μ’ απομένει;
10
Αν τα ξανθά μαλλάκια σου, δε μου φεγγοβολάνε;
Τα φλογισμένα χείλη σου, δε σμίξουν στα δικά μου;
Τα άφθονα γελάκια σου, αν δεν πετροβολάνε;
Με ποια μοναδική φωτιά θα σβήσω τη φωτιά μου;
11
Αν σ’ αγαπώ, αγάπησα και ό,τι σ’ αγγίζει.
Κι αν τη φωλιά μας δεν μπορώ να γκρεμίσω.
Είναι που θέλημα Θεού είσαι και με φωτίζει.
Λόγος Του είσαι κι άλλος, δεν υπάρχει να ζήσω.
12
Θέλω να ζήσω πιο πολύ, για χάρη των ματιών σου.
Θέλω δυο χέρια δυνατά και μια φωνή νερένια.
Για σένα και το φωτεινό άσπιλο πρόσωπό σου,
θα κτίσω το παλάτι μας, μεταξοβελουδένια.
13
Μες σ’ αστεριών σπηλιά και σε θαλάσσια βάθη,
θρόνο σου φτιάχνω μ’ έβενο και φως, απ’ το Φεγγάρι,
πέτρες πολύτιμες, κι αν θες, Θεέ μου τι έχω πάθει
δροσιά, σβελτάδα, ομορφιά, των Νηρηίδων χάρη;
14
Χόρεψέ μου, Ενάερη, Γλαύκη, Κυμό, Γαλάτεια,
σ’ αφρισμένα κύματα, Θέτιδα κτίσε πάλι
τον Αχιλλέα άτρωτο και κάνε τους κομμάτια,
αίνιγμα Κυμοθόη μου, Νηρέα μου χαμάλη.
15
Σαν Αμφιτρίτη, δώστε του, Ποσειδωνία χάρη,
την τρίαινα πεντάμορφη, μ’ αυτή θα καμακώσει,
ό,τι προβάλλει άγνωστο, ό,τι του έχεις πάρει,
ό,τι του κρύβουν οι ουρανοί και θα στο ξεπληρώσει.
16
Θέλω να γίνει σαν Θεός, κύματα να δαμάσει,
κουβαλητής του ΗΛΙΟΥ σου, σε Ωκεάνια βάθη,
σαν Ηρακλής να καρτερεί, με σ’ εσένα να χορτάσει,
πρώτη και ομορφούλα μου, των Εσπερίδων άνθη.
17
Μες στης λίμνης τα νερά παρακαλώ μαζί του,
τ’ ονείρου το απέλπιδο βότανο να μας φέρει
και μάγισσες για γιάτρισες της άδικης πληγής του
και λευτεριάς φεγγοβολή, θεόσταλτο αγέρι.
18
Δένεται η αγάπη μας, όταν φυσομανάει,
γίνεται δένδρο καρπερό, ατράνταχτο κι απλώνει.
Ας τον αέρα να φυσά. Ας τον και να βογκάει.
Κάνει το δένδρο μ’ αντοχή, με σιγουριά το ζώνει.
19
Νυφούλα να με δέσουνε, παρθένα τα προικιά μου.
Στεφάνι με μεταξωτά διάφανα καπρίτσια.
Αηδόνια να ψυχορραγούν στην κεντητή ποδιά μου.
Γεννόβολα να στήσουνε τα όμορφα κορίτσια.
20
Και παπαρούνες σταυρωτές κι ανεμιστό γρασίδι.
Κουρτίνες και νανούρισμα και μαραμένα φύλλα.
Ήλιε μου, που ανέτειλες σ’ εκείνο το ταξίδι,
πίσω απ’ το μονοξείδιο και μες στη φαρμακίλα.
21
Φουρτούνες, μαύρα άλογα, κόλλυβα και καντήλια.
Κλάματα, πέτρινοι σταυροί, κεριά και ξενυχτάμε.
Μαύρη σημαία στην αυλή και πένθιμα μαντήλια.
Περίμενε σταυραετέ, ξανά μαζί σου θα ’μαι.
22
Ματιές και λίγο ταραχή, φτιασίδια συνοδειά σου.
Κεράσματα, κοκκίνισμα και ξεγνοιασιά, θυμήσου.
Γαρδένιες, περιττά μαλλιά, με φέρανε κοντά σου,
κι έγινα ζωντανός αυλός για τη γλυκιά φωνή σου.
23
Κουνήματα του Φεγγαριού, διπλοσκιές και αύρες,
φαντάσματα ουρλιάζουνε, κρυψώνα της τιμής μου.
Εικόνες που σκουριάζουνε, ποτέ δεν τις ξανάβρες,
πλεξούδα τριανταφυλλί, χτένα της κεφαλής μου.
24
Είσαι της λίμνης νούφαρο που νυχτανθοβολάει.
Βαρκούλα στην αστροφεγγιά και φάρος που φωτίζει.
Μες στη σιωπή το γέλιο σου, χαρά πετροβολάει.
Στη λύτρωση της ξεγνοιασιάς με πάει, δε με γυρίζει.
25
Κι αγαπώ τον τρόπο που ξέρεις ν’ αγκαλιάζεις.
Μοσχοβολά η Άνοιξη. Τοκ, τοκ, ψιλή βροχούλα.
Χίλια σημάδια κάνε μου και μην τα λογαριάζεις.
Κόκκινα χείλη στον λαιμό, γραμμούλες στη ραχούλα.
26
Λευκό το μεσοφόρι σου, χνουδάτο και φλογίζει
και ζουμερά τα πέτρινα που χτυποκελαηδάνε
ή ερωτοχτυπήθηκα και τέλος με αγγίζει
κι όλου του κόσμου τα νερά να σβήσουν μου ζητάνε;
ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Στον Αστερισμό του Κύκνου
Μανώλης Κατσούλης