filmov
tv
Απαγγελία & Νερωμένο Κρασί - Θάνος Ανεστόπουλος (Live Αέρας)

Показать описание
Να σέρνονται μέσα από τους νέγρικους δρόμος την αυγή γυρεύοντας μία φλογισμένη δώση. Hipsters αγκιλοκέφαλοι που καίγονταν για τον αρχαίο επουράνιο δεσμό με το αστρικό δυναμό στη μηχανή της νύχτας. Φτωχοί και κουρελούδες με βαθουλωμένα μάτια. Πού φτιαγμένοι ξενυχτούσαν καπνίζοντας το υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων διαμερισμάτων. Αρμενίζοντας πάνω από τις κορυφές των πόλεων αφοσιωμένοι στην τζαζ. Που άνοιγαν με το μυαλό τους τα ουράνια. κάτω από τον εναέριο σιδηρόδρομο. και βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας φωτισμένοι σε ταράτσες λαϊκών πολυκατοικιών. Που πέρασαν τα πανεπιστήμια με μάτια ανοιχτά και ακτινοβόλα με παραισθήσεις του Αρκανσον και οράματα τραγωδιών. Με φως του blake ανάμεσα στους μανδαρίνους του πολέμου. Που αποβλήθηκαν από τις ακαδημίες γιατί ήσαν λέει τρελοί. Και ξέφυγαν άσεμνες ορμές στα παράθυρα της νεκροκεφαλής.
Ό,τι κι αν είχε το `χασε: γυναίκα, βιος, παιδιά του,
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά…»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»
Ό,τι κι αν είχε το `χασε: γυναίκα, βιος, παιδιά του,
τίποτε δεν τ’ απόμεινε στερνή παρηγοριά.
Πέταξ’ η έννοια από το νου κι η ελπίδα απ’ την καρδιά του
κι η υπομονή εμαρμάρωσε στα στήθη του βαριά.
Όπως τα λείψανα περνούν, περνάει αργά ο καιρός του
και ζη, δίχως ο δύστυχος να ξέρη το γιατί.
Μες στην ταβέρνα ολημερίς με το ποτήρι εμπρός του
του κάκου εκεί κι ανώφελα τη λησμονιά ζητεί.
«Καταραμένε κάπελα και κλέφτη ταβερνιάρη,
τι το νερώνεις το κρασί, και πίνω απ’ το ξανθό,
και πίνω κι απ’ το κόκκινο κι από το γιοματάρι
κι απ’ το σώσμα το τραχύ, πίνω και δε μεθώ;
Δεν ήρθα για ξεφάντωμα μήτε για πανηγύρι,
ήρθα να βρω τη λησμονιά στο θάνατο κοντά…»
Κι ο κάπελας, γεμίζοντας και πάλι το ποτήρι,
με θλιβερό περίγελο στα λόγια του απαντά:
«Τι φταίω εγώ αν τα δάκρυα, που απελπισμένος χύνεις,
πέφτουν μες στο ποτήρι σου, σταλαγματιές θολές,
και το νερώνουν το κρασί κι αδύνατο το πίνεις;
Τι φταίω εγώ κι αν δε μεθάς, τι φταίω εγώ κι αν κλαις;»