filmov
tv
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΓΚΟΣ 'ΜΠΑΓΙΑΝΤΕΡΑΣ' - ΣΑΝ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ (Αυθεντικές ηχογραφήσεις)

Показать описание
Δημήτρης Γκόγκος.
Σπουδαίος ρεμπέτης, γνωστός και ως «Μπαγιαντέρας». Γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριάκειο, στον Πειραιά, και ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του Γιάννη Γκόγκου υπαξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο, και της Αγγελικής από την Ύδρα.
Από μικρός ακολούθησε το δρόμο των γραμμάτων και σπούδασε ηλεκτρολόγος. Δεν άσκησε, όμως, ποτέ το επάγγελμα, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του και της ενασχόλησής του με την ελευθέρα πάλη.
Με τη μουσική καταπιάστηκε από μικρός. Έως το 1920 έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα, μετά βιολί και από το 1924 άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το μπουζούκι το γνώρισε στη φυλακή, όταν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στο ναυτικό καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών, γιατί τροφοδοτούσε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες.
Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε απέκτησε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας.
Λίγο πριν από τη δεκαετία του '30 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια, όπου σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού. Έτσι απέκτησε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου. Πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης και ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 ύμνησε τον αντιστασιακό αγώνα κατά των κατακτητών γράφοντας πολεμικά ρεμπέτικα τραγούδια όπως, «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» και «Στης Πίνδου τα βουνά». Ανάμεσά τους και τραγούδια για την Κατοχή και την Εθνική μας Αντίσταση, με κορυφαίο όλων το «Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα»
Τον Απρίλιο του 1941 τυφλώθηκε από γλαύκωμα και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε. Από τότε θα παραμείνει τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Φίλοι και συνεργάτες άρχισαν να τον περιφρονούν κι εκείνος έκανε το παν για να τους αποδείξει την αξία του.
Εντάσσεται από τους πρώτους στην Αντίσταση (οργανώνεται στο ΕΑΜ) και δίνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει καλά. Με το τραγούδι του θα εμψυχώνει και θα ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου».
Ο Μπαγιαντέρας εκτός από αντάρτικα τραγούδια έγραψε επίσης ποιήματα για να απαγγέλλονται (δεν τα μελοποίησε) γιατί όπως πίστευε κι ο ίδιος «η ποίηση έχει μέσα της το δικό της ρυθμό και τη δική της μελωδία».
Τα χρόνια της Κατοχής είναι πιο δύσκολα για τον τυφλό Μπαγιαντέρα. Για να επιζήσει γυρίζει στα συσσίτια και τραγουδάει στα καφενεία και στα παλιά πειραιώτικα στέκια του τα ρεμπέτικα τραγούδια του που γνωρίζει και αγαπά ο κόσμος που τον βοηθά, αλλά και τα αντάρτικα κι άλλα επαναστατικά της εποχής. Αποτέλεσμα να συλληφθεί και κακοποιηθεί πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Σποραδικά θα δουλέψει και σε κάποια μικρά μαγαζιά.
Μετά την Κατοχή εξακολουθεί να περνάει δύσκολες στιγμές, ζώντας ξεχασμένος από τους περισσότερους συναδέλφους του κι από όσους έβγαλαν λεφτά από τα τραγούδια του, μα όχι από τον απλό κόσμο, τον εργατόκοσμο των συνοικιών που τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε με ζεστασιά. Θα ζήσει πολύ φτωχικά με την οικογένειά του, στην Καλλιθέα, και θα γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στα χέρια, έχοντας δίπλα του την μικρή Έλλη, την κόρη του, που από παιδί γίνεται τα μάτια και το στήριγμά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα.
Τη Δευτέρα, 18 του Νοέμβρη 1985, ο μεγάλος Μπαγιαντέρας «σχόλασε» και κατέβηκε για πάντα από το ρεμπέτικο πάλκο, μα όχι κι απ’ το «πάλκο» της μνήμης και της καρδιάς μας. Η φυσική του απουσία δεν μπόρεσε να τον σβήσει από τη μνήμη και τις καρδιές όσων τον «συνάντησαν» στα τραγούδια του – σταυροδρόμια όπου αντάμωναν η ευαισθησία, το ταλέντο, η καλοσύνη, τα ιδανικά και συνολικά η αγωνιστική στάση ζωής του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα.
"Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Κι εγώ στο πάλκο με τον Μπαγιαντέρα πρωτανέβηκα…Του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά, ένα κι ένα, πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Καλός συνθέτης ο Μπαγιαντέρας και καλός μάγκας. Φίλος μου, δούλεψα μαζί του. Ήταν επαναστάτης, ανάποδος αλλά καλό παιδί. Είναι τυφλός από την Κατοχή, δεν ξέρω πώς, αυτά είναι δικά του, εντελώς δικά του, ήταν όμως δυνατό παιδί και μπράβο του". Γιάννης Παπαϊωάννου
Έγραψε περίπου εβδομήντα από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα τραγούδια, πολλά από τα οποία άντεξαν στη μάχη με το χρόνο, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, να συντροφεύουν τις χαρούμενες και τις δύσκολες ανθρώπινες στιγμές και τις παρέες, όπως τα «Χατζηκυριάκειο» , «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Καπνουλού», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μαναβάκι», «Ξεκινά μια ψαροπούλα» κ.ά.
Πηγή Πληροφοριών: BΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, Αποσπάσματα κειμένου στην ΚΑΤΙΟΥΣΑ
Σπουδαίος ρεμπέτης, γνωστός και ως «Μπαγιαντέρας». Γεννήθηκε το 1903 στο Χατζηκυριάκειο, στον Πειραιά, και ήταν το τελευταίο από τα 22 παιδιά του Γιάννη Γκόγκου υπαξιωματικού του Βασιλικού Ναυτικού από τον Πόρο, και της Αγγελικής από την Ύδρα.
Από μικρός ακολούθησε το δρόμο των γραμμάτων και σπούδασε ηλεκτρολόγος. Δεν άσκησε, όμως, ποτέ το επάγγελμα, λόγω του ατίθασου χαρακτήρα του και της ενασχόλησής του με την ελευθέρα πάλη.
Με τη μουσική καταπιάστηκε από μικρός. Έως το 1920 έπαιζε μαντολίνο και κιθάρα, μετά βιολί και από το 1924 άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι και μπαγλαμά. Το μπουζούκι το γνώρισε στη φυλακή, όταν κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας στο ναυτικό καταδικάστηκε σε κάθειρξη 6 ετών, γιατί τροφοδοτούσε με εκρηκτικά φίλους του ψαράδες.
Το 1925 διασκεύασε την ιταλική οπερέτα «Μπαγιαντέρα», του Έριχ Κάλμαν, για λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκι και μαντολίνο. Από τότε απέκτησε το παρατσούκλι Μπαγιαντέρας.
Λίγο πριν από τη δεκαετία του '30 άρχισε να τριγυρνάει στα Πειραιώτικα στέκια, όπου σύχναζε ο εργατόκοσμος του λιμανιού. Έτσι απέκτησε στενή σχέση με τους πρωτεργάτες του ρεμπέτικου, κυρίως τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Γιώργο Μπάτη. Το 1937 ηχογράφησε τον πρώτο του δίσκο στην Columbia με τίτλο «οι Καπνεργάτριες», με το τραγούδι «η καπνουλού» αφιερωμένο στη σύντροφο της ζωής του, καπνεργάτρια και στιχουργό Δέσποινα Αραμπατζόγλου. Πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης και ως στρατιώτης στον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940-41 ύμνησε τον αντιστασιακό αγώνα κατά των κατακτητών γράφοντας πολεμικά ρεμπέτικα τραγούδια όπως, «Τους Κενταύρους δε φοβάμαι» και «Στης Πίνδου τα βουνά». Ανάμεσά τους και τραγούδια για την Κατοχή και την Εθνική μας Αντίσταση, με κορυφαίο όλων το «Φόρεσε αντάρτη τ’ άρματα»
Τον Απρίλιο του 1941 τυφλώθηκε από γλαύκωμα και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε. Από τότε θα παραμείνει τυφλός ως το τέλος της ζωής του. Φίλοι και συνεργάτες άρχισαν να τον περιφρονούν κι εκείνος έκανε το παν για να τους αποδείξει την αξία του.
Εντάσσεται από τους πρώτους στην Αντίσταση (οργανώνεται στο ΕΑΜ) και δίνεται μ’ όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτό που μπορεί και ξέρει να κάνει καλά. Με το τραγούδι του θα εμψυχώνει και θα ενθαρρύνει τους αγωνιστές, υπηρετώντας τη λευτεριά για την οποία έλεγε ότι «είναι πολυτιμότερη κι απ’ το φως των ματιών μου».
Ο Μπαγιαντέρας εκτός από αντάρτικα τραγούδια έγραψε επίσης ποιήματα για να απαγγέλλονται (δεν τα μελοποίησε) γιατί όπως πίστευε κι ο ίδιος «η ποίηση έχει μέσα της το δικό της ρυθμό και τη δική της μελωδία».
Τα χρόνια της Κατοχής είναι πιο δύσκολα για τον τυφλό Μπαγιαντέρα. Για να επιζήσει γυρίζει στα συσσίτια και τραγουδάει στα καφενεία και στα παλιά πειραιώτικα στέκια του τα ρεμπέτικα τραγούδια του που γνωρίζει και αγαπά ο κόσμος που τον βοηθά, αλλά και τα αντάρτικα κι άλλα επαναστατικά της εποχής. Αποτέλεσμα να συλληφθεί και κακοποιηθεί πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες συνεργάτες τους. Σποραδικά θα δουλέψει και σε κάποια μικρά μαγαζιά.
Μετά την Κατοχή εξακολουθεί να περνάει δύσκολες στιγμές, ζώντας ξεχασμένος από τους περισσότερους συναδέλφους του κι από όσους έβγαλαν λεφτά από τα τραγούδια του, μα όχι από τον απλό κόσμο, τον εργατόκοσμο των συνοικιών που τον αγαπούσε και τον αντιμετώπιζε με ζεστασιά. Θα ζήσει πολύ φτωχικά με την οικογένειά του, στην Καλλιθέα, και θα γυρίζει από ταβέρνα σε ταβέρνα με το μπουζούκι στα χέρια, έχοντας δίπλα του την μικρή Έλλη, την κόρη του, που από παιδί γίνεται τα μάτια και το στήριγμά του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του απομονώθηκε στο σπίτι του στον Άγιο Ιερόθεο, συντροφιά με τη σύζυγό του Δέσποινα.
Τη Δευτέρα, 18 του Νοέμβρη 1985, ο μεγάλος Μπαγιαντέρας «σχόλασε» και κατέβηκε για πάντα από το ρεμπέτικο πάλκο, μα όχι κι απ’ το «πάλκο» της μνήμης και της καρδιάς μας. Η φυσική του απουσία δεν μπόρεσε να τον σβήσει από τη μνήμη και τις καρδιές όσων τον «συνάντησαν» στα τραγούδια του – σταυροδρόμια όπου αντάμωναν η ευαισθησία, το ταλέντο, η καλοσύνη, τα ιδανικά και συνολικά η αγωνιστική στάση ζωής του Δημήτρη Γκόγκου – Μπαγιαντέρα.
"Τον Χιώτη τον ξεκίνησε ο Μπαγιαντέρας. Κι εγώ στο πάλκο με τον Μπαγιαντέρα πρωτανέβηκα…Του Μπαγιαντέρα τα τραγούδια είναι διαλεχτά, ένα κι ένα, πολύ ωραία, όλο αρμονίες. Καλός συνθέτης ο Μπαγιαντέρας και καλός μάγκας. Φίλος μου, δούλεψα μαζί του. Ήταν επαναστάτης, ανάποδος αλλά καλό παιδί. Είναι τυφλός από την Κατοχή, δεν ξέρω πώς, αυτά είναι δικά του, εντελώς δικά του, ήταν όμως δυνατό παιδί και μπράβο του". Γιάννης Παπαϊωάννου
Έγραψε περίπου εβδομήντα από τα ωραιότερα και μελωδικότερα ρεμπέτικα τραγούδια, πολλά από τα οποία άντεξαν στη μάχη με το χρόνο, συνεχίζουν να εμπνέουν και να συγκινούν, να συντροφεύουν τις χαρούμενες και τις δύσκολες ανθρώπινες στιγμές και τις παρέες, όπως τα «Χατζηκυριάκειο» , «Μέσα στης ζωής τα μονοπάτια», «Καπνουλού», «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει», «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη», «Μαναβάκι», «Ξεκινά μια ψαροπούλα» κ.ά.
Πηγή Πληροφοριών: BΙΟΓΡΑΦΙΕΣ, Αποσπάσματα κειμένου στην ΚΑΤΙΟΥΣΑ
Комментарии