filmov
tv
Κική Δημουλά - Οι πικροδάφνες

Показать описание
Από το Cd "Στην αγκαλιά της άκρης" / Ποίηση της Κικής Δημουλά με μουσική του Θάνου Μικρούτσικου.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
(από την ποιητική συλλογή, "Tο λίγο του κόσμου", 1971)
Εδώ δέν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα ονόματα που πέρασαν
μ’ έναν καημό διάρκειας.
Στα πιο πολλά
η ενωτική γραμμή αναμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.
Φυσάνε όρκοι πίσω απο τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά αγνοούν:
κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;
Αλλά έδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.
-----------------------------------------------------------------------------------------------
(από την ποιητική συλλογή, "Tο λίγο του κόσμου", 1971)
Εδώ δέν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Το βήμα σου δεν βρίσκεται γραμμένο
σε κανένα μικρό ανηφοράκι
κι ούτε στις πράες κατηφοριές
ακούγεται το γέλιο της βιασύνης σου.
Γραμμένος δεν είσαι
ούτε και στα χλωρά ερωτολόγια:
στα σαρκώδη φύλλα των κάκτων.
Γεμάτα μικρές μαχαιριές ονομάτων
που δεν πάνε σε βάθος
κι εύκολα κλείνουν,
Έλση - Δημήτρης
και βέλος.
Κι άλλα ονόματα που πέρασαν
μ’ έναν καημό διάρκειας.
Στα πιο πολλά
η ενωτική γραμμή αναμεσά τους
έθρεψε κιόλας, έσβησε.
Κι αποσυνδέθηκε το κάποτε.
Φυσάνε όρκοι πίσω απο τους θάμνους
και κυλάνε πέτρες.
Έρωτες που ανεβαίνουν,
έρωτες που γλιστράνε.
Το απόγευμα αισθάνεται
μια μυροβόλο απάθεια
κι ό,τι είναι λύπη
μοιάζει με ησυχασμό φυλλώματος.
Των αρωμάτων τα σώματα
βαριά ανοιγοκλείνουν τα φτερά τους,
βαρετά αγνοούν:
κανένα δεν μυρίζει εξαφάνιση.
Πού είσαι;
Κάτι πικραίνει πιο πολύ κι απ’ τ’ όνομά τους
τις πικροδάφνες.
Πού είσαι;
Αλλά έδώ δεν ήρθαμε ποτέ.
Ο λόφος δε σε ξέρει.
Λοιπόν σώζομαι από συσχετίσεις.
Κι έτσι μπορώ να σταθώ
στο ύψος μιας ρεμβαστικής ουδετερότητας
για ν’ απολαύσω ανενόχλητα
αυτό το κάθαρμα τη δύση.