Η ΑΠΟΛΥΤΗ ΑΧΡΗΣΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΠΡΕΛΑΣ ΣΤΗ ΒΡΟΧΗ

preview_player
Показать описание
-Χιονίζει κι εγώ είμαι με κόκκινη λουστρίν ανοιχτή γόβα
στα πεζοδρόμια της Υμηττού.
Δεν υπάρχεις πια για να με δείς,
έχεις γυρίσει στις θάλασσες που έφτιαχνες το χειμώνα,
σχεδόν χάθηκες.
-Βρέχει... κι εγώ σε ψάχνω στα κλειστά σπίτια,
εξετάζοντας τα άθλια κουμπιά των κουδουνιών.
Δρόμο δρόμο πάσχισα να σε βρώ.
-Δεν ήμουν εγώ η Αντιγόνη,
δεν φόρεσα ποτέ κόκκινα,
δεν ήξερα για της φωτιές.
-Ρώτησα για σένα παντού,
σε γνώριζαν όλοι, μα δεν ήξεραν που είσαι.
-Έμαθα για σένα τα πάντα
μα δε σ΄ήξερε κανείς.
-Άρχισα τη ζωή μου απ την αρχή
μόνο και μόνο για να κρατήσω μια στιγμή
που
σκόπευε να πεθάνει.
-Δε σε θυμάμαι πιά ,εσένα που κοίταζες
απ το απέναντι πεζοδρόμιο τις μέρες της μεγάλης αιχμής
που περπατούσαν πάνω κάτω οι άσκοποι νευρικοί θαμώνες
του δρόμου.
-Ουτ΄εγώ σε θυμάμαι..
τώρα ξέρω οτι
δεν υπήρχε τίποτα σ αυτή τη γωνία της πόλης
έξω απ αυτό που ήθελες να είσαι,
αυτό που δεν μπορούσε να φανεί
Рекомендации по теме