filmov
tv
Στεφανινά - ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

Показать описание
Στεφανινά - ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ
Λευκά βότσαλα που στάθηκαν στην κατηφοριά εδώ και αιώνες, σπιτάκια και πέτρινες μάντρες χτισμένα το 'να παν' στ' 'αλλο , για σιγουριά.
Κ'οι ανθρώποι, σκληροί κι' αυτοί σαν τις πέτρες πάλευαν την γη και τον καιρό, μέρα την μέρα, με τα στραβά τους χέρια και τις μεγάλες τους καρδιές.
Και στα πρόσωπα κρατούσαν την σκληράδα, που χάραζε ο χρόνος, με τις κάψες του ήλιου και τις βροχές και τους χιονιάδες.
Ώσπου μοιάζαν ίδιοι, μιας μάνας γέννα. Μοναχά στα μάτια δείχναν αλλιώτικοι, όπως κοιτούσαν βαθιά των αλλονών τα μάτια.
Όπως κοιτούσαν γιούς και θυγατέρες, αδελφούς κι' αγαπημένους να παίρνουν δρόμο για τόπους μακρινούς και προκομμένους ,με μια υπόσχεση , "θα' ρθω μάνα".
Και τους προγόνους, θαμμένους στα λειμώρια* ο ένας πλάι στο άλλον, καρτερικά και σιωπηλά να περιμένουν, το κερί και το θυμίαμα, τα ψυχοσάββατα .
Με το πρώτο φως, π' αγκομαχούσε να ανέβει στα Κερδύλια, βλέπαν την Φούντα* σκοτεινή κι' ασάλευτη, σαν αγκαλιά που 'σφιγγε και αργούσε τον ήλιο να χαράξει.
Και ακόνιζαν τα πελέκια τους, ορμώντας με μανία να πάρουν το βιός του βουνού που τους χόρταινε νερά και δέντρα, δροσιές και μπόρες.
Κι όταν αδειάζαν απ' την γη και τα κοπάδια, οι κύριδες πρώτοι, και ο καθείς με το έχει του, ζεύαν τα μουλάρια και τους γαϊδάρους και πέτρα την πέτρα φέρναν και χτίζαν του καθενός το σπιτικό, να 'μπουν να σταθούν τα ζώα κι οι ανθρώποι.
Και οι όχθες απ' τ' αυλάκι του χρόνου, μάζευαν ιστορίες, για συμφορές και κατορθώματα, κελαρίζοντας ψιθιριστά ως το σήμερα, που μοιαζε ν΄ αλλάζει γεννιές κι ανθρώπους, τόπους και πράγματα, που 'χαν κρυφό το μέσα τους.
Με το λιγοστό ψωμί και τα τριμμένα ρούχα, με τ' άδικο του εμπόρου και του ληστή, αυτοί κρατιούνταν όρθιοι, με την πίστη και την φροντίδα, ξανά να χτίσουν, να σπείρουν, να ριζώσουν.
Τα Σαββατόβραδα που γιόμιζαν οι καφενέδες, και ξεπουλούσαν οι μπακάληδες, οι κοπελιές και τα παλικάρια, μικρές μικρές παρέες, άρχιζαν την βόλτα στην πλατεία.
Με τα κυριακάτικα φορεμένα, να μυρίζουν λεβάντα και μοσχοσάπουνο,με τα βλέματα και τις φευγάτες ματιές, με την δύναμη και την ομορφιά της νιότης και τις καρδιές που γιομίζανε με χαρές και τραύματα, αλώνιζαν ως να φτάσει το σούρουπο
Αλλά και στις μεγάλες γιορτές, όπου από νωρίς οι φούρνοι έψηναν και μοσχοβόλαγαν κουρκούνα και νιβατί και οι κυράδες πέρναν κουμάντο να ΄χουν το φαι στη φωτιά.
Και τα παιδιά και τους άντρες καθαρούς και στολισμένους, μέρα που 'ναι, για να προκάμουν κι αυτές , ένα κερί στην εκκλησιά κι ένα στο μνήμα.
Και την Λαμπρή που ο Χριστός, Ανέστη απ΄τον τάφο, και γύρναγε στα σοκάκια του χωριού, όλες οι αυλές οι ασβεστωμένες, με τα ψητά και το γεμάτο με φαγητό τραπέζι, περίμεναν να τον φιλέψουν, να τον καλοπιάσουν, να γένει το σκοτάδι φως, μια και έξω, μια για πάντα.
.
Κάτσε Χριστέ κι ακούμπησε το σώμα σου να γιάνει
απ' των παθών τον κάματο και του σταυρού τον πόνο
παρ΄ απ το ζυμωτό ψωμί και απ' του κρασιού τον μούστο
για να γλυκάνεις μέσα σου, να δώσεις ευλογία.
Δώσε προικιά στις κοπελιές και τύχη να ΄βρουν ταίρι
στα παλικάρια δώσε βιος και καντ' αντρειωμένα
υπομονή στις μάνες τους που χουν' παιδιά στα ξένα
και δώσε χαιρετίσματα σ' όλους τους πεθαμένους.
Την Παναγιά την μανα σου να την παρακαλέσω
να 'χει γιομάτα τα σπαρτά να 'χει παχιά τα βόδια
Να ΄χει και τα Στεφανινά στην έγνοια της σαν βλέπει
να τα ζυγώνουν συμφορές, να τα παρηγοράει.
Κείμενο: Κώστας Παπαθανασίου
Λευκά βότσαλα που στάθηκαν στην κατηφοριά εδώ και αιώνες, σπιτάκια και πέτρινες μάντρες χτισμένα το 'να παν' στ' 'αλλο , για σιγουριά.
Κ'οι ανθρώποι, σκληροί κι' αυτοί σαν τις πέτρες πάλευαν την γη και τον καιρό, μέρα την μέρα, με τα στραβά τους χέρια και τις μεγάλες τους καρδιές.
Και στα πρόσωπα κρατούσαν την σκληράδα, που χάραζε ο χρόνος, με τις κάψες του ήλιου και τις βροχές και τους χιονιάδες.
Ώσπου μοιάζαν ίδιοι, μιας μάνας γέννα. Μοναχά στα μάτια δείχναν αλλιώτικοι, όπως κοιτούσαν βαθιά των αλλονών τα μάτια.
Όπως κοιτούσαν γιούς και θυγατέρες, αδελφούς κι' αγαπημένους να παίρνουν δρόμο για τόπους μακρινούς και προκομμένους ,με μια υπόσχεση , "θα' ρθω μάνα".
Και τους προγόνους, θαμμένους στα λειμώρια* ο ένας πλάι στο άλλον, καρτερικά και σιωπηλά να περιμένουν, το κερί και το θυμίαμα, τα ψυχοσάββατα .
Με το πρώτο φως, π' αγκομαχούσε να ανέβει στα Κερδύλια, βλέπαν την Φούντα* σκοτεινή κι' ασάλευτη, σαν αγκαλιά που 'σφιγγε και αργούσε τον ήλιο να χαράξει.
Και ακόνιζαν τα πελέκια τους, ορμώντας με μανία να πάρουν το βιός του βουνού που τους χόρταινε νερά και δέντρα, δροσιές και μπόρες.
Κι όταν αδειάζαν απ' την γη και τα κοπάδια, οι κύριδες πρώτοι, και ο καθείς με το έχει του, ζεύαν τα μουλάρια και τους γαϊδάρους και πέτρα την πέτρα φέρναν και χτίζαν του καθενός το σπιτικό, να 'μπουν να σταθούν τα ζώα κι οι ανθρώποι.
Και οι όχθες απ' τ' αυλάκι του χρόνου, μάζευαν ιστορίες, για συμφορές και κατορθώματα, κελαρίζοντας ψιθιριστά ως το σήμερα, που μοιαζε ν΄ αλλάζει γεννιές κι ανθρώπους, τόπους και πράγματα, που 'χαν κρυφό το μέσα τους.
Με το λιγοστό ψωμί και τα τριμμένα ρούχα, με τ' άδικο του εμπόρου και του ληστή, αυτοί κρατιούνταν όρθιοι, με την πίστη και την φροντίδα, ξανά να χτίσουν, να σπείρουν, να ριζώσουν.
Τα Σαββατόβραδα που γιόμιζαν οι καφενέδες, και ξεπουλούσαν οι μπακάληδες, οι κοπελιές και τα παλικάρια, μικρές μικρές παρέες, άρχιζαν την βόλτα στην πλατεία.
Με τα κυριακάτικα φορεμένα, να μυρίζουν λεβάντα και μοσχοσάπουνο,με τα βλέματα και τις φευγάτες ματιές, με την δύναμη και την ομορφιά της νιότης και τις καρδιές που γιομίζανε με χαρές και τραύματα, αλώνιζαν ως να φτάσει το σούρουπο
Αλλά και στις μεγάλες γιορτές, όπου από νωρίς οι φούρνοι έψηναν και μοσχοβόλαγαν κουρκούνα και νιβατί και οι κυράδες πέρναν κουμάντο να ΄χουν το φαι στη φωτιά.
Και τα παιδιά και τους άντρες καθαρούς και στολισμένους, μέρα που 'ναι, για να προκάμουν κι αυτές , ένα κερί στην εκκλησιά κι ένα στο μνήμα.
Και την Λαμπρή που ο Χριστός, Ανέστη απ΄τον τάφο, και γύρναγε στα σοκάκια του χωριού, όλες οι αυλές οι ασβεστωμένες, με τα ψητά και το γεμάτο με φαγητό τραπέζι, περίμεναν να τον φιλέψουν, να τον καλοπιάσουν, να γένει το σκοτάδι φως, μια και έξω, μια για πάντα.
.
Κάτσε Χριστέ κι ακούμπησε το σώμα σου να γιάνει
απ' των παθών τον κάματο και του σταυρού τον πόνο
παρ΄ απ το ζυμωτό ψωμί και απ' του κρασιού τον μούστο
για να γλυκάνεις μέσα σου, να δώσεις ευλογία.
Δώσε προικιά στις κοπελιές και τύχη να ΄βρουν ταίρι
στα παλικάρια δώσε βιος και καντ' αντρειωμένα
υπομονή στις μάνες τους που χουν' παιδιά στα ξένα
και δώσε χαιρετίσματα σ' όλους τους πεθαμένους.
Την Παναγιά την μανα σου να την παρακαλέσω
να 'χει γιομάτα τα σπαρτά να 'χει παχιά τα βόδια
Να ΄χει και τα Στεφανινά στην έγνοια της σαν βλέπει
να τα ζυγώνουν συμφορές, να τα παρηγοράει.
Κείμενο: Κώστας Παπαθανασίου