filmov
tv
'ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ'

Показать описание
"ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ"...
... είναι ένα μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ
απ' τα δημοφιλέστερα που διάβασα κι εγώ
και εδώ
να προσπαθώ
ποιητικά να σας το πω.
-- Από την ποιητική μου συλλογή "Ποιητικοί αντίλαλοι στη Λόγου Τέχνη.
Είμαστε στην Τουλόν και εις το δεκαπέντε
του χιλιαοχτακόσια, που δυνατού Πουνέντε,
Γιάννης ο Αγιάννης βγαίνει από τη φυλακή,
που εκεί
είχε στο κρύο της βρεθεί
μοναχικό κελί,
με το αποφυλακιστήριο, το κίτρινο αυτό χαρτί,
που θα τον σημαδέψει,
γιατί είχε τότε κλέψει
ψωμί
κάπως να θρέψει
αυτόν κι ένα φτωχό παιδί.
Κανείς δεν τονε δέχεται κάπου να κοιμηθεί
εκτός του Μυριήλ, επίσκοπου μεγάλου
πρωτίστως στην ψυχή,
ανθρώπου αν και άλλου
ο Αγιάννης θα τον κλέψει όταν από το σπίτι του θα βγει,
προτού όμως χαθεί
μετά από λίγο θα πιαστεί.
Όμως ο Μυριήλ με σταθερή
φωνή
θα πεί
τα μανουάλια ήταν δώρα
που στου αποχωρισμού την ώρα
τούχε δωρίσει για να ζει,
μα όταν φύγει θα του πεί
τίμια στο εξής να ζει.
Ο Γιάννης Αγιάννης θα προκόψει
παίρνει του εργατικού την όψη
και εργοστασιάρχης πλούσιος,
της πόλης περιούσιος
Δήμαρχος και πρώτος γίνεται
Μαγδαληνής επανονοματίζεται
κι έτσι θα καταφέρει
του φοβερού ξεφύγει Ιαβέρη,
που ακόμα επιμένει, όλο και γυροφέρει,
μ' ένα σκοπό και αποστολή,
τον Γιάννη Αγιάννη να ξαναρίξει φυλακή.
Τότε δε είναι που γνωρίζει μία δυστυχισμένη
Φαντίνα την κατακαημένη,
που απολυμένη
απ'τή δουλειά
γυρίζει απεγνωσμένη
και υποφέρει ταπεινά,
που δεν μπορεί να θρέψει
Τιτίκα την κορούλα της,
φοβάται θ' αγριέψει
στο τέλος καταντήσει
σα την φτωχή μανούλα της,
που τόσο έχει αγαπήσει.
Παράλληλα θα συλληφθεί,
κάποιος που τον κατηγορούν, πως
είναι ο Αγιάννης Γιάννης,
μα η μπέσα του κυρίου Μαγδαληνή
θα τονε σπρώξει για νά πει,
ίδιος αυτός είν ο Αγιάννης
κι έτσι στα ξαφνικά βρεθεί
ξανά στην κρύα φυλακή.
Γρήγορα όμως ο Αγιάννης θε να βγει,
της φυλακής θα δραπετεύσει
και την Τιτίκα ξαναβρεί
για να την αναθρέψει.
Στο πανδοχείο που ήτανε του ζεύγους Θερναδιέρων
μίζερων και πολύ κακών και μισημένων γέρων
πληρώνει αδρά κι έτσι μπορεί
να πάρει μαζί του το παιδί.
Ό Ιαβέρης δεν ξεχνά
και κυνηγά
το Γιάννη,
μα αυτός ξεφεύγει και προφτάνει
σ' ενα του Παρισιού μοναστηράκι να βρεθεί,
με την Τιτίκα θα φυγαδευθεί
για δέκα χρόνια και οι δυό θα παραμείνουνε εκεί.
Μόλις θα φύγουν θα βρεθεί
ο Μάριος ο Πομερσί,
που όλοι τον ξέρουν φοιτητή
θερμόαιμο αγωνιστή
για την Δημοκρατία αυτή,
που μόλις άρχισε να ζει,
Τιτίκα την πανέμορφη σφόδρα θα ερωτευθεί,
Χάριν αυτού ο Αγιάννης και η Τιτίκα,
που δεν επήρε προίκα
σώζονται απ'τους Θερναδιέρους,
άγριους συμμορίτες και εταίρους,
που τελικά θα καταντήσουν
στη φυλακή σαπίσουν.
Σ'αυτό θα συντελέσει και η όμορφη Επονίνα,
κόρη του Θερναδιέρου
ληστή, χαμένου γέρου
που κατά σύμπτωση κι αυτή
τον Μάριο έχει ερωτευθεί.
Στα δε επαναστατικά, μεγάλα οδοφράγματα
με συνταρακτικά τα πράγματα
η Επονίνα θα ριχθεί
μπροστά με σώμα και ψυχή
κι έτσι το βόλι αυτή
αντί τον Μάριο θα βρει
στην αγκαλιά του να πεθαίνει
που κλαίει ευτυχισμένη.
Και ο αγαπημένος της Τιτίκας Μάριος
στα οδοφράγματα του Παρισιού
με νοοτροπία φοιτητού
για ελευθερία πολεμά
να έχει γίνει ο άγριος
που τη ζωή του αψηφά.
Αυτό θα μάθει ο Αγιάννης,
που γίνεται αλάνης
δεν ξέρει αν είναι πλάνης
που με εξαγριωμένους μαχητές
βάζει κι εκείνος τις φωνές,
στη βάση όμως προσπαθεί
πως τελικά ο Μάριος θα σωθεί.
Αντί όμως γιά τον Μάριο σώζει τον Ιαβέρη
από εξαγριωμένους φοιτητές σε ασφάλεια τον φέρει.
Πολλοί γύρω σκοτώνονται, ο Μάριος τραυματίζεται,
σώνεται όμως που ο Αγιάννης του γι' αυτόνε αγωνίζεται.
Τον κουβαλάει στους ώμους του μέσω των υπονόμων,
εις των οποίων την έξοδο στέκει ο Ιαβέρης
-"Που πας;" αυτός ρωτά, "που θες να τονε φέρεις;"
-Δεν βλέπεις πως πληγώθηκε, σε ποιόν ακούεις νόμον;
Ο Ιαβέρης θα δεχθεί
εκεί να περιμένει
όσο να δώσει ο Αγιάννης το παιδί,
γιατί του λέει καθαρά πως ζει και ανασαίνει
τον Γιάννη Αγιάννη για να δεί
πάλι ξανά στη φυλακή
η καρδιά του να χορταίνει.
Στου Ιαβέρη όμως το μυαλό
αίφνης κάτι το ξαφνικό,
άναψε κάποιο φωτάκι λαμπερό,
που θα του πεί ο σκοπός του,
που είναι αυτοσκοπός του,
είναι του μίσους πιό πολύ
λιγότερο του νόμου,
έτσι να ζήσει δεν μπορεί...
στο Σηκουάνα αυτοκτονεί.
Είναι η πρώτη του φορά
που ο Αγιάννης παίρνει ανάσα και βαθιά
ελεύθερος να ζήσει πιά
γευόμενος που τούλειπε
μια ήσυχη μέρα και χαρά,
Τιτίκα δε τον Πομερσί
Μάριο όμορφο θα παντρευτεί
και επιτέλους η ζωή
θα βρει
την ήσυχη της τη ροή!... G T.
... είναι ένα μυθιστόρημα του Βίκτωρος Ουγκώ
απ' τα δημοφιλέστερα που διάβασα κι εγώ
και εδώ
να προσπαθώ
ποιητικά να σας το πω.
-- Από την ποιητική μου συλλογή "Ποιητικοί αντίλαλοι στη Λόγου Τέχνη.
Είμαστε στην Τουλόν και εις το δεκαπέντε
του χιλιαοχτακόσια, που δυνατού Πουνέντε,
Γιάννης ο Αγιάννης βγαίνει από τη φυλακή,
που εκεί
είχε στο κρύο της βρεθεί
μοναχικό κελί,
με το αποφυλακιστήριο, το κίτρινο αυτό χαρτί,
που θα τον σημαδέψει,
γιατί είχε τότε κλέψει
ψωμί
κάπως να θρέψει
αυτόν κι ένα φτωχό παιδί.
Κανείς δεν τονε δέχεται κάπου να κοιμηθεί
εκτός του Μυριήλ, επίσκοπου μεγάλου
πρωτίστως στην ψυχή,
ανθρώπου αν και άλλου
ο Αγιάννης θα τον κλέψει όταν από το σπίτι του θα βγει,
προτού όμως χαθεί
μετά από λίγο θα πιαστεί.
Όμως ο Μυριήλ με σταθερή
φωνή
θα πεί
τα μανουάλια ήταν δώρα
που στου αποχωρισμού την ώρα
τούχε δωρίσει για να ζει,
μα όταν φύγει θα του πεί
τίμια στο εξής να ζει.
Ο Γιάννης Αγιάννης θα προκόψει
παίρνει του εργατικού την όψη
και εργοστασιάρχης πλούσιος,
της πόλης περιούσιος
Δήμαρχος και πρώτος γίνεται
Μαγδαληνής επανονοματίζεται
κι έτσι θα καταφέρει
του φοβερού ξεφύγει Ιαβέρη,
που ακόμα επιμένει, όλο και γυροφέρει,
μ' ένα σκοπό και αποστολή,
τον Γιάννη Αγιάννη να ξαναρίξει φυλακή.
Τότε δε είναι που γνωρίζει μία δυστυχισμένη
Φαντίνα την κατακαημένη,
που απολυμένη
απ'τή δουλειά
γυρίζει απεγνωσμένη
και υποφέρει ταπεινά,
που δεν μπορεί να θρέψει
Τιτίκα την κορούλα της,
φοβάται θ' αγριέψει
στο τέλος καταντήσει
σα την φτωχή μανούλα της,
που τόσο έχει αγαπήσει.
Παράλληλα θα συλληφθεί,
κάποιος που τον κατηγορούν, πως
είναι ο Αγιάννης Γιάννης,
μα η μπέσα του κυρίου Μαγδαληνή
θα τονε σπρώξει για νά πει,
ίδιος αυτός είν ο Αγιάννης
κι έτσι στα ξαφνικά βρεθεί
ξανά στην κρύα φυλακή.
Γρήγορα όμως ο Αγιάννης θε να βγει,
της φυλακής θα δραπετεύσει
και την Τιτίκα ξαναβρεί
για να την αναθρέψει.
Στο πανδοχείο που ήτανε του ζεύγους Θερναδιέρων
μίζερων και πολύ κακών και μισημένων γέρων
πληρώνει αδρά κι έτσι μπορεί
να πάρει μαζί του το παιδί.
Ό Ιαβέρης δεν ξεχνά
και κυνηγά
το Γιάννη,
μα αυτός ξεφεύγει και προφτάνει
σ' ενα του Παρισιού μοναστηράκι να βρεθεί,
με την Τιτίκα θα φυγαδευθεί
για δέκα χρόνια και οι δυό θα παραμείνουνε εκεί.
Μόλις θα φύγουν θα βρεθεί
ο Μάριος ο Πομερσί,
που όλοι τον ξέρουν φοιτητή
θερμόαιμο αγωνιστή
για την Δημοκρατία αυτή,
που μόλις άρχισε να ζει,
Τιτίκα την πανέμορφη σφόδρα θα ερωτευθεί,
Χάριν αυτού ο Αγιάννης και η Τιτίκα,
που δεν επήρε προίκα
σώζονται απ'τους Θερναδιέρους,
άγριους συμμορίτες και εταίρους,
που τελικά θα καταντήσουν
στη φυλακή σαπίσουν.
Σ'αυτό θα συντελέσει και η όμορφη Επονίνα,
κόρη του Θερναδιέρου
ληστή, χαμένου γέρου
που κατά σύμπτωση κι αυτή
τον Μάριο έχει ερωτευθεί.
Στα δε επαναστατικά, μεγάλα οδοφράγματα
με συνταρακτικά τα πράγματα
η Επονίνα θα ριχθεί
μπροστά με σώμα και ψυχή
κι έτσι το βόλι αυτή
αντί τον Μάριο θα βρει
στην αγκαλιά του να πεθαίνει
που κλαίει ευτυχισμένη.
Και ο αγαπημένος της Τιτίκας Μάριος
στα οδοφράγματα του Παρισιού
με νοοτροπία φοιτητού
για ελευθερία πολεμά
να έχει γίνει ο άγριος
που τη ζωή του αψηφά.
Αυτό θα μάθει ο Αγιάννης,
που γίνεται αλάνης
δεν ξέρει αν είναι πλάνης
που με εξαγριωμένους μαχητές
βάζει κι εκείνος τις φωνές,
στη βάση όμως προσπαθεί
πως τελικά ο Μάριος θα σωθεί.
Αντί όμως γιά τον Μάριο σώζει τον Ιαβέρη
από εξαγριωμένους φοιτητές σε ασφάλεια τον φέρει.
Πολλοί γύρω σκοτώνονται, ο Μάριος τραυματίζεται,
σώνεται όμως που ο Αγιάννης του γι' αυτόνε αγωνίζεται.
Τον κουβαλάει στους ώμους του μέσω των υπονόμων,
εις των οποίων την έξοδο στέκει ο Ιαβέρης
-"Που πας;" αυτός ρωτά, "που θες να τονε φέρεις;"
-Δεν βλέπεις πως πληγώθηκε, σε ποιόν ακούεις νόμον;
Ο Ιαβέρης θα δεχθεί
εκεί να περιμένει
όσο να δώσει ο Αγιάννης το παιδί,
γιατί του λέει καθαρά πως ζει και ανασαίνει
τον Γιάννη Αγιάννη για να δεί
πάλι ξανά στη φυλακή
η καρδιά του να χορταίνει.
Στου Ιαβέρη όμως το μυαλό
αίφνης κάτι το ξαφνικό,
άναψε κάποιο φωτάκι λαμπερό,
που θα του πεί ο σκοπός του,
που είναι αυτοσκοπός του,
είναι του μίσους πιό πολύ
λιγότερο του νόμου,
έτσι να ζήσει δεν μπορεί...
στο Σηκουάνα αυτοκτονεί.
Είναι η πρώτη του φορά
που ο Αγιάννης παίρνει ανάσα και βαθιά
ελεύθερος να ζήσει πιά
γευόμενος που τούλειπε
μια ήσυχη μέρα και χαρά,
Τιτίκα δε τον Πομερσί
Μάριο όμορφο θα παντρευτεί
και επιτέλους η ζωή
θα βρει
την ήσυχη της τη ροή!... G T.