filmov
tv
ΑΝΔΡΕΙΑΣ ΗΘΟΣ ~ Παππάς σουλιώτης [υπότιτλοι] - φωτογραφίες Ηλία Περγαντή

Показать описание
*** Το βίνετο αυτό αναρτάται για λόγους ψυχαγωγίας κι εκπαίδευσης. Δεν διατηρώ κανένα δικαίωμα από το κείμενο, τη μουσική και τις φωτογραφίες που χρησιμοποιήθηκαν
Γιάννη Βλαχογιάννη, απόσπασμα από το διήγημα "Παππᾶς Σουλιώτης" που γράφτηκε το 1930 και περιλαμβάνεται στον τόμο "Μεγάλα Χρόνια"
---------
" Ὠρέ παππᾶ, μέ τά βαριά σου τ'ἂρματα, τήν ἀκριβή σου φορεσιά, μέ τό πεσλί τό κατιφένιο, τό γιλέκο μέ τ'ἀσημένια μακρουλά κουμπιά.[...]
Ὠρέ παππᾶ, μέ τά τσαμπράζια σου στά στήθια ξαπλωμένα... Μοναχά τό φέσι τό μικρό, μέ τό πεστεμάλι τό μεταξωτό τριγύρω, λείπει ἀπ'τό κεφάλι σου, γιά νά μοιάζεις ὂχι σάν παππᾶς, παρά πολεμιστής καθάριος, ἂντρας πού παλεύει ὂχι μέ τ'ἃγια καί μέ τά ἱερά, παρά μέ τῶν ἀρμάτων τήν ἀμαρτωλή δουλειά. Ἒτσι ὁ σκοῦφος ὁ παππαδικός εἷναι τό μοναχό σημάδι, πού φανερώνει τήν παππαδική σου.
-Ὠρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Τί τήν κρύβεις μέσ'τόν σκοῦφο τήν λεβέντικη μπερτσά ;Τί χαιρετᾶς μέ τήν ταπεινοσύνη, καί μιλᾶς μέ μιά μιλιά ὃλη γλύκα ; [...] ὃλα σἐ μαρτυρᾶν καί σέ φωνάζουν ἂξιο παλληκάρι καί σουλιώτικο, πού μιά παράξενη ὣρα σ'ἒκανε παππᾶ.
- Ὠρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Ὃσο κι ἂν πολεμᾶς νά δείχνεις τοῦ παππᾶ τά καμπαέτια, μέσα στ' ἂλλα παληκάρια, μά ἀκουμπέτι δέ μπορεῖς. Στῆς μαύρης σου φλοκάτας τά μανίκια κρύβεις τά τροπάριά σου, στόν κόρφο σου το πετραχῆλι, πρόθυμος να διαβάσεις ἂρρωστο εἲτε σκοτωμένο μέ κατάνυξη βαθειά. Ὂμως ὡς ἐκεῖ φτάνει ἡ παππαδοσύνη σου, παππᾶ. Κι ἂρρωστο κι ἐτοιμοθάνατο να μεταλάβης πάντα σου τ' ἀρνήθηκες, ἂγρια εἷπες τ' ὂχι. Εἶσαι ἀμαρτωλός, ἒχυσες αἷμα... Μέ φόβο στέκεσαι, δε΄μπαίνεις στ' ἃγιο βῆμα. Νά λειτουργήσης ἃμα σέ καλοῦνε, σά λιγόψυχος τρέχεις νά κρυφτεἶς.
Θέλεις νά κρύψεις τόν ἁμαρτωλό παππᾶ, μά τόν παππᾶ τον πολεμόχαρο, τόν ἂτρομο παππᾶ μπροστά στοῦ Χάρου τό κοντάρι , πῶς θά μπορέσεις νά τόν κρύψης ; Πῶς θά σκεπάσης τήν κοψιά ἀπό τό ἀλαφρό σάν ἀστραπή, θανατερό σου κόρδι, πού τό κρύβει ἡ μαύρη σου φλοκάτα, ζωσμένο ἀπό τή μέση σου παλαιϊκά, μαυρομάνικο σπαθί, κρυφό σά φεῖδι πού φυλάει καρτέρι, κόρδι μέ τό κεφάλι του ἀλυσοδεμένο σά θεριό ; Κόβει τό κόρδι σου βαθιά, μά κι ἡ ματιά σου κόβει. Καί τό νταλιάνι σου βροντάει σάν ἀστραπόβολο, σάν τήν κραυγή σου. Σάν τόν ἀϊτό, πού τόν προδίδει ἡ ξαφνική κραξιά ἐκεῖ πού κυνηγάει, ἒτσι τοῦ πολέμου ἡ ὣρα, ἐκεῖ πού φτάνει, σἐ κράζει καί σέ διαλαλάει. Ἂγριο γεράκι γίνηκες ἐσύ, σκιάχτρο τοῦ Τούρκου κι ἂγγελος μαζί τοῦ ἐτοιμοθάνατου παληκαριοῦ, παππᾶ παληκαρᾶ, παππᾶ λεβέντη.
- Ὢρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Ἒδῶ βαρεῖς, ἐκεῖ βλογᾶς. Ἀλλοῦ βροντᾶς κι ἀστράφτεις, ἀλλοῦ γλυκά παρηγορᾶς. Τρομάρα στό δειλό, φλόγα στόν ἀντρειωμένο. Τό χέρι ἃμα σηκώνεις, ἐδῶ κεφάλια παίρνεις, ἀλλοῦ βάνεις εὐλογητό. [...] Θαρρεῖ κανείς καί τό τρισάγιο σου σ'αυτούς πού πῆγαν ἀπό βόλι, ἒχει τή δύναμη ν'ἁγιάσει τόν ἀμαρτωλό, στόν ἂλλον κόσμο νά τόν ἀναστήση. Τό χέρι σου σηκώνει ὀρθό τόν ἀποκαρδιωμένο, κρατεῖ στά χείλη τοῦ γκρεμοῦ τόν ἂναντρο τόν ἀποφασισμένο. Χτύπα, παππᾶ, μέ τό σπαθί σου, χτύπα μέ τήν πύρινή σου τή μιλιάν, ἂξια νά θεριέψει τό ζαρκάδι, λιοντάρι νά κάμη τό λαγό, ἀτσάλι τό νερό. Χτύπα ἁγιόπαππα παληκαρᾶ.
- Ὢρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Στο Μεσολόγγι πῆραν οἱ Κλεισμένοι τήν στερνήν ἀπόφαση, μπροστά σου, γιά νά βγοῦν. Τοῦ κάκου πέσαν οἱ δικοί σου καί σέ παρακαλοῦν. Τούς εἶπες : -"Δέ μπορῶ, θά σᾶς γελάσω, ἐγώ θά μείνω. [...] Ἦταν ἀπό τό Θεό τούτη ἡ ὑπόνομο νά φυλαχτῆ... Σ'αὐτή θά μείνω". Μέ στεγνή ματιά χαιρέτησες, κι ἀγκάλιασες καί βλόγησες κάθε Σουλιώτη, κάθε χριστιανό στήν Ἒξοδο ἀποφασισμένο, στό θάνατο ταμένον τό στερνό. Ἀπό τό πρόχωμά σου, ὃλο δικό σου τώρα, εἶδες νά περνάη τή Φρουρά, νά σ'ἀποχαιρετάη καί νά μπαίνη στό δρόμο τα γραμμένον ἀπό χέρι ἀθώρητο. Εἶδες ὓστερα τούς Τούρκους νά χυμᾶνε καί νά μπαίνουνε, σάν κορακιῶν κοπάδι νά πυκνώνουνε τριγύρω σου. Κι ἒβαλες φωτιά. Καί πῆγες ἀκοινώνητος, παππᾶς ἀμαρτωλός στόν οὐρανό, παππᾶς συγχωρεμένος.
- Παππᾶς Σουλιώτης. "
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Λίστες καναλιού :
Γιάννη Βλαχογιάννη, απόσπασμα από το διήγημα "Παππᾶς Σουλιώτης" που γράφτηκε το 1930 και περιλαμβάνεται στον τόμο "Μεγάλα Χρόνια"
---------
" Ὠρέ παππᾶ, μέ τά βαριά σου τ'ἂρματα, τήν ἀκριβή σου φορεσιά, μέ τό πεσλί τό κατιφένιο, τό γιλέκο μέ τ'ἀσημένια μακρουλά κουμπιά.[...]
Ὠρέ παππᾶ, μέ τά τσαμπράζια σου στά στήθια ξαπλωμένα... Μοναχά τό φέσι τό μικρό, μέ τό πεστεμάλι τό μεταξωτό τριγύρω, λείπει ἀπ'τό κεφάλι σου, γιά νά μοιάζεις ὂχι σάν παππᾶς, παρά πολεμιστής καθάριος, ἂντρας πού παλεύει ὂχι μέ τ'ἃγια καί μέ τά ἱερά, παρά μέ τῶν ἀρμάτων τήν ἀμαρτωλή δουλειά. Ἒτσι ὁ σκοῦφος ὁ παππαδικός εἷναι τό μοναχό σημάδι, πού φανερώνει τήν παππαδική σου.
-Ὠρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Τί τήν κρύβεις μέσ'τόν σκοῦφο τήν λεβέντικη μπερτσά ;Τί χαιρετᾶς μέ τήν ταπεινοσύνη, καί μιλᾶς μέ μιά μιλιά ὃλη γλύκα ; [...] ὃλα σἐ μαρτυρᾶν καί σέ φωνάζουν ἂξιο παλληκάρι καί σουλιώτικο, πού μιά παράξενη ὣρα σ'ἒκανε παππᾶ.
- Ὠρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Ὃσο κι ἂν πολεμᾶς νά δείχνεις τοῦ παππᾶ τά καμπαέτια, μέσα στ' ἂλλα παληκάρια, μά ἀκουμπέτι δέ μπορεῖς. Στῆς μαύρης σου φλοκάτας τά μανίκια κρύβεις τά τροπάριά σου, στόν κόρφο σου το πετραχῆλι, πρόθυμος να διαβάσεις ἂρρωστο εἲτε σκοτωμένο μέ κατάνυξη βαθειά. Ὂμως ὡς ἐκεῖ φτάνει ἡ παππαδοσύνη σου, παππᾶ. Κι ἂρρωστο κι ἐτοιμοθάνατο να μεταλάβης πάντα σου τ' ἀρνήθηκες, ἂγρια εἷπες τ' ὂχι. Εἶσαι ἀμαρτωλός, ἒχυσες αἷμα... Μέ φόβο στέκεσαι, δε΄μπαίνεις στ' ἃγιο βῆμα. Νά λειτουργήσης ἃμα σέ καλοῦνε, σά λιγόψυχος τρέχεις νά κρυφτεἶς.
Θέλεις νά κρύψεις τόν ἁμαρτωλό παππᾶ, μά τόν παππᾶ τον πολεμόχαρο, τόν ἂτρομο παππᾶ μπροστά στοῦ Χάρου τό κοντάρι , πῶς θά μπορέσεις νά τόν κρύψης ; Πῶς θά σκεπάσης τήν κοψιά ἀπό τό ἀλαφρό σάν ἀστραπή, θανατερό σου κόρδι, πού τό κρύβει ἡ μαύρη σου φλοκάτα, ζωσμένο ἀπό τή μέση σου παλαιϊκά, μαυρομάνικο σπαθί, κρυφό σά φεῖδι πού φυλάει καρτέρι, κόρδι μέ τό κεφάλι του ἀλυσοδεμένο σά θεριό ; Κόβει τό κόρδι σου βαθιά, μά κι ἡ ματιά σου κόβει. Καί τό νταλιάνι σου βροντάει σάν ἀστραπόβολο, σάν τήν κραυγή σου. Σάν τόν ἀϊτό, πού τόν προδίδει ἡ ξαφνική κραξιά ἐκεῖ πού κυνηγάει, ἒτσι τοῦ πολέμου ἡ ὣρα, ἐκεῖ πού φτάνει, σἐ κράζει καί σέ διαλαλάει. Ἂγριο γεράκι γίνηκες ἐσύ, σκιάχτρο τοῦ Τούρκου κι ἂγγελος μαζί τοῦ ἐτοιμοθάνατου παληκαριοῦ, παππᾶ παληκαρᾶ, παππᾶ λεβέντη.
- Ὢρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Ἒδῶ βαρεῖς, ἐκεῖ βλογᾶς. Ἀλλοῦ βροντᾶς κι ἀστράφτεις, ἀλλοῦ γλυκά παρηγορᾶς. Τρομάρα στό δειλό, φλόγα στόν ἀντρειωμένο. Τό χέρι ἃμα σηκώνεις, ἐδῶ κεφάλια παίρνεις, ἀλλοῦ βάνεις εὐλογητό. [...] Θαρρεῖ κανείς καί τό τρισάγιο σου σ'αυτούς πού πῆγαν ἀπό βόλι, ἒχει τή δύναμη ν'ἁγιάσει τόν ἀμαρτωλό, στόν ἂλλον κόσμο νά τόν ἀναστήση. Τό χέρι σου σηκώνει ὀρθό τόν ἀποκαρδιωμένο, κρατεῖ στά χείλη τοῦ γκρεμοῦ τόν ἂναντρο τόν ἀποφασισμένο. Χτύπα, παππᾶ, μέ τό σπαθί σου, χτύπα μέ τήν πύρινή σου τή μιλιάν, ἂξια νά θεριέψει τό ζαρκάδι, λιοντάρι νά κάμη τό λαγό, ἀτσάλι τό νερό. Χτύπα ἁγιόπαππα παληκαρᾶ.
- Ὢρέ παππᾶ Σουλιώτη.
Στο Μεσολόγγι πῆραν οἱ Κλεισμένοι τήν στερνήν ἀπόφαση, μπροστά σου, γιά νά βγοῦν. Τοῦ κάκου πέσαν οἱ δικοί σου καί σέ παρακαλοῦν. Τούς εἶπες : -"Δέ μπορῶ, θά σᾶς γελάσω, ἐγώ θά μείνω. [...] Ἦταν ἀπό τό Θεό τούτη ἡ ὑπόνομο νά φυλαχτῆ... Σ'αὐτή θά μείνω". Μέ στεγνή ματιά χαιρέτησες, κι ἀγκάλιασες καί βλόγησες κάθε Σουλιώτη, κάθε χριστιανό στήν Ἒξοδο ἀποφασισμένο, στό θάνατο ταμένον τό στερνό. Ἀπό τό πρόχωμά σου, ὃλο δικό σου τώρα, εἶδες νά περνάη τή Φρουρά, νά σ'ἀποχαιρετάη καί νά μπαίνη στό δρόμο τα γραμμένον ἀπό χέρι ἀθώρητο. Εἶδες ὓστερα τούς Τούρκους νά χυμᾶνε καί νά μπαίνουνε, σάν κορακιῶν κοπάδι νά πυκνώνουνε τριγύρω σου. Κι ἒβαλες φωτιά. Καί πῆγες ἀκοινώνητος, παππᾶς ἀμαρτωλός στόν οὐρανό, παππᾶς συγχωρεμένος.
- Παππᾶς Σουλιώτης. "
-----------------------------------------------------------------------------------------------------
Λίστες καναλιού :