filmov
tv
31-7-2024: Πανηγυρικός Εσπερινός και ιερά Λιτανεία του Πολιούχου Βέροιας Αγίου Αντωνίου

Показать описание
Ο Όσιος Αντώνιος καταγόταν από ευσεβείς και πλούσιους γονείς και έζησε κατά τον 10ο αιώνα. Νέος ακόμα, έγινε μοναχός στη σκήτη της Βέροιας, κοντά στην κοιλάδα του ποταμού Αλιάκμονα. Οι πνευματικοί του αγώνες κράτησαν είκοσι χρόνια στη σκήτη. Πνευματικά ώριμος, με την ευχή του ηγουμένου της Σκήτης, αποσύρθηκε σε σπήλαιο, όπου έζησε ακόμα 54 χρόνια ασκητικών γυμνασμάτων. Η Εκκλησία τιμώντας τον, τον θεώρησε Μέγα και γι’ αυτό τον ονόμασε Νέο σε σχέση με τον παλαιότερο διδάσκαλο της ερήμου Άγιο Αντώνιο τον Μέγα. Ο Όσιος Αντώνιος κοιμήθηκε σε ηλικία 94 ετών. Έτρωγε μόνο μία φορά την εβδομάδα τα λίγα χόρτα που φύτρωναν γύρω από το σπήλαιό του, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την υπερηφάνεια, με την οποία προσπαθούσε ο διάβολος να τον παρασύρει στην πτώση.
Μια φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.
Ο όσιος επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της αφοσιώσεως στο Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.
Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο.
Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκεπτόταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου. Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιγε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαβγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.
Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί το τίμιο λείψανο του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.
Ο Ναός του εγκαινιάστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1904 από τον Μητροπολίτη Βεροίας Κων/νο Ισαακίδη.
Εξαιτίας των πυρκαγιών του 1860 και 1898 τα κτίσματα καταστράφηκαν και κτίστηκε ο υπάρχων τρίκλιτος Ναός, ρυθμού Βασιλικής με περιφερειακό νάρθηκα και 2 μεταγενέστερα κωδωνοστάσια.
Μετά την ενθρόνιση του Μητροπολίτου Βέροιας κ. Παντελεήμονος το 1994, ο Ναός ανακαινίστηκε εκ βάθρων. Τοποθετήθηκε περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο και βυζαντινές εικόνες και το πετρόκτιστο κιβώριο αντικαταστάθηκε με νέο μαρμαρόγλυπτο.
Τα Ιερά λείψανα του Οσίου τοποθετήθηκαν σε νέα αργυρά λειψανοθήκη και ολόκληρος ο Ναός διακοσμήθηκε με βυζαντινές τοιχογραφίες.
Τον Νοέμβριο του 2004 εορτάστηκαν τα 100 έτη από τα εγκαίνια του Ναού με αποκορύφωμα την Πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου και τη συμμετοχή Ιεραρχών.Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής της Ευεργέτιδος του Ναού Ευδοξίας Μαλακούση.
Ο Ναός πανηγυρίζει την 17ην Ιανουαρίου και την 1ην Αυγούστου.
Μια φορά, ο διάβολος εμφανίστηκε και πάλι κατά τη διάρκεια της νύκτας μέσα στο σπήλαιο που έμενε ο όσιος, ως άγγελος φωτός επαινώντας τον για τις αρετές του. Έχοντας πείρα ο όσιος από τις πονηρίες του διαβόλου τον απέκρουσε για πολλοστή φορά, κι ενώ αυτός διαλυόταν με ισχυρό θόρυβο, θείο φως κάλυψε τον όσιο και πλημμύρισε το σπήλαιο. Η χάρη του Θεού σκέπασε από τότε τον εκλεκτό ασκητή και η φήμη του διαδόθηκε τόσο πολύ, ώστε πλήθη λαού προσέτρεχαν προς αυτόν για να απολαύσουν την ευλογία του.
Ο όσιος επιθυμούσε και επεδίωκε να απολαύσει την απόλυτη ησυχία, αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Θέλοντας, λοιπόν, να αποφύγει τους πολλούς επισκέπτες που του στερούσαν την γλυκύτητα της ησυχίας και της αφοσιώσεως στο Θεό, εγκατέλειψε το σπήλαιό του και αποσύρθηκε σε έναν ερημικό τόπο κοντά στο ποτάμι. Εκεί ζούσε υπομένοντας για χάρη του Θεού τον καύσωνα της ημέρας και το ψύχος της νύκτας.
Η ταλαιπωρία της μακροχρόνιας και αυστηρής ασκήσεως τον καταπόνησαν τόσο, ώστε αναγκάσθηκε να επιστρέψει στο σπήλαιο.
Όταν κατάλαβε ότι εγγίζει το τέλος του, λίγο πριν από την εορτή των Χριστουγέννων, παρακάλεσε τους ευσεβείς χριστιανούς που τον επισκεπτόταν να τον αφήσουν μόνο του και ειδοποίησε έναν ιερέα, για να του μεταδώσει τα άχραντα μυστήρια για τελευταία φορά ως εφόδιο Ζωής Αιωνίου. Την πρώτη Ιανουαρίου ξάπλωσε στο έδαφος και αφού έψαλε επίκαιρους ύμνους, σταύρωσε τα χέρια του και παρέδωσε το πνεύμα του στα χέρια του Θεού.
Δεκαέξι ημέρες παρέμεινε ο όσιος νεκρός μέσα στο σπήλαιο και μία υπερφυσική λυχνία έκαιγε πάνω από το λείψανό του, μέχρις ότου ένας πλούσιος Βεροιεύς ανέβηκε με μεγάλη συνοδεία στο βουνό, όπου ήταν το σπήλαιο του οσίου για να κυνηγήσει. Οδηγούμενοι από τα γαβγίσματα των σκύλων και από ένα χέρι που φαινόταν επάνω από το σπήλαιο και τους καλούσε προς το μέρος του, ανακάλυψαν οι κυνηγοί τον όσιο πλημμυρισμένο από το θείο φως, αλώβητο και γεμάτο από ευωδία.
Κάποιοι από τους κυνηγούς ειδοποίησαν τότε τον αρχιερέα της πόλης, ο οποίος συγκέντρωσε κλήρο και λαό και έφθασαν στο σπήλαιο. Επειδή υπήρχε διαφωνία για το που θα έπρεπε να ενταφιαστεί το τίμιο λείψανο του το τοποθέτησαν πάνω σε ένα κάρο το οποίο το σέρνανε βόδια και το άφησαν ελεύθερο ώστε ο άγιος να αποφασίσει που θέλει να ενταφιαστεί.Έτσι λοιπόν άρχισε το κάρο αυτό με το λείψανο του αγίου να περιδιαβαίνει τα χωριά της Βέροιας (Κουλούρα, Διαβατός, Ραψομανίκη, Ξεχασμένη, Σταυρός) τα ονόματα των οποίων σχετίζονται με το πέρασμα του αγίου.
Ο Ναός του εγκαινιάστηκε στις 12 Σεπτεμβρίου του 1904 από τον Μητροπολίτη Βεροίας Κων/νο Ισαακίδη.
Εξαιτίας των πυρκαγιών του 1860 και 1898 τα κτίσματα καταστράφηκαν και κτίστηκε ο υπάρχων τρίκλιτος Ναός, ρυθμού Βασιλικής με περιφερειακό νάρθηκα και 2 μεταγενέστερα κωδωνοστάσια.
Μετά την ενθρόνιση του Μητροπολίτου Βέροιας κ. Παντελεήμονος το 1994, ο Ναός ανακαινίστηκε εκ βάθρων. Τοποθετήθηκε περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο και βυζαντινές εικόνες και το πετρόκτιστο κιβώριο αντικαταστάθηκε με νέο μαρμαρόγλυπτο.
Τα Ιερά λείψανα του Οσίου τοποθετήθηκαν σε νέα αργυρά λειψανοθήκη και ολόκληρος ο Ναός διακοσμήθηκε με βυζαντινές τοιχογραφίες.
Τον Νοέμβριο του 2004 εορτάστηκαν τα 100 έτη από τα εγκαίνια του Ναού με αποκορύφωμα την Πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία προεξάρχοντος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρού Χριστοδούλου και τη συμμετοχή Ιεραρχών.Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια της προτομής της Ευεργέτιδος του Ναού Ευδοξίας Μαλακούση.
Ο Ναός πανηγυρίζει την 17ην Ιανουαρίου και την 1ην Αυγούστου.