filmov
tv
Στη ταβέρνα του Σπανού

Показать описание
Μουσική - Κώστας Γκίκας
Στίχοι - Αριστείδης Μπαρχαμπάς
Από το βιβλίο του Αρ. Μπαρχαμπά «Το Αγρίνιο Κάποτε» διαβάζουμε (διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου):
«Είναι στιγμές που ο νους ακούραστος ταξειδευτής, γυρίζει στα παληά και ψάχνοντας στα συρτάρια της ζωής, ανασκαλεύει πίκρες και αντάμα γλυκές θύμησες και ζητάει να τις ξαναζωντανέψει. Κι ακούραστη η καρδιά τον συντροφεύει έτοιμη ν’ ανεβάσει πικρό το δάκρυ στα μάτια μας θρηνώντας έτσι το θάνατο της νειότης.
Αποσταμένο τ’ όνειρο – ζητάει ξεκούραση σ’ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια σέρνει τα βήματά του και χώνεται μέσ’ στην «υπόγεια την ταβέρνα» του Αποστόλη και Κώστα Σπανού, δυο καλοκάγαθων ταβερνιάρηδων που πάντα μένουν αξέχαστοι στο βιβλίο της μνήμης των Αγρινιωτών.
Ταβέρνα που τη καταβρόχθησε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας. Ταβέρνα που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει απ’ τα Πλακιώτικα κουτούκια τα πολυτραγουδισμένα.
Ένα κατοστάρι –ζούσε τότε η οκά- δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ το γείτονα φούρναρη –μακαρίτης κι αυτός- Βαγγέλη Παπαδόπουλο, έφταναν για να πεις "έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, ναρκώσου καϋμέ μεσ’ στης καρδιάς την άβυσσο".
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας λίγοι Βραχωρίτες ζωντανοί, ζεστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς – σαν σουρούπωνε- άραζαν στην...
«Ταβέρνα του Σπανού».
Και γύρω τα τραπέζια γέμιζαν απ’ άλλους που ερχόταν να γευτούν μιάν αξέχαστη βραδυά, στιγμές κεφιού, στιγμές απίκραντες.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέλφια όλοι τους. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαν βαφτίσει μόνοι τους «Γκρίνια» κι ας μην γκρίνιαζαν ποτέ τους κι ας ήταν όλοι τους η άδολη αγάπη.
Σκαλεύει η μνήμη για να τους βρει όλους αυτούς τους γλετζέδες, μα της είναι ανήμπορο. Βρίσκει μονάχα τ’ αδέρφια Κώστα και Πάνο Κροτσέτη, το Μίμη Καπέρδα, το Μπαρχαμπά, τον Κώστα, τον Βαγγέλη Κουκούλη, τον Θανάση Κρικοχωρίτη, τον Γάκια Ψιλόπουλο, τ’ αδέρφια Μίμη και Νιόνιο Τσακανίκα, τον Αποστόλη Γιώτη, το Μήτσο Ζαχαρόπουλο και τον Πάνο Βλασόπουλο, δημοσιογράφο – εκδότη Εφημερίδας που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Αγρίνιο.
Μια ζωή χαράς μεσ’ στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια τους. Και δεν ήταν ένας που να μην παίζει ένα όργανο. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, σύνθεταν μια κομπανία απλήρωτη τραγουδιστών για το σεβντά τους, για το μεράκι τους.
Τα καλαμπούρια τους, τα πειράγματά τους, τ’ ανέκδοτα που διηγούνταν, οι φάρσες που σκάρωναν, οι μιμήσεις άλλων Αγρινιωτών, οι αυτοσχεδιασμοί σατιρικών μαντινάδων, οι μεταμφιέσεις τους, όλα της στιγμής και πάνω στη γλετζέδικη διάθεσή τους είχαν φέρει τη φήμη τους και στην Αθήνα ακόμα.
Τροβαδούροι αξέχαστοι της «Γκρίνιας» τα παιδιά, δεν είχαν σε τίποτα να παρατήσουν τα όργανά τους και τις παληές γλυκιές καντάδες τους και να σηκωθούν να παραστήσουν την «Γκόλφω» ή τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Ήταν υπέροχοι όλοι τους.
Τα χρόνια –ποτάμι αγύριστο- πέρασαν. Και το όνειρο της κάθε βραδυάς που έπλαθε η «Γκρίνια» με τις εκδηλώσεις της διαλύθηκε. Και τα παιδιά της σκόρπισαν αφήνοντας κενό ανεκπλήρωτο στη νυχτερινή καντάδα του Αγρινίου, στο κέφι της αφροντισιάς.
Τα χρόνια τραγάνισαν τη ζωή τους. Κι όλοι σκεπάστηκαν απ’ τη μάνα γη. Με εξαίρεση –αν η μνήμη δε λαθεύει- τον αειθαλέστατο Μίμη Καπέρδα, το Μίμη που με την κιθάρα με τα δυο τα μπράτσα ακόμα –αν και κρεμασμένη για πάντα στον τοίχο του σπιτιού του- φέρνη στ’ αυτιά τον απόηχο των γλυκών τραγουδιών της «Γκρίνιας». Φέρνη μπροστά μας όλους της παρέας του που θα μείνουν αξέχαστοι, που θα μείνουν ανεπανάληπτοι».
Όταν το Βραχωρίτικο αυτό στέκι σωριάστηκε για να χτιστεί στη θέση του, μια πολυκατοικία ο Πάνος Βλασσόπουλος έγραψε ένα εκπληκτικό άρθρο στην εφημερίδα του. Ένα άρθρο-λυγμό, από ένα από τα μέλη της «Γκρίνιας».
Στίχοι - Αριστείδης Μπαρχαμπάς
Από το βιβλίο του Αρ. Μπαρχαμπά «Το Αγρίνιο Κάποτε» διαβάζουμε (διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου):
«Είναι στιγμές που ο νους ακούραστος ταξειδευτής, γυρίζει στα παληά και ψάχνοντας στα συρτάρια της ζωής, ανασκαλεύει πίκρες και αντάμα γλυκές θύμησες και ζητάει να τις ξαναζωντανέψει. Κι ακούραστη η καρδιά τον συντροφεύει έτοιμη ν’ ανεβάσει πικρό το δάκρυ στα μάτια μας θρηνώντας έτσι το θάνατο της νειότης.
Αποσταμένο τ’ όνειρο – ζητάει ξεκούραση σ’ ένα ποτήρι κοκκινέλι, μπρούσκο ή ξανθιά ρετσίνα, χρυσή κεχριμπαρένια σέρνει τα βήματά του και χώνεται μέσ’ στην «υπόγεια την ταβέρνα» του Αποστόλη και Κώστα Σπανού, δυο καλοκάγαθων ταβερνιάρηδων που πάντα μένουν αξέχαστοι στο βιβλίο της μνήμης των Αγρινιωτών.
Ταβέρνα που τη καταβρόχθησε το τσιμέντο μιας πολυκατοικίας. Ταβέρνα που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει απ’ τα Πλακιώτικα κουτούκια τα πολυτραγουδισμένα.
Ένα κατοστάρι –ζούσε τότε η οκά- δυο ελιές κι ένα σκόρδο, λίγο ταραμάς και απαλό ψωμί απ’ το γείτονα φούρναρη –μακαρίτης κι αυτός- Βαγγέλη Παπαδόπουλο, έφταναν για να πεις "έξω φτώχεια, έξω φροντίδα της καθημερινής ζωής, έξω πίκρα, ναρκώσου καϋμέ μεσ’ στης καρδιάς την άβυσσο".
Μόνιμη παρέα της ταβέρνας λίγοι Βραχωρίτες ζωντανοί, ζεστοί άνθρωποι με καρδιές ολάνθιστοι μπαξέδες. Άνθρωποι που στα χείλη τους άνθιζε το γέλιο, το κέφι ξεχνώντας την κούραση της ολοήμερης δουλειάς – σαν σουρούπωνε- άραζαν στην...
«Ταβέρνα του Σπανού».
Και γύρω τα τραπέζια γέμιζαν απ’ άλλους που ερχόταν να γευτούν μιάν αξέχαστη βραδυά, στιγμές κεφιού, στιγμές απίκραντες.
Μια παρέα αγαπημένη, μονιασμένη, αδέλφια όλοι τους. Έφτυνε ο ένας κι έγλυφε ο άλλος, όπως λέμε. Και την είχαν βαφτίσει μόνοι τους «Γκρίνια» κι ας μην γκρίνιαζαν ποτέ τους κι ας ήταν όλοι τους η άδολη αγάπη.
Σκαλεύει η μνήμη για να τους βρει όλους αυτούς τους γλετζέδες, μα της είναι ανήμπορο. Βρίσκει μονάχα τ’ αδέρφια Κώστα και Πάνο Κροτσέτη, το Μίμη Καπέρδα, το Μπαρχαμπά, τον Κώστα, τον Βαγγέλη Κουκούλη, τον Θανάση Κρικοχωρίτη, τον Γάκια Ψιλόπουλο, τ’ αδέρφια Μίμη και Νιόνιο Τσακανίκα, τον Αποστόλη Γιώτη, το Μήτσο Ζαχαρόπουλο και τον Πάνο Βλασόπουλο, δημοσιογράφο – εκδότη Εφημερίδας που πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στο Αγρίνιο.
Μια ζωή χαράς μεσ’ στην ταβέρνα σαν άρχιζαν τα τραγούδια τους. Και δεν ήταν ένας που να μην παίζει ένα όργανο. Φωνές λαγαρές, αυτοδίδακτοι μουσικοί οι περισσότεροι, σύνθεταν μια κομπανία απλήρωτη τραγουδιστών για το σεβντά τους, για το μεράκι τους.
Τα καλαμπούρια τους, τα πειράγματά τους, τ’ ανέκδοτα που διηγούνταν, οι φάρσες που σκάρωναν, οι μιμήσεις άλλων Αγρινιωτών, οι αυτοσχεδιασμοί σατιρικών μαντινάδων, οι μεταμφιέσεις τους, όλα της στιγμής και πάνω στη γλετζέδικη διάθεσή τους είχαν φέρει τη φήμη τους και στην Αθήνα ακόμα.
Τροβαδούροι αξέχαστοι της «Γκρίνιας» τα παιδιά, δεν είχαν σε τίποτα να παρατήσουν τα όργανά τους και τις παληές γλυκιές καντάδες τους και να σηκωθούν να παραστήσουν την «Γκόλφω» ή τον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας». Ήταν υπέροχοι όλοι τους.
Τα χρόνια –ποτάμι αγύριστο- πέρασαν. Και το όνειρο της κάθε βραδυάς που έπλαθε η «Γκρίνια» με τις εκδηλώσεις της διαλύθηκε. Και τα παιδιά της σκόρπισαν αφήνοντας κενό ανεκπλήρωτο στη νυχτερινή καντάδα του Αγρινίου, στο κέφι της αφροντισιάς.
Τα χρόνια τραγάνισαν τη ζωή τους. Κι όλοι σκεπάστηκαν απ’ τη μάνα γη. Με εξαίρεση –αν η μνήμη δε λαθεύει- τον αειθαλέστατο Μίμη Καπέρδα, το Μίμη που με την κιθάρα με τα δυο τα μπράτσα ακόμα –αν και κρεμασμένη για πάντα στον τοίχο του σπιτιού του- φέρνη στ’ αυτιά τον απόηχο των γλυκών τραγουδιών της «Γκρίνιας». Φέρνη μπροστά μας όλους της παρέας του που θα μείνουν αξέχαστοι, που θα μείνουν ανεπανάληπτοι».
Όταν το Βραχωρίτικο αυτό στέκι σωριάστηκε για να χτιστεί στη θέση του, μια πολυκατοικία ο Πάνος Βλασσόπουλος έγραψε ένα εκπληκτικό άρθρο στην εφημερίδα του. Ένα άρθρο-λυγμό, από ένα από τα μέλη της «Γκρίνιας».
Комментарии