Κώστας Μουντάκης - ΕΦΤΑΞ΄ Ο ΖΕΥΓΑΡΟΚΑΙΡΟΣ

preview_player
Показать описание
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώµα που ανεβάζει µιαν οσµή κεραυνού σαν από θειάφι του βουνού ο πυθµένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον.
Οδυσσέας Ελύτης

Στίχοι-Μουσική Ερμηνεία: Κώστας Μουντάκης

Δίσκος "Αθάνατη 'ναι η Κρήτη"

Έφταξε ο ζευγαρόκαιρος κι εμπήκε πρωτοβρόχι
και μ’ έπιασενε νιόπαντρο κι εμένα εις το μετόχι

Και παίρνω τα ζυγάλετρα, το ζεύτη και το σπόρο
και πρωτοσπόρι έκαμα στου κάτου Δρυ τον πόρο

Στην αυλακιά ξοπίσω μου ακλούθιενε κι η γυναίκα
και στρώνει και βωλοκοπά κι ούλα μου πάνε ντρέτα

Στο "έσω" τη ’γλυκοθώρουνε στο "άνω" μου κρυφογέλα
κι εγυροπαραβόλιαζε ο μόσχος την κανέλα

Κι ήβρεξ’ ο Μάρτης το βλαστό κι Απρίλης τ΄ ασκελώνει
κι ο Μάης το δροσολογά και το καλομεστώνει

Κι ο Πρωτογούλης καψερός ήρθε καιρός να δούμε
εκείνανα που σπείραμε, στα φανερά να βγούνε

Ήρθε το θέρος κι ο καθαείς δρώνει και ψιλοδρώνει
κι εβάλαμε ν-τα ’δά κι εμείς τα βούγια εις τ’ αλώνι

Εκείνη στο βωλόσυρο κι εγώ εσύμπαινα ν-το
κι ανάπιανα το μάλαμα κι αποκαμάρωνα ν-το

Κι απής τ’ απαλωνέψαμε πιάνει το μελτεμάκι
και πιάνει το βολίστη αυτή κι εγώ με το θρινάκι

Κι οι χωριανοί περνούσανε μπαρμπάδε(ς) μας και θειάδες,
-«Χίλια μουζούρια, ώρα καλή!» -«Καλώς τσι δυο χιλιάδες!»

-«Να ΄στε καλά να χαίρεστε τσι κόπους σας περίσσια,
κι ούλο να το ξοδιάσετε σε γέννες και βαφτίσια!»

Κι απάνω στ΄ ανασάκιασμα ήρθε η κερά κοντά μου,
και λέει μου: «εδά εσάλεψε κοπέλι στην κοιλιά μου».

Ηράκλειο, χωριό Καρδουλιανός, Οκτώβρης 1941 Φωτογραφία: Weigt Ernst
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Έβαλε αλλού τριόργωτο και μαλακό χωράφι
εκτεταμένον, κάρπιμο και μέσα ζευγολάτες
πολλοί με τα ζευγάρια τους το εσχίζαν άνω κάτω.
Και όταν γυρίζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρην,
άνθρωπος τους επρόσφερνε ποτήρι όλο γεμάτο
γλυκό κρασί, κι εγύριζαν στες αυλακιές εκείνοι
πρόθυμοι του μεγάλου αγρού να φθάσουν εις την άκρην.
Μαυρίζει όπισθεν η γη και δείχνει αλετρισμένη
μ' όλον οπού 'ναι ολόχρυση, της τέχνης μέγα θάμα.

ἐν δ᾽ ἐτίθει νειὸν μαλακήν, πίειραν ἄρουραν,
εὐρεῖαν τρίπολον· πολλοὶ δ᾽ ἀροτῆρες ἐν αὐτῇ
ζεύγεα δινεύοντες ἐλάστρεον ἔνθα καὶ ἔνθα.
οἱ δ᾽ ὁπότε στρέψαντες ἱκοίατο τέλσον ἀρούρης,
τοῖσι δ᾽ ἔπειτ᾽ ἐν χερσὶ δέπας μελιηδέος οἴνου
δόσκεν ἀνὴρ ἐπιών· τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν᾽ ὄγμους,
ἱέμενοι νειοῖο βαθείης τέλσον ἱκέσθαι.
ἡ δὲ μελαίνετ᾽ ὄπισθεν, ἀρηρομένῃ δὲ ἐῴκει,
χρυσείη περ ἐοῦσα· τὸ δὴ περὶ θαῦμα τέτυκτο.
– Ἰλιὰδα, Ραψωδία Σ΄(540-549) Η ασπίδα του Αχιλλέα

OrpheusDionysus
Автор

Καλησπέρα Γιώργο Ευχαριστώ
Αθάνατος Μουντακης
Η ποίηση, γιατί για ποίηση πρόκειται μιλάει με σαφήνεια για την αξία της σποράς!!!!
👍👍👍💕💕💕💕

ΔήμητραΓυφτου