filmov
tv
Η Γέφυρα Κοράκου - Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ « Οι τροχιές της πέτρας » του Γιώργου Κολόζη

Показать описание
Η Γέφυρα Κοράκου - Απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ « Οι τροχιές της πέτρας » του Γιώργου Κολόζη
Η Γέφυρα Κοράκου ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γιοφύρι των Βαλκανίων. Έζησε για 435 χρόνια αντέχοντας τους σεισμούς και τις μανιασμένες κατεβασιές του Αχελώου μέχρι που έπεσε θύμα του Εμφυλίου. Είχε άνοιγμα 48 μέτρα και ύψος 25 μέτρα.
Από αυτό το ξακουστό γεφύρι που θεωρήθηκε το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων ανοίγματος 45 μέτρων και αποτελούσε για αιώνες το συνδετικό κρίκο της Θεσσαλίας με την Άρτα και την Ήπειρο έχουν μείνει μόνο τα δυο του ακρόβαθρά του στις όχθες του Αχελώου. Το στρατηγικής σημασίας γεφύρι ανατινάχτηκε από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια Εμφυλίου πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού το 1949 εναντίον των ανταρτών του ΕΛΑΣ, καθώς και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν πετύχει σημαντικές προόδους στην περιοχή του Βάλτου και είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των γεφυριών, ο όγκος των δυνάμεων των ανταρτών που ανήκαν στο κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος στράφηκε προς πιο βόρεια περάσματα, στην περιοχή του χωριού Πηγές, όπου η γέφυρα του Κόρακου εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη.
Στις 27 Μαρτίου 1949 οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που ανήκαν στο Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος βρισκόταν στο χωριό Πηγές, στη δυτική πλευρά του Αχελώου, πάνω από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Στο βάθος της κοιλάδας υπήρχε το μοναδικό πέρασμα που ο στρατός δεν είχε ακόμα καταλάβει, η γέφυρα του Κοράκου, κτίσμα με ιστορία πολλών αιώνων, ανίκανο πλέον να υπηρετήσει το πέρασμα ενός σύγχρονου στρατού, αρκετό όμως για να εξασφαλίσει τη διάσωση των ταλαιπωρημένων ανταρτών. Στη διάρκεια της νύχτας υπήρξε ένας μικρός δισταγμός στις τάξεις των τελευταίων, καθώς δεν γνώριζαν με βεβαιότητα αν κατεχόταν ή όχι το γεφύρι, αφού ο Εθνικός στρατός ερχόταν πλέον από παντού και καμιά εκτίμηση των θέσεών του δεν μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση δε που το γεφύρι φυλασσόταν και υπήρχαν ενέδρες ολόγυρα, οι αντάρτες κινδύνευαν να βρεθούν κυκλωμένοι στο στενό χώρο της κοιλάδας, με τον εχθρό να δεσπόζει και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Έτσι το πέρασμα του γεφυριού έγινε αναγκαστικά με το φως της μέρας.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αδιάκοπες συγκρούσεις με ασαφές περίγραμμα σε ολόκληρη την περιοχή. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν ίσως 150 διελεύσεις με αυτή την αποστολή. Βυθίζονταν βαθιά μέσα στην κοιλάδα πιο χαμηλά από τις θέσεις των ανταρτών που προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν χτυπώντας τα με κάθε όπλο, και προσπαθούσαν να πλήξουν τη γέφυρα. Παρά το πείσμα που επέδειξαν και τις άριστες καιρικές συνθήκες δεν κατάφεραν ως το τέλος της ημέρας να πετύχουν το στόχο τους.
Το γεφύρι συχνά βαλλόταν και το πέρασμα από αυτό γινόταν τροχάδην. Στρατιώτες και αντάρτες, ανακατεμένοι, συγκρούονταν σε πολύ μικρές αποστάσεις. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τους δεύτερους, να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στο πέρασμα, να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους ρίξουν στο ορμητικό ποτάμι. Οι δεύτεροι αντίθετα διεκδικούσαν λυσσασμένα τον μοναδικό δρόμο προς τη σωτηρία. Ολόκληρη την ημέρα της 28ης Μαρτίου γύρω από το γεφύρι του Κοράκου εκτυλίχθηκαν μερικές από τις πλέον τραγικές στιγμές ολόκληρου του Εμφυλίου. Μέχρι το σούρουπο όλα είχαν τελειώσει. Μόλις βράδιασε, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αγγίξει το γεφύρι, το μηχανικό των ανταρτών του ΕΛΑΣ το ανατίναξε, δίνοντας τέλος στη σύγκρουση. Η ανατίναξη έγινε με 61 κιλά δυναμίτιδας που τοποθετήθηκε στη μέση του γεφυριού και πυροδοτήθηκε μέσα από την κούλια (δηλ. το φυλάκιο), από έναν αντάρτη με το όνομα Καραντάος.
Όσοι από τους άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να περάσουν σώθηκαν, μέχρι την επόμενη τραγωδία τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι είτε διασκορπίστηκαν στην περιοχή κρυπτόμενοι μέχρι να ανακαλυφθούν, είτε πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι, είτε έπεσαν στα χέρια του στρατού.
Σήμερα πια, στην ανατολική όχθη, το διώροφο φυλάκιο του Δερβέναγα (χαλάσματα φαγωμένα και ξεθωριασμένοι πετρότοιχοι, μισογκρεμισμένα αψιδωτά παράθυρα δίχως στέγη), φρουρεί ακόμα το παμπάλαιο μονοπάτι.
Η Γέφυρα Κοράκου ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γιοφύρι των Βαλκανίων. Έζησε για 435 χρόνια αντέχοντας τους σεισμούς και τις μανιασμένες κατεβασιές του Αχελώου μέχρι που έπεσε θύμα του Εμφυλίου. Είχε άνοιγμα 48 μέτρα και ύψος 25 μέτρα.
Από αυτό το ξακουστό γεφύρι που θεωρήθηκε το μεγαλύτερο μονότοξο των Βαλκανίων ανοίγματος 45 μέτρων και αποτελούσε για αιώνες το συνδετικό κρίκο της Θεσσαλίας με την Άρτα και την Ήπειρο έχουν μείνει μόνο τα δυο του ακρόβαθρά του στις όχθες του Αχελώου. Το στρατηγικής σημασίας γεφύρι ανατινάχτηκε από τους αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια Εμφυλίου πολέμου. Κατά τη διάρκεια των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού το 1949 εναντίον των ανταρτών του ΕΛΑΣ, καθώς και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν πετύχει σημαντικές προόδους στην περιοχή του Βάλτου και είχαν εξασφαλίσει τον έλεγχο των γεφυριών, ο όγκος των δυνάμεων των ανταρτών που ανήκαν στο κλιμάκιο Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος στράφηκε προς πιο βόρεια περάσματα, στην περιοχή του χωριού Πηγές, όπου η γέφυρα του Κόρακου εξακολουθούσε να είναι ελεύθερη.
Στις 27 Μαρτίου 1949 οι κύριες δυνάμεις των ανταρτών του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ που ανήκαν στο Κλιμάκιο του Γενικού Αρχηγείου Νοτίου Ελλάδος βρισκόταν στο χωριό Πηγές, στη δυτική πλευρά του Αχελώου, πάνω από τις απόκρημνες όχθες του ποταμού. Στο βάθος της κοιλάδας υπήρχε το μοναδικό πέρασμα που ο στρατός δεν είχε ακόμα καταλάβει, η γέφυρα του Κοράκου, κτίσμα με ιστορία πολλών αιώνων, ανίκανο πλέον να υπηρετήσει το πέρασμα ενός σύγχρονου στρατού, αρκετό όμως για να εξασφαλίσει τη διάσωση των ταλαιπωρημένων ανταρτών. Στη διάρκεια της νύχτας υπήρξε ένας μικρός δισταγμός στις τάξεις των τελευταίων, καθώς δεν γνώριζαν με βεβαιότητα αν κατεχόταν ή όχι το γεφύρι, αφού ο Εθνικός στρατός ερχόταν πλέον από παντού και καμιά εκτίμηση των θέσεών του δεν μπορούσε να γίνει. Στην περίπτωση δε που το γεφύρι φυλασσόταν και υπήρχαν ενέδρες ολόγυρα, οι αντάρτες κινδύνευαν να βρεθούν κυκλωμένοι στο στενό χώρο της κοιλάδας, με τον εχθρό να δεσπόζει και χωρίς καμιά διέξοδο διαφυγής. Έτσι το πέρασμα του γεφυριού έγινε αναγκαστικά με το φως της μέρας.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν όλες οι κυβερνητικές δυνάμεις με αποτέλεσμα αδιάκοπες συγκρούσεις με ασαφές περίγραμμα σε ολόκληρη την περιοχή. Η αεροπορία ανέλαβε να καταστρέψει το γεφύρι με πολυβολισμούς και ρουκέτες. Τα ΣΠΙΤΦΑΪΡ πραγματοποίησαν ίσως 150 διελεύσεις με αυτή την αποστολή. Βυθίζονταν βαθιά μέσα στην κοιλάδα πιο χαμηλά από τις θέσεις των ανταρτών που προσπαθούσαν να τα εμποδίσουν χτυπώντας τα με κάθε όπλο, και προσπαθούσαν να πλήξουν τη γέφυρα. Παρά το πείσμα που επέδειξαν και τις άριστες καιρικές συνθήκες δεν κατάφεραν ως το τέλος της ημέρας να πετύχουν το στόχο τους.
Το γεφύρι συχνά βαλλόταν και το πέρασμα από αυτό γινόταν τροχάδην. Στρατιώτες και αντάρτες, ανακατεμένοι, συγκρούονταν σε πολύ μικρές αποστάσεις. Οι πρώτοι προσπαθούσαν να κυκλώσουν και να αποκόψουν τους δεύτερους, να μην τους αφήσουν να πλησιάσουν στο πέρασμα, να τους αιχμαλωτίσουν ή να τους ρίξουν στο ορμητικό ποτάμι. Οι δεύτεροι αντίθετα διεκδικούσαν λυσσασμένα τον μοναδικό δρόμο προς τη σωτηρία. Ολόκληρη την ημέρα της 28ης Μαρτίου γύρω από το γεφύρι του Κοράκου εκτυλίχθηκαν μερικές από τις πλέον τραγικές στιγμές ολόκληρου του Εμφυλίου. Μέχρι το σούρουπο όλα είχαν τελειώσει. Μόλις βράδιασε, ενώ οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αγγίξει το γεφύρι, το μηχανικό των ανταρτών του ΕΛΑΣ το ανατίναξε, δίνοντας τέλος στη σύγκρουση. Η ανατίναξη έγινε με 61 κιλά δυναμίτιδας που τοποθετήθηκε στη μέση του γεφυριού και πυροδοτήθηκε μέσα από την κούλια (δηλ. το φυλάκιο), από έναν αντάρτη με το όνομα Καραντάος.
Όσοι από τους άντρες του ΕΛΑΣ κατάφεραν να περάσουν σώθηκαν, μέχρι την επόμενη τραγωδία τουλάχιστον. Οι υπόλοιποι είτε διασκορπίστηκαν στην περιοχή κρυπτόμενοι μέχρι να ανακαλυφθούν, είτε πνίγηκαν προσπαθώντας να περάσουν το ποτάμι, είτε έπεσαν στα χέρια του στρατού.
Σήμερα πια, στην ανατολική όχθη, το διώροφο φυλάκιο του Δερβέναγα (χαλάσματα φαγωμένα και ξεθωριασμένοι πετρότοιχοι, μισογκρεμισμένα αψιδωτά παράθυρα δίχως στέγη), φρουρεί ακόμα το παμπάλαιο μονοπάτι.
Комментарии