Ο Λαβύρινθος του Δαίδαλου

preview_player
Показать описание
#greek #vocabulary #learning #learn

Ο Λαβύρινθος του Δαίδαλου
Ο Αισχύλος ήταν ένας ατίθασος νέος από την Κρήτη, γεμάτος περιέργεια και αλαζονεία. Όταν άκουσε τις ιστορίες για τον περίφημο λαβύρινθο του Δαίδαλου, γέλασε.
«Ένα απλό κατασκεύασμα!» είπε. «Αν ήμουν εκεί, θα έβρισκα την έξοδο σε μια στιγμή!»
Οι θεοί άκουσαν την υπεροψία του. Ένα βράδυ, ενώ κοιμόταν, ξύπνησε μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους από πέτρα. Ο αέρας ήταν υγρός, και ένας ανεπαίσθητος ήχος αντήχησε στους τοίχους—η βαριά ανάσα κάποιου θηρίου.
«Ο λαβύρινθος…» ψιθύρισε.
Προχώρησε βιαστικά, προσπαθώντας να βρει διέξοδο. Όμως, κάθε στροφή τον έφερνε πίσω στο ίδιο σημείο. Οι σκιές κινούνταν, και ο ήχος των νυχιών που ξύνουν την πέτρα γινόταν όλο και πιο δυνατός.
Έπειτα από ώρες, ίσως μέρες, ο Αισχύλος συνειδητοποίησε πως δεν υπήρχε έξοδος. Δεν ήταν πλέον βέβαιος αν ο λαβύρινθος ήταν πραγματικός ή αν είχε παγιδευτεί σε έναν εφιάλτη.
Μέχρι που τον βρήκε.
Το Μινώταυρος στεκόταν μπροστά του, τα μάτια του γεμάτα αρχαία θλίψη και οργή.
«Τι θέλεις εδώ;» βρυχήθηκε το τέρας.
Ο Αισχύλος έπεσε στα γόνατα. «Συγχώρεσέ με… Ήμουν ανόητος.»
Ο Μινώταυρος τον κοίταξε για λίγο και έπειτα έκανε στην άκρη, δείχνοντας έναν διάδρομο. Ο Αισχύλος έτρεξε, και μόλις πέρασε την έξοδο, ξύπνησε ξανά στο κρεβάτι του.
Από εκείνη τη μέρα, ποτέ δεν μίλησε ξανά για τον λαβύρινθο. Αλλά κάθε νύχτα, στα όνειρά του, άκουγε ακόμη την ανάσα του θηρίου.

Daedalus’ Labyrinth
Aeschylos was a reckless young man from Crete, full of curiosity and arrogance. When he heard tales of Daedalus’ famous labyrinth, he laughed.
“A simple construction!” he scoffed. “If I were there, I’d find the exit in an instant!”
The gods heard his arrogance. One night, as he slept, he awoke to find himself inside dark stone corridors. The air was damp, and a faint sound echoed through the walls—the heavy breathing of some beast.
“The labyrinth…” he whispered.
He moved quickly, trying to find his way out. But every turn led him back to the same spot. Shadows shifted, and the sound of claws scraping stone grew louder.
After hours—perhaps days—Aeschylos realized there was no exit. He was no longer sure if the labyrinth was real or if he was trapped in a nightmare.
Until he found it.
The Minotaur stood before him, its eyes filled with ancient sorrow and rage.
“What do you seek here?” the beast growled.
Aeschylos fell to his knees. “Forgive me… I was a fool.”
The Minotaur studied him for a moment, then stepped aside, revealing a passage. Aeschylos ran, and as he crossed the exit, he awoke in his bed once more.
From that day on, he never spoke of the labyrinth again. But every night, in his dreams, he still heard the beast’s breath.
Рекомендации по теме