filmov
tv
Νίκος Ξυλούρης - Αφιέρωμα (Πρώτη Ενότητα)

Показать описание
Ένας φόρος τιμής και μνήμης στον Αθάνατο Νίκο Ξυλούρη.
Στην πρώτη αυτή ενότητα, ανθολογείται η συνεργασία του με τα αρχέγονα - επικά έργα του Γιάννη Μαρκόπουλου στα πρώτα μισά της δεκαετίας του '70, όπως και η εκτεταμένη συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, και τον Χρήστο Λεοντή πιο κατοπινά.
Ο μύθος του, 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, ηχηρός όσο και η φωνή του. Το όνομά του, συνώνυμο πια της Κρήτης αλλά και της διαύγειας, της ανθρωπιάς, της ελευθερίας. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία δεν τον πρόλαβαν τότε ζωντανό στη σκηνή, σήμερα είναι ώριμοι άντρες και γυναίκες οι οποίοι μαζί με το κοινό του, που ανανεώνεται συνεχώς, προσπαθούν να συνθέσουν τα κομμάτια της ιστορίας του μέσα από τη δισκογραφική παρακαταθήκη αλλά και από τα αφιερώματα που ανά καιρούς έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη “έντεχνη” δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσα σ’αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια Κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης ν’αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσοι μεγάλοι και αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές και οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.
Με το Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο “Χρονικό”, μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Εξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα “Ριζίτικα” της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ “Λήδρα” στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, “Αγρίμια κι αγριμάκια μου…”
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η “Ιθαγένεια” και ο “Στρατής ο θαλασσινός” αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο (“Διόνυσε καλοκαίρι μας”, “Συλλογή”), τον Χριστόδουλο Χάλαρη (“Τροπικός της Παρθένου”, “Ακολουθία”) και τον Χρήστο Λεοντή (“Καπνισμένο μου τσουκάλι”). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, στον θέατρο “Αθήναιον” με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι “Το μεγάλο μας τσίρκο”.
Από τη “Λήδρα”, στην “Αρχόντισσα”, μετά στην “Αποσπερίδα”… Ξανά στη “Λήδρα”, μετά στο “Κύτταρο” και στο “Θεμέλιο”… Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Παράλληλα ηχογραφεί τα “Αντιπολεμικά” τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη.
Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την υγεία του, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Η φυσική του απουσία έρχεται να κλείσει μια ολόκληρη εποχή, να σφραγίσει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί Ελληνικού τραγουδιού. Η ρωμαλέα έκφραση, η άμεση σύνδεση με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα αλλά και ο άρρηκτος δεσμός με την ντόπια τραγουδιστική παράδοση, ίσως είναι “πολυτέλεια” για το νέο αιώνα..
Η φωνή, η λεβεντιά, η καθαρή ματιά του ακόμη, τόσες δεκαετίες μετά το φευγιό του, σκορπίζουν ρίγη συγκίνησης.
Στην πρώτη αυτή ενότητα, ανθολογείται η συνεργασία του με τα αρχέγονα - επικά έργα του Γιάννη Μαρκόπουλου στα πρώτα μισά της δεκαετίας του '70, όπως και η εκτεταμένη συνεργασία του με τον Σταύρο Ξαρχάκο, τον Χριστόδουλο Χάλαρη, και τον Χρήστο Λεοντή πιο κατοπινά.
Ο μύθος του, 40 χρόνια μετά τον θάνατό του, ηχηρός όσο και η φωνή του. Το όνομά του, συνώνυμο πια της Κρήτης αλλά και της διαύγειας, της ανθρωπιάς, της ελευθερίας. Εκείνα τα παιδιά, τα οποία δεν τον πρόλαβαν τότε ζωντανό στη σκηνή, σήμερα είναι ώριμοι άντρες και γυναίκες οι οποίοι μαζί με το κοινό του, που ανανεώνεται συνεχώς, προσπαθούν να συνθέσουν τα κομμάτια της ιστορίας του μέσα από τη δισκογραφική παρακαταθήκη αλλά και από τα αφιερώματα που ανά καιρούς έρχονται στο φως της δημοσιότητας.
Πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, η φωνή του Νίκου Ξυλούρη θα περάσει στη σύγχρονη “έντεχνη” δημιουργία επώνυμων συνθετών. Μέσα σ’αυτές τις επιλογές, μέλλεται η γνήσια Κρητική έκφραση και το παραδοσιακό τραγούδι της Κρήτης ν’αποκτήσουν μια πανελλήνια εμβέλεια, μια δυναμική που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν, όσοι μεγάλοι και αν ήταν οι καλλιτέχνες, τραγουδιστές και οργανοπαίχτες που την υπηρέτησαν.
Με το Γιάννη Μαρκόπουλο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο “Χρονικό”, μια ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Εξι μήνες μετά κυκλοφορεί ο δίσκος αναφορά στα “Ριζίτικα” της Κρήτης. Τον Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ “Λήδρα” στην Πλάκα. Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης. “Πότε θα κάνει ξαστεριά”, “Αγρίμια κι αγριμάκια μου…”
Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η “Ιθαγένεια” και ο “Στρατής ο θαλασσινός” αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο (“Διόνυσε καλοκαίρι μας”, “Συλλογή”), τον Χριστόδουλο Χάλαρη (“Τροπικός της Παρθένου”, “Ακολουθία”) και τον Χρήστο Λεοντή (“Καπνισμένο μου τσουκάλι”). Το καλοκαίρι του 1973 κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή σε μια παράσταση που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, στον θέατρο “Αθήναιον” με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Είναι “Το μεγάλο μας τσίρκο”.
Από τη “Λήδρα”, στην “Αρχόντισσα”, μετά στην “Αποσπερίδα”… Ξανά στη “Λήδρα”, μετά στο “Κύτταρο” και στο “Θεμέλιο”… Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ μέχρι το 1979. Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου.
Παράλληλα ηχογραφεί τα “Αντιπολεμικά” τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη.
Ύστερα από ταλαιπωρία ενός χρόνου με την υγεία του, φεύγει για πάντα στις 8 Φεβρουαρίου του 1980. Η φυσική του απουσία έρχεται να κλείσει μια ολόκληρη εποχή, να σφραγίσει μια συγκεκριμένη αντίληψη περί Ελληνικού τραγουδιού. Η ρωμαλέα έκφραση, η άμεση σύνδεση με τα κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα αλλά και ο άρρηκτος δεσμός με την ντόπια τραγουδιστική παράδοση, ίσως είναι “πολυτέλεια” για το νέο αιώνα..
Η φωνή, η λεβεντιά, η καθαρή ματιά του ακόμη, τόσες δεκαετίες μετά το φευγιό του, σκορπίζουν ρίγη συγκίνησης.
Комментарии