filmov
tv
Σοφοκλέους Αντιγόνη 2

Показать описание
Πέμπτο στάσιμο: Ικετήριος ύμνος στον προστάτη των Θηβών Διόνυσο.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, μαθητής του Σακελλαρίδη, αναφέρει πως ο δάσκαλός του "είχε κλείσει μέσα του την Ελλάδα". Αυτό αποτυπώνεται στα μέλη του, στα οποία συνδυάζει αρχαϊκά στοιχεία (προσωδιακά μέτρα) με "δημώδεις ήχους" και μελωδίες του Βυζαντίου, όπως λέει ο ίδιος.
Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας (Αθήνα, 1896), ενώ ο ίδιος ο Σακελλαρίδης τραγούδησε ως κορυφαίος του χορού.
Ερμηνεύει η "Εστία Θεάτρου Ερινεώς".
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θηβαίοι, άρχοντες, έρχομαι οδηγούμενος από τον βοηθό μου, γιατί αυτόν τον δρόμο μπορεί να τον βλέπει μονάχα ένας από τους δυό μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Δώσε στο μάντη προσοχή και θα το μάθεις.
[...]
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πηγαίνω αμέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ' αυτό το μέρος. Και μιας κι άλλαξα γνώμη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάμαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.
ΧΟΡΟΣ
Βάκχε, καμάρι της Κάδμειας νύφης, παιδί του Δία με τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασμένης Ιταλίας, των κάμπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της Δήμητρας, Βάκχε, που υμνείσαι στην μητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις μουσκεμένες όχθες του Ισμηνού, στο χώμα το σπαρμένο με τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και μετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, με τους κισσούς και με τα καρπερά τ' αμπέλια, πηδάς πάνω απ' τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνομά σου υψώνεται με δύναμη μεγαλύτερη από τη θνητή δύναμη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόμους της Θήβας.
Πόλη καμιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπημένη από τον κεραυνό μητέρα σου. Τώρα που μόλυνε την πόλη η συμφορά, κατέβα απ' τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ' τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάμεσα στα λαμπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώματα της νύχτας, του Δία το κρυφό καμάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα με τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν με χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.
Ο Κωνσταντίνος Παπαδημητρίου, μαθητής του Σακελλαρίδη, αναφέρει πως ο δάσκαλός του "είχε κλείσει μέσα του την Ελλάδα". Αυτό αποτυπώνεται στα μέλη του, στα οποία συνδυάζει αρχαϊκά στοιχεία (προσωδιακά μέτρα) με "δημώδεις ήχους" και μελωδίες του Βυζαντίου, όπως λέει ο ίδιος.
Η παράσταση ανέβηκε στο πλαίσιο της πρώτης σύγχρονης Ολυμπιάδας (Αθήνα, 1896), ενώ ο ίδιος ο Σακελλαρίδης τραγούδησε ως κορυφαίος του χορού.
Ερμηνεύει η "Εστία Θεάτρου Ερινεώς".
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θηβαίοι, άρχοντες, έρχομαι οδηγούμενος από τον βοηθό μου, γιατί αυτόν τον δρόμο μπορεί να τον βλέπει μονάχα ένας από τους δυό μας.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γέροντα Τειρεσία, τι σε φέρνει εδώ;
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Δώσε στο μάντη προσοχή και θα το μάθεις.
[...]
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Πηγαίνω αμέσως. Ελάτε, ελάτε δούλοι, όλοι σας, πάρτε αξίνες και τρέξτε γρήγορα σ' αυτό το μέρος. Και μιας κι άλλαξα γνώμη, εγώ ο ίδιος που την έδεσα θα την ελευθερώσω. Φοβάμαι πως είναι καλύτερα να ζεις, κρατώντας τις συνήθειες τις παλιές του τόπου.
ΧΟΡΟΣ
Βάκχε, καμάρι της Κάδμειας νύφης, παιδί του Δία με τους βροντερούς κεραυνούς, ευλογητή της δοξασμένης Ιταλίας, των κάμπων, βασιλιά, της Ελευσίνας στην αγκαλιά της Δήμητρας, Βάκχε, που υμνείσαι στην μητρόπολη των Βακχών, τη Θήβα, στις μουσκεμένες όχθες του Ισμηνού, στο χώμα το σπαρμένο με τα δόντια δράκου. Εσένα καλωσόρισε ο αστραφτερός καπνός, που ξεπηδάει από τις δυό κορφές του βουνού, όπου λικνίζονται στη σειρά οι Κωρύκιες νύφες, οι συνοδοί σου, και μετά ξεδιψάνε πιο κάτω, στης Κασταλίας την πηγή. Και σε ξεπροβοδάν οι καταπράσινες πλαγιές της Νύσας, με τους κισσούς και με τα καρπερά τ' αμπέλια, πηδάς πάνω απ' τους πράσινους γιαλούς, καθώς το όνομά σου υψώνεται με δύναμη μεγαλύτερη από τη θνητή δύναμη των ανθρώπων όταν επισκέπτεσαι τους δρόμους της Θήβας.
Πόλη καμιά δεν αγαπάς πιο πολύ από τη Θήβα, κι εσύ όπως και τη χτυπημένη από τον κεραυνό μητέρα σου. Τώρα που μόλυνε την πόλη η συμφορά, κατέβα απ' τις κορφές του Παρνασσού, ροβόλα πάνω απ' τις πλαγιές να σαρώσεις την αρρώστια. Εσύ, πρωτοχορευτή, ανάμεσα στα λαμπυρίζοντα αστέρια, που σπιθοβολάνε, πρωτοτραγουδιστή στα ξεφαντώματα της νύχτας, του Δία το κρυφό καμάρι, φανερώσου, βασιλιά, παρέα με τη συντροφιά σου, τις βακχίδες, που αναστατώνουν με χορούς τη νύχτα για να λατρέψουν το θεό τους, Βάκχε, Ίακχε.