filmov
tv
Ο ΝΕΚΡΟΦΟΡΑΣ: Στιχοι/Μουσικη-ΝΙΚΟΣ ΜΩΡΑÏTΟΠΟΥΛΟΣ

Показать описание
Ο ΝΕΚΡΟΦΟΡΑΣ
῎..Νεκροφόρα῎ τον φωνάζουν και στο δρόμο τον πειράζουν
οι καλοί νοικοκυραίοι καθώς πρέπει αρουραίοι
Μα αυτός χαμογελάει δεν μιλά και προσπερνάει
Ψάχνει για καμιά γουλιά να ξορκίσει η γκαντεμιά
Ρέ ντουνιά για τους παράδες τόριξες στους τεμενάδες
λιγουρεύεσαι το χρήμα να το πάρεις μεσ' το μνήμα
Κοινωνία μητριά δίχως χάδι κι αγκαλιά
στο πικρό του το ταξίδι 'έσταζες χολή και ξύδι
Απ' το πλάι του πέρασες έφτυσες και ξέρασες
Τον εξόρισες να ζει στη σκυλίσια του ζωή
Ο Θεός δεν μοίρασε ίσια τα λεφτα και τα περίσσια
σ' άλλους έκλεισε το μάτι και σε῎αυτόν νερό κι'αλάτι
Το γιαπί και το παγκάκι έχει σπίτι και κονάκι
κι῎ένα κόπρο μαύρο σκύλο για παρηγοριά και φίλο
Κουρελής πάντα γυρίζει την μποτίλια γονατίζει
κοινωνεί με ότι βρίσκει από ούζο μέχρι ουίσκι
Σαν σκουριά ο θανατάς που ποτέ του δεν κοιμάται
όταν τον ξεχνά ο Θεός τότε ο διάολος τον θυμάται
Τώρα τρέμει το φυτιλι δίχως λάδι στο καντηλι
ήρθε κι῎η δική του ώρα μ ἔνα καρο νεκροφόρα
Είχε χέρια αδειανά και γεμάτη την καρδιά
άραγε εκεί που πάει θα῎βρει ούζο να μεθάει;;;
Ειναι η φτώχεια αμαρτεία κι ο φτωχος δεν εχει αξία
στη στερνη του κατοικια δεν υπηρχε συνοδεια
μόνο αδέσποτα σκυλιά και ο κόπρος του μαζί
κι' ένας άγγελος χρυσός που του πήρε την ψυχή.
μόνο αδέσποτα σκυλιά και ο κόπρος του μαζί
κι' ένας άγγελος χρυσός που του πήρε την ψυχή.
῎..Νεκροφόρα῎ τον φωνάζουν και στο δρόμο τον πειράζουν
οι καλοί νοικοκυραίοι καθώς πρέπει αρουραίοι
Μα αυτός χαμογελάει δεν μιλά και προσπερνάει
Ψάχνει για καμιά γουλιά να ξορκίσει η γκαντεμιά
Ρέ ντουνιά για τους παράδες τόριξες στους τεμενάδες
λιγουρεύεσαι το χρήμα να το πάρεις μεσ' το μνήμα
Κοινωνία μητριά δίχως χάδι κι αγκαλιά
στο πικρό του το ταξίδι 'έσταζες χολή και ξύδι
Απ' το πλάι του πέρασες έφτυσες και ξέρασες
Τον εξόρισες να ζει στη σκυλίσια του ζωή
Ο Θεός δεν μοίρασε ίσια τα λεφτα και τα περίσσια
σ' άλλους έκλεισε το μάτι και σε῎αυτόν νερό κι'αλάτι
Το γιαπί και το παγκάκι έχει σπίτι και κονάκι
κι῎ένα κόπρο μαύρο σκύλο για παρηγοριά και φίλο
Κουρελής πάντα γυρίζει την μποτίλια γονατίζει
κοινωνεί με ότι βρίσκει από ούζο μέχρι ουίσκι
Σαν σκουριά ο θανατάς που ποτέ του δεν κοιμάται
όταν τον ξεχνά ο Θεός τότε ο διάολος τον θυμάται
Τώρα τρέμει το φυτιλι δίχως λάδι στο καντηλι
ήρθε κι῎η δική του ώρα μ ἔνα καρο νεκροφόρα
Είχε χέρια αδειανά και γεμάτη την καρδιά
άραγε εκεί που πάει θα῎βρει ούζο να μεθάει;;;
Ειναι η φτώχεια αμαρτεία κι ο φτωχος δεν εχει αξία
στη στερνη του κατοικια δεν υπηρχε συνοδεια
μόνο αδέσποτα σκυλιά και ο κόπρος του μαζί
κι' ένας άγγελος χρυσός που του πήρε την ψυχή.
μόνο αδέσποτα σκυλιά και ο κόπρος του μαζί
κι' ένας άγγελος χρυσός που του πήρε την ψυχή.