filmov
tv
Μίκης Θεοδωράκης - Η ΑΥΛΗ - Νένα Βενετσάνου

Показать описание
Οι τόσοι «σκληροί» στίχοι ντύνονται με μια πολύ όμορφη μελωδία του Μίκη.
Η ΤΑΡΑΤΣΑ της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα με εντελώς μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας.
Πριν σε πάνε εκεί, την ξέρεις. Όταν μπαίνεις, έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούριο για σένα είναι ο πανικός που σου δημιουργείτε. Είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές. Είναι κάτι σαν το θρησκευτικό φόβο της κόλασης. Κάθε τοπογράφηση είναι αδύνατη. Υπάρχεις μέσα σ’ αυτό το φόβο εντελώς ανίσχυρος.
Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα και ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;». Στο δρόμο τα παιδιά κάνανε χιούμορ. Όπου το χιούμορ δεν ήταν αποτελεσματικό, μια φάπα ή μια κλοτσιά το δυνάμωνε. Αυτό έβγαζε πάντα γέλιο.
Μετά το διάδρομο στον τέταρτο έχει μια σκάλα. Η σκάλα οδηγεί στην ταράτσα. Μια πινακίδα γράφει: «Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος». Στην ταράτσα. Μετά το μικρό δωμάτιο. Όλα χωρίς καμιά βιασύνη. Οι οπτικές εμπειρίες από την είσοδό μου στην Ασφάλεια ως αυτή τη στιγμή ερχόντουσαν η μια πίσω από την άλλη. Σλάιτ. Καταλαβαίνω πως είναι ένα κτίριο κανονικό. Μια υπηρεσία δημόσια. Εργάζονται άνθρωποι. Τα πράγματα χωρίς φόβο είναι πιο απλά. Σχεδόν ήμουνα αφηρημένος. Ανάψανε το φως του πλυσταριού. Αισθάνθηκα το κύριο πρόσωπο της παρέας. Παρατηρούσα.
Ήμουνα ένας επιστάτης σε έργα υδρεύσεως. Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δε μίλαγε πια. Δουλεύανε. Ψάχνανε να βρούνε το σκοινί. Δεν το βρίσκανε. Ρωμαίικα πράγματα. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιο Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και αφήνουν τους άλλους να σπάνε τα αρχίδια τους. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν μαλάκας και να ψάξω και εγώ. Ο Σπανός διαφώνησε και είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου. Τελικά βρέθηκε το σκοινί. Ήτανε κάτω από τα ξύλα. Δεν ξέρω γιατί είχα συνδέσει μια ελπίδα με το σκοινί. Τώρα που βρέθηκε, δεν υπήρχε παρά ένας μόνο τρόπος. Αν έλεγα έστω και κάτι μικρό, ίσως τη γλίτωνα. Κάποιος πρότεινε «να μη χτυπήσουμε το παιδί που φαίνεται καλό, να τον αφήσουμε λιγάκι να σκεφτεί, να πιει ένα καφεδάκι και το πρωί μας τα λέει με την ησυχία του».
Περικλής Κοροβέσης :«Ανθρωποφύλακες». «Επιστημονική ανάκριση»
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Νένα Βενετσιάνου & Μίκης Θεοδωράκης
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Η ΤΑΡΑΤΣΑ της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα με εντελώς μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας.
Πριν σε πάνε εκεί, την ξέρεις. Όταν μπαίνεις, έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούριο για σένα είναι ο πανικός που σου δημιουργείτε. Είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές. Είναι κάτι σαν το θρησκευτικό φόβο της κόλασης. Κάθε τοπογράφηση είναι αδύνατη. Υπάρχεις μέσα σ’ αυτό το φόβο εντελώς ανίσχυρος.
Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα και ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;». Στο δρόμο τα παιδιά κάνανε χιούμορ. Όπου το χιούμορ δεν ήταν αποτελεσματικό, μια φάπα ή μια κλοτσιά το δυνάμωνε. Αυτό έβγαζε πάντα γέλιο.
Μετά το διάδρομο στον τέταρτο έχει μια σκάλα. Η σκάλα οδηγεί στην ταράτσα. Μια πινακίδα γράφει: «Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος». Στην ταράτσα. Μετά το μικρό δωμάτιο. Όλα χωρίς καμιά βιασύνη. Οι οπτικές εμπειρίες από την είσοδό μου στην Ασφάλεια ως αυτή τη στιγμή ερχόντουσαν η μια πίσω από την άλλη. Σλάιτ. Καταλαβαίνω πως είναι ένα κτίριο κανονικό. Μια υπηρεσία δημόσια. Εργάζονται άνθρωποι. Τα πράγματα χωρίς φόβο είναι πιο απλά. Σχεδόν ήμουνα αφηρημένος. Ανάψανε το φως του πλυσταριού. Αισθάνθηκα το κύριο πρόσωπο της παρέας. Παρατηρούσα.
Ήμουνα ένας επιστάτης σε έργα υδρεύσεως. Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δε μίλαγε πια. Δουλεύανε. Ψάχνανε να βρούνε το σκοινί. Δεν το βρίσκανε. Ρωμαίικα πράγματα. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιο Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και αφήνουν τους άλλους να σπάνε τα αρχίδια τους. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν μαλάκας και να ψάξω και εγώ. Ο Σπανός διαφώνησε και είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου. Τελικά βρέθηκε το σκοινί. Ήτανε κάτω από τα ξύλα. Δεν ξέρω γιατί είχα συνδέσει μια ελπίδα με το σκοινί. Τώρα που βρέθηκε, δεν υπήρχε παρά ένας μόνο τρόπος. Αν έλεγα έστω και κάτι μικρό, ίσως τη γλίτωνα. Κάποιος πρότεινε «να μη χτυπήσουμε το παιδί που φαίνεται καλό, να τον αφήσουμε λιγάκι να σκεφτεί, να πιει ένα καφεδάκι και το πρωί μας τα λέει με την ησυχία του».
Περικλής Κοροβέσης :«Ανθρωποφύλακες». «Επιστημονική ανάκριση»
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Ερμηνεία: Νένα Βενετσιάνου & Μίκης Θεοδωράκης
Σφυρίζει στην ταράτσα η ζωστήρα
σε παίρνουν και σε πάνε στην αυλή
ξωκλήσια και νησιά χωρίς αρμύρα
δε θα θυμάσαι πια μεσ’ τη ζωή
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Μιλώ στη Παναγιά και τον Κριτή σου
τα χρόνια σου μετρώ με τον καημό
μα πες μου αν έχει ο βασανιστής σου
αν έχει μάτια, στόμα και λαιμό
Κλειστό και χαμηλό το καμαράκι
πριν από χρόνια θα `ταν πλυσταριό
μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,
φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό
μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι
τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ
Комментарии