«Ο Μάης», συρτοκαλαματιανό (Δυτική Στερεά Ελλάδα) ~ Βασίλης Κολοβός - Βασίλης Σαλέας, κλαρίνο

preview_player
Показать описание
Το τραγούδι αυτό σε ήχο α' και ρυθμό επτάσημων ποδών (συρτοκαλαματιανό) με διάφορες ποιητικές παραλλαγές.
Είναι της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και κυρίως της Γουριάς Μεσολογγίου.
Σκοπός πράγματι συγκινητικός άδεται σε πολλές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής της περιοχής αυτής, σε γάμους, πανηγύρια, σε αγροτικές ασχολίες.
Όπως αναφέρει ο Π. Μπερερής στο βιβλίο του «Το δημοτικό τραγούδι στα χωριά του Κάτω Ασπροποτάμου» (σελ. 85), κατά τις διηγήσεις παλαιών Γουριωτών τραγουδήθηκε με τον ίδιο σκοπό κάποτε και ως μοιρολόι.

Περιλαμβάνεται μαζί με άλλα 17 τραγούδια στον ψηφιακό δίσκο (cd) ''Τραγούδια της Ρούμελης, Ακριτικά -Παραλογές'' με ερμηνευτή το δάσκαλο και τραγουδιστή παραδοσιακών τραγουδιών, Βασίλη Κολοβό από τις Φυτείες Βόνιτσας του Νομού Αιτωλοακαρνανίας.

Κείμενα, Επιλογή και Επιμέλεια Τραγουδιών: Κώστας Ι. Μάρκου καθηγητής παραδοσιακής μουσικής (Βυζαντινής και Δημοτικής).

Σε όλα τα τραγούδια του δίσκου αυτού το Βασίλη Κολοβό συνοδεύουν οι παρακάτω μουσικοί :

Βασίλης Σαλέας (κλαρίνο)
Βασίλης Κατράκος (λαούτο)
Κώστας Πίτσος (κιθάρα)
Άγγελος Δαμίρης (μπάσο)
Βραζιλιάνος (κρουστά)

Στιχοι :
Σαν κίνησαν Μάη μ’ τρεις λυγερές, να παν στα περιβόλια,
στο δρόμο που παγαίνανε, στη στράτα που πηγαίνουν,
αντάμωσαν πρωτομαγιά, το Μάη με τα λουλούδια.
-«Γεια σου χαρά σου Μάη μου». -«Καλώς τις μαυρομάτες».
Τώρα ‘ν’ ο Μάης κι άνοιξη, τώρα το καλοκαίρι,
τώρα κι ο ξένος βούλεται στον τόπο του να πάει.
Νύχτα σελώνει ο Χάιδος τ’ άλογο, νύχτα το καλιγώνει,
θέλει να πάει οπ’ αγαπά, οπ, έχει μιαν αγάπη.
Βάνει τα πέταλα χρυσά και τα καρφιά ασημένια
και τα καλιβοστήρια του χρυσά μαλαματένια.
Φοβάται τα στενώματα τους καστροπολεμίτες,
στο κάστρο φ’λαν τριανταδυό, στο παρά παν’ σαράντα
και κει κοντά στης λυγερής φυλάν’ τρία λιοντάρια,
τρεις λέοντες, τρεις δράκοντες, τρία χρυσά γεράκια.
Κι ο νιος ήτανε φρόνιμος, ήταν γραμματισμένος,
ρίχνει τους πλάνους στα θεριά, περδίκια στα γεράκια
κι επήγε κι κροτάλισε στης λυγερής την πόρτα.
-« Άνοιξέ, κόρη μ’ άνοιξε, άνοιξε μαυρομάτα».
-«Ποιος είν’ αυτός που κροταλεί στην ιδική μου πόρτα; »
-«Εγώ είμαι, κόρη μ’, άνοιξε, εγώ ειμ’ ο καλός σου».
Κλωτσιά δίνει της πόρτας της, έξω ήταν, μέσα μπαίνει
στα χέρια του την άρπαξε, στο γόνα την καθίζει
και σταυρωτά τη φίλησε στα μάτια και στα χείλη.
Рекомендации по теме