filmov
tv
Ο πεθερόπληκτος (1968) - Η σκηνή με την κουζίνα

Показать описание
Στο απόσπασμα εμφανίζονται οι: Δέσποινα Στυλιανοπούλου (Σουλτάνα), Βασίλης Αυλωνίτης (Θεόφραστος Καρατουρλέκης), Μαρίκα Κρεββατά (Ολυμπία).
Θεόφραστος Καρατουρλέκης: Χαίρετε.
Σουλτάνα: Αχ! Καλώς σας βρήκαμε. Τι κάνετε;
ΘΚ: Μπορώ να μπω;
Σ: Τι να μπεις, χριστιανέ μου, τι να μπεις που μπήκες κιόλας.
ΘΚ: Ξέρετε, ήρθα για την αγγελία.
Σ: Για ποια; Α, για την αγγελία. Καλέ, περάστε, περάστε.
ΘΚ: Μερσί.
Σ: Καθίστε.
ΘΚ: Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σ: Περικαλώ. Τα ξέρω όλα, αφού εσείς είστε ο ενδιαφερόμενος.
ΘΚ: Τα ξέρετε όλα; Είστε συγγενής;
Σ: Ανιψιά της, καλέ. Απέ την πόλη. Ευτυχώς που ήταν η θεία μου εδώ, γιατί αλλιώς…
ΘΚ: Λαμπρά ψυχή η θεία σας, ε;
Σ: Α, βέβαια, βέβαια… και τώρα θα ’ρθουμε στο θέμα σας.
ΘΚ: Βεβαίως στο θέμα μας. Ακούστε, δεσποινίς, εγώ ξέρετε, θέλω να τακτοποιηθώ διότι όπως καταλαβαίνετε εργένης όπως είμαι…
Σ: Ναι, κατάλαβα, κατάλαβα, τι, τούβλο είμαι; Αχ. Ξέρετε τι πράμα θα πάρετε, κύριε αποτέτοιε μου;
ΘΚ: Όχι «αποτέτοιε μου». Θεόφραστος Καρατουρλέκης.
Σ: Μάλιστα, μάλιστα. Ξέρετε τι πράμα θα πάρετε, κύριε Καραμπουρλέκη μου;
ΘΚ: Όχι, δεν καταλάβατε. Θεόφραστος Καρατουρλέκης.
Σ: Μάλιστα, απ’ αυτό… Έτσι και βάλετε το χέρι σας πάνω της δε θα θέλετε να το τραβήξετε.
ΘΚ: Α, σας παρακαλώ όχι υπερβολές. Στην ηλικία μου δεν χρειάζονται τόσες υπερβολές.
Σ: Έλα τώρα, σε τε μας, σε τε μας; Κάτι ξέρουμε κι εμείς. Απέ την Πόλη είμαστε κομματάκι. Στην ηλικία σας όλο και τα θέλετε τα μεζεδάκια σας.
ΘΚ: Α, πολλά ξέρετε εσείς από την Πόλη.
Σ: Ε, τι να κάνουμε;
ΘΚ: Δε μου λέτε σας παρακαλώ, για πείτε μου, πώς είναι;
Σ: Τι εννοείτε «πώς είναι»;
ΘΚ: Δηλαδή, στέκει καλά;
Σ: Άκου τι λέει, αν στέκει. Καλέ, σχεδόν αμεταχείριστη. Τσίλικη, τσίλικη!
ΘΚ: Αμεταχείριστη; Τσίλικη;
Σ: Βεβαίως. Στα πούπουλα την έχουμε. Ούτε νύφη να ’τανε.
ΘΚ: Α, ωραία, ωραία. Έκτακτα, έκτακτα, έκτακτα.
Σ: Α, και το σπουδαιότερο δε σας το είπα. Δε θα σας κουράσει καθόλου. Έτσι και την αγγίξετε, φουντώνει αμέσως.
ΘΚ: Μη μου πείτε, μη μου πείτε.
Σ: Βέβαια, βέβαια. Ούτε που μυρίζει, ούτε τίποτις.
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Λέω, δεν τα ξέρει αυτά.
ΘΚ: Μα σας παρακαλώ!
Σ: Όχι, γιατί είναι μερικές που φαίνονται για παστρικές, κύριε Καρατσουφλέκη μου.
ΘΚ: Όχι Καρατσουφλέκης, παιδί μου. Καρατουρλέκης. Της αγκύρας είστε;
Σ: Μάλιστα, όπως το ’πατε… Τέλος πάντων. Είστε πολύ τυχερός άνθρωπος, κύριε Καρατσιφλίκη μου.
ΘΚ: Είμαι, είμαι;
Σ: Ε, όσο να ’ναι. Όνομα και πράμα: νοικοκυρά στο σπίτι.
ΘΚ: Α, αυτό είναι πολύ ευχάριστο γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της τάξεως και τα θέλω όλα στην ώρα τους.
Σ: Αυτό να μου πεις. Εσύ θα ’σαι ξάπλα κι αυτή θα δουλεύει.
ΘΚ: Α, εγώ δεν είμαι σατράπης. Και οι δυο θα δουλεύουμε.
Σ: Το πολύ πολύ, άμα παραδουλέψει, να της περνάς και κανένα τριψιματάκι. Γιατί όσο να ’ναι, όλο και το θέλει το τριψιματάκι της.
ΘΚ: Καλά, καλά, ξέρω, ξέρω.
Σ: Α, και τώρα να σε λέω, κύριε Καρατσουφλέκη μου.
ΘΚ: Όχι Καρατσου–. Καρατουρλέκης, παιδί μου, Καρατουρλέκης.
Σ: Πάλι, πάλι εκτροχιάστηκα. Τέλος πάντων. Και τώρα να σε λέω τα προικιά της.
ΘΚ: Α, δε μ’ ενδιαφέρει αυτό το πράγμα, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου αυτό το πράγμα.
Σ: Ε, πώς δε σ’ ενδιαφέρει, τζάνε μ’; Έτσι θα την πάρεις;
ΘΚ: Έτσι, έτσι, όπως είναι, έτσι.
Σ: Χριστός κι Απόστολος! Μα τόσο ανάγκη την έχεις; Καλέ, δε θέλεις να σε λέω τα προικιά της; Χωρίς παζάρι;
ΘΚ: Α, δε μ’ αρέσουν αυτού του είδους τα παζάρια.
Σ: Κι άμα σε γελάσουμε;
ΘΚ: Καλά, πώς θα με γελάσετε;
Σ: Άμα σου τη δώσουμε φουσκωμένη;
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Έλα, καλέ, χωρατό το είπα για. Ε, αστεία το είπα, γιατί να σας γελάσουμε; Αφού φαίνεστε πολύ καλός άνθρωπος.
ΘΚ: Μα είπα κι εγώ.
Σ: Γι’ αυτό σας λέω, κύριε Καρατσουφλέκη μου, είναι από τις καλύτερες, απ’ αυτές με τα τρία μάτια.
ΘΚ: Ορίστε; Τρία μάτια;
Σ: Ναι για. Με τα τρία μάτια, δύο από μπρος κι ένα από πίσω;
ΘΚ: Όχι!
Σ: Μήπως θέλετε να τη δείτε;
ΘΚ: Όχι!
Σ: Μήπως θέλετε να τη δοκιμάσετε;
ΘΚ: Όχι, προτιμώ να φύγω.
Σ: Ξέρετε, γιατί ένας κύριος που τη δοκίμασε ψες τη βρήκε πάρα πολύ χαριτωμένη και την παζαρεύει κι αυτός.
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Λέω, την παζαρεύει κι αυτός.
ΘΚ: Χαίρετε.
Σ: Μα σας παρακαλώ, μείνετε.
ΘΚ: Χαίρετε.
Σ: Μα μείνετε!
ΘΚ: Χαίρετε!
[Μπαίνει η Ολυμπία.]
Ολυμπία: Τι γίνεται εδώ; Τι γίνεται, Σουλτάνα, τι φωνές είν’ αυτές;
ΘΚ: Αυτή είναι;
Σ: Η θεία μου για.
ΘΚ: Κυρία μου, ντρέπομαι για λογαριασμό σας!
Ο: Ποιος είν’ ο κύριος;
Σ: Ο κύριος ήρθε για την αγγελία.
Ο: Α.
ΘΚ: Ναι, ήρθα και φεύγω αμέσως.
Ο: Γιατί φεύγετε;
ΘΚ: Γιατί… Δεν ντρέπεστε, κυρία μου, στην ηλικία σας!
Ο: Α, για να σου πω, χριστιανέ μου, αν ήρθες εδώ για να μας βρίσεις, δίνε του.
ΘΚ: Ναι, θα φύγω, αλλά προηγουμένως θα ήθελα να δω κάτι που δεν έχω δει ποτέ μου.
Ο: Τι να δεις;
ΘΚ: Πού το έχετε το τρίτο μάτι;
Ο: Τι;
ΘΚ: Τον τρίτο οφθαλμό, λέω, που τον έχετε;
Ο: Βρε Σουλτάνα, σε τρελό άνοιξες την πόρτα μας;
Σ: Τι φταίω εγώ, καλέ θεία; Για την κουζίνα ήρθε. Πού να ξέρω εγώ ότι είναι παλαβός;
ΘΚ: Για ποια;
Σ: Για την κουζίνα για.
ΘΚ: Καλά, για κουζίνα μιλάμε τόση ώρα;
Σ: Ε και βέβαια.
ΘΚ: Κυρία μου, δεσποινίς μου, με συγχωρείτε πάρα πολύ.
Σ: Α! Ήμαρτον, Παναγία μου, ήμαρτον.
Ο: Τι νόμιζε ότι πουλάμε, την Αφροδίτη της Μήλου;
Θεόφραστος Καρατουρλέκης: Χαίρετε.
Σουλτάνα: Αχ! Καλώς σας βρήκαμε. Τι κάνετε;
ΘΚ: Μπορώ να μπω;
Σ: Τι να μπεις, χριστιανέ μου, τι να μπεις που μπήκες κιόλας.
ΘΚ: Ξέρετε, ήρθα για την αγγελία.
Σ: Για ποια; Α, για την αγγελία. Καλέ, περάστε, περάστε.
ΘΚ: Μερσί.
Σ: Καθίστε.
ΘΚ: Ευχαριστώ, ευχαριστώ πάρα πολύ.
Σ: Περικαλώ. Τα ξέρω όλα, αφού εσείς είστε ο ενδιαφερόμενος.
ΘΚ: Τα ξέρετε όλα; Είστε συγγενής;
Σ: Ανιψιά της, καλέ. Απέ την πόλη. Ευτυχώς που ήταν η θεία μου εδώ, γιατί αλλιώς…
ΘΚ: Λαμπρά ψυχή η θεία σας, ε;
Σ: Α, βέβαια, βέβαια… και τώρα θα ’ρθουμε στο θέμα σας.
ΘΚ: Βεβαίως στο θέμα μας. Ακούστε, δεσποινίς, εγώ ξέρετε, θέλω να τακτοποιηθώ διότι όπως καταλαβαίνετε εργένης όπως είμαι…
Σ: Ναι, κατάλαβα, κατάλαβα, τι, τούβλο είμαι; Αχ. Ξέρετε τι πράμα θα πάρετε, κύριε αποτέτοιε μου;
ΘΚ: Όχι «αποτέτοιε μου». Θεόφραστος Καρατουρλέκης.
Σ: Μάλιστα, μάλιστα. Ξέρετε τι πράμα θα πάρετε, κύριε Καραμπουρλέκη μου;
ΘΚ: Όχι, δεν καταλάβατε. Θεόφραστος Καρατουρλέκης.
Σ: Μάλιστα, απ’ αυτό… Έτσι και βάλετε το χέρι σας πάνω της δε θα θέλετε να το τραβήξετε.
ΘΚ: Α, σας παρακαλώ όχι υπερβολές. Στην ηλικία μου δεν χρειάζονται τόσες υπερβολές.
Σ: Έλα τώρα, σε τε μας, σε τε μας; Κάτι ξέρουμε κι εμείς. Απέ την Πόλη είμαστε κομματάκι. Στην ηλικία σας όλο και τα θέλετε τα μεζεδάκια σας.
ΘΚ: Α, πολλά ξέρετε εσείς από την Πόλη.
Σ: Ε, τι να κάνουμε;
ΘΚ: Δε μου λέτε σας παρακαλώ, για πείτε μου, πώς είναι;
Σ: Τι εννοείτε «πώς είναι»;
ΘΚ: Δηλαδή, στέκει καλά;
Σ: Άκου τι λέει, αν στέκει. Καλέ, σχεδόν αμεταχείριστη. Τσίλικη, τσίλικη!
ΘΚ: Αμεταχείριστη; Τσίλικη;
Σ: Βεβαίως. Στα πούπουλα την έχουμε. Ούτε νύφη να ’τανε.
ΘΚ: Α, ωραία, ωραία. Έκτακτα, έκτακτα, έκτακτα.
Σ: Α, και το σπουδαιότερο δε σας το είπα. Δε θα σας κουράσει καθόλου. Έτσι και την αγγίξετε, φουντώνει αμέσως.
ΘΚ: Μη μου πείτε, μη μου πείτε.
Σ: Βέβαια, βέβαια. Ούτε που μυρίζει, ούτε τίποτις.
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Λέω, δεν τα ξέρει αυτά.
ΘΚ: Μα σας παρακαλώ!
Σ: Όχι, γιατί είναι μερικές που φαίνονται για παστρικές, κύριε Καρατσουφλέκη μου.
ΘΚ: Όχι Καρατσουφλέκης, παιδί μου. Καρατουρλέκης. Της αγκύρας είστε;
Σ: Μάλιστα, όπως το ’πατε… Τέλος πάντων. Είστε πολύ τυχερός άνθρωπος, κύριε Καρατσιφλίκη μου.
ΘΚ: Είμαι, είμαι;
Σ: Ε, όσο να ’ναι. Όνομα και πράμα: νοικοκυρά στο σπίτι.
ΘΚ: Α, αυτό είναι πολύ ευχάριστο γιατί εγώ είμαι άνθρωπος της τάξεως και τα θέλω όλα στην ώρα τους.
Σ: Αυτό να μου πεις. Εσύ θα ’σαι ξάπλα κι αυτή θα δουλεύει.
ΘΚ: Α, εγώ δεν είμαι σατράπης. Και οι δυο θα δουλεύουμε.
Σ: Το πολύ πολύ, άμα παραδουλέψει, να της περνάς και κανένα τριψιματάκι. Γιατί όσο να ’ναι, όλο και το θέλει το τριψιματάκι της.
ΘΚ: Καλά, καλά, ξέρω, ξέρω.
Σ: Α, και τώρα να σε λέω, κύριε Καρατσουφλέκη μου.
ΘΚ: Όχι Καρατσου–. Καρατουρλέκης, παιδί μου, Καρατουρλέκης.
Σ: Πάλι, πάλι εκτροχιάστηκα. Τέλος πάντων. Και τώρα να σε λέω τα προικιά της.
ΘΚ: Α, δε μ’ ενδιαφέρει αυτό το πράγμα, δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου αυτό το πράγμα.
Σ: Ε, πώς δε σ’ ενδιαφέρει, τζάνε μ’; Έτσι θα την πάρεις;
ΘΚ: Έτσι, έτσι, όπως είναι, έτσι.
Σ: Χριστός κι Απόστολος! Μα τόσο ανάγκη την έχεις; Καλέ, δε θέλεις να σε λέω τα προικιά της; Χωρίς παζάρι;
ΘΚ: Α, δε μ’ αρέσουν αυτού του είδους τα παζάρια.
Σ: Κι άμα σε γελάσουμε;
ΘΚ: Καλά, πώς θα με γελάσετε;
Σ: Άμα σου τη δώσουμε φουσκωμένη;
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Έλα, καλέ, χωρατό το είπα για. Ε, αστεία το είπα, γιατί να σας γελάσουμε; Αφού φαίνεστε πολύ καλός άνθρωπος.
ΘΚ: Μα είπα κι εγώ.
Σ: Γι’ αυτό σας λέω, κύριε Καρατσουφλέκη μου, είναι από τις καλύτερες, απ’ αυτές με τα τρία μάτια.
ΘΚ: Ορίστε; Τρία μάτια;
Σ: Ναι για. Με τα τρία μάτια, δύο από μπρος κι ένα από πίσω;
ΘΚ: Όχι!
Σ: Μήπως θέλετε να τη δείτε;
ΘΚ: Όχι!
Σ: Μήπως θέλετε να τη δοκιμάσετε;
ΘΚ: Όχι, προτιμώ να φύγω.
Σ: Ξέρετε, γιατί ένας κύριος που τη δοκίμασε ψες τη βρήκε πάρα πολύ χαριτωμένη και την παζαρεύει κι αυτός.
ΘΚ: Ορίστε;
Σ: Λέω, την παζαρεύει κι αυτός.
ΘΚ: Χαίρετε.
Σ: Μα σας παρακαλώ, μείνετε.
ΘΚ: Χαίρετε.
Σ: Μα μείνετε!
ΘΚ: Χαίρετε!
[Μπαίνει η Ολυμπία.]
Ολυμπία: Τι γίνεται εδώ; Τι γίνεται, Σουλτάνα, τι φωνές είν’ αυτές;
ΘΚ: Αυτή είναι;
Σ: Η θεία μου για.
ΘΚ: Κυρία μου, ντρέπομαι για λογαριασμό σας!
Ο: Ποιος είν’ ο κύριος;
Σ: Ο κύριος ήρθε για την αγγελία.
Ο: Α.
ΘΚ: Ναι, ήρθα και φεύγω αμέσως.
Ο: Γιατί φεύγετε;
ΘΚ: Γιατί… Δεν ντρέπεστε, κυρία μου, στην ηλικία σας!
Ο: Α, για να σου πω, χριστιανέ μου, αν ήρθες εδώ για να μας βρίσεις, δίνε του.
ΘΚ: Ναι, θα φύγω, αλλά προηγουμένως θα ήθελα να δω κάτι που δεν έχω δει ποτέ μου.
Ο: Τι να δεις;
ΘΚ: Πού το έχετε το τρίτο μάτι;
Ο: Τι;
ΘΚ: Τον τρίτο οφθαλμό, λέω, που τον έχετε;
Ο: Βρε Σουλτάνα, σε τρελό άνοιξες την πόρτα μας;
Σ: Τι φταίω εγώ, καλέ θεία; Για την κουζίνα ήρθε. Πού να ξέρω εγώ ότι είναι παλαβός;
ΘΚ: Για ποια;
Σ: Για την κουζίνα για.
ΘΚ: Καλά, για κουζίνα μιλάμε τόση ώρα;
Σ: Ε και βέβαια.
ΘΚ: Κυρία μου, δεσποινίς μου, με συγχωρείτε πάρα πολύ.
Σ: Α! Ήμαρτον, Παναγία μου, ήμαρτον.
Ο: Τι νόμιζε ότι πουλάμε, την Αφροδίτη της Μήλου;
Комментарии