09. Οικο(α)γένεια

preview_player
Показать описание
Στίχοι/Ερμηνεία: Αr.My (Τέρας/Αλληγορική Αμφιβολία)
Μουσική Παραγωγή: Hanto
Μίξη/Mastering: Αr.My
Ηχογράφηση @ 2758 Studio
Artwork/Cover/Backcover: ADR

Στίχοι:
(Αλληγορική Αμφιβολία)
Πρώτη μέρα στη ζωή μπροστά μου ανακλά μια φιγούρα γνωστή,
αν είναι γονέας μου δεν γνωρίζω, ούτε μ’ απασχολεί.
Πρώτη σκέψη οικογένεια τι πάει να πει.
Τρία πρόσωπα στο οπτικό πεδίο μα όσο κι αν τεντώνομαι κανένα δεν αγγίζω
με συναισθήματα αρνητικά γεμίζω, μπουχτίζω, μαθαίνω πως όταν κατρακυλώ
πίσω δεν γυρίζω. (x4)
Οικογένεια, μία πάντα δίπλα για όσους τα είδαν διπλά,
αλλά στάθηκαν στα πόδια τους γερά.
Σ’ αυτήν ξέρουν πως τα πιο πολλά χρωστάν όσο συνεχίζουν
κι άλλα να ζητάν. (x3)(άλλα αναζητάν)
Οικο(α)γένεια,
γιατί ξεχνάμε πως πονάμε πιο πολύ από όλους αυτούς που αγαπάμε.
Φερόμαστε σαν οπλισμένο γκανι,
φαινόμαστε ζητιάνοι, αν οι μισοί από μας θυμόμαστε τι έχουμε κάνει,
έχουμε ελπίδα απέναντι στην κάννη.
Άνοια έχει τους περισσότερους καταβάλλει,
αφού τα φράγκα και τους θρόνους σκοπό έχουνε βάλει.

(Τέρας)
Περάσαν τρία χρόνια με το κρύο στην ψυχή μου,
μετά σκέφτηκα και ο ήλιος είναι μόνος όμως λάμπει,
πέρασα ανάποδα το πόδι από τα κάγκελα,
βλαστήμησα ζωή μα δεν μου άξιζε σκοτάδι.

Περάσαν τρία χρόνια με το κρύο στην ψυχή μου,
μετά σκέφτηκα και ο ήλιος είναι μόνος όμως λάμπει,
πέρασα ανάποδα το πόδι από τα κάγκελα,
βλαστήμησα το φως μα δεν μου άξιζε σκοτάδι.
Κοιμόμουν λίγο και όχι ήσυχα,
τα όνειρα που έβλεπα δεν τα θυμάμαι καν όμως θυμάμαι να ιδρώνω,
ρώτησε η μάνα μου αν έπεσα και χτύπησα της είπα πως δεν έπεσα,
πώς μέσα μου ματώνω.
Τα μάτια σου αγόρι μου δεν είναι πια γαλήνια,
μεγάλωσες απότομα και ίσως αυτό να φταίει.
Είπες αλήθεια για τα μάτια μου γαμώτο,
μα τι το θελα και στο πα κοίτα την τώρα πως κλαίει.
Εκτός από τον ύπνο χάνω και τον εαυτό μου
άλλα τα όνειρα που έβλεπα και άλλα αυτά που είχα,
είπαν τα φάρμακα θα γίνουν γιατρικό μου
όμως δεν βρήκα ένα φάρμακο να σβήσει αυτή τη νύχτα.
Περνούσε ο καιρός κι όμως δεν άλλαζε κάτι,
φοβόμουν το πρωί να σηκωθώ από το κρεβάτι,
ένιωθα φίλους στα τσιγάρα πως μας ένωνε κάτι,
όλο ξεχνούσα ότι στο τέλος θα γινόντουσαν στάχτη.
Κι όλο ξενέρωνα που πίστευα πως κάτι θα αλλάξει,
πως κάθε τσιγάρο ήταν και μία καινούργια αρχή.
Μετά σκεφτόμουν ανθρώπους που φαινόντουσαν εντάξει
κι όμως γίνανε καπνός σε μία στιγμή..
(Τσιγάρα ήταν; ) (x4)

Η ζωή μας η πιο άρρωστη ιστορία κι όχι ψέμα..

(Αλληγορική Αμφιβολία)
Υλικά αγαθά θέλουν μόνο και ζητάν
λόγος που ηλίθια όντα ποτέ τους πνευματικά δε γερνάν,
δεν μάθαν να νιώθουν πόνο, αλλά να προκαλούν.
Αν στην γωνιά βρεθούν τα κλάματα βάζουν και συναισθήματα ισχυρά επικαλλούν,
δίχως πόνο στην ζωή τους όμως κανέναν δεν ξεγελούν.
Πόσο μάλλον την ίδια τους την οικογένεια,
είναι η ιδέα μου όλοι έχουν παρερμηνεύσει αυτή την έννοια.
Οι άνθρωποι που μας ξέρουν απ’ όλους πιο καλά,
παρόλο αυτά σ’ αυτούς πάντα ξεσπάμε και φερόμαστε σκατά.
Γαμώ τα νεύρα και κάθε μαλάκα που παίζει μ’ αυτά.
Χαμένος στης μουσικής τη λήθη, ψάχνω του κόσμου την πόρτα,
ψάχνω αγκίστρι, άγνωστη για το τίμημα η ανταμοιβή.
Ώθηση παίρνω απ’ την άνωση, η πύλη ανοιχτή, μπαίνω σ’ ανάμνηση γνωστή παιδική.
Όλα αθώα δίχως δυσχέρεια, όλα όμορφα και νέα, ούτε μια έγνοια,
όλα μια ιδέα καμιά ανήθικη ενέργεια,
μα όλα κυλάνε και περνάνε αυτή δεν είναι η όλη έννοια.

Χαμένος στης μουσικής τη λήθη, ψάχνω του κόσμου την πόρτα,
ψάχνω αγκίστρι, άγνωστη για το τίμημα η ανταμοιβή.
Ώθηση παίρνω απ’ την άνωση, η πύλη ανοιχτή. (x2)
Рекомендации по теме