filmov
tv
Ούγκο φον Χόφμανσταλ- Η μπαλάντα της εξωτερικής ζωής

Показать описание
Μετάφραση Γιώργου Βαρθαλίτη. Διαβάζει ο Fritz Stavenhagen.
«Με δυο λόγια, η κατάσταση μου είναι αυτή: απώλεσα εντελώς την ικανότητα να σκέφτομαι ή να μιλώ για κάτι με κάποια συνοχή. Πρώτα άρχισε να μου γίνεται αδύνατο να συζητώ για θέματα υψηλά ή γενικού ενδιαφέροντος και να φέρνω γι' αυτό στο στόμα μου λέξεις που όλος ο κόσμος συνηθίζει φυσιολογικά να χρησιμοποιεί δίχως ενδοιασμούς. Ένιωθα δυσφορία ανεξήγητη ακόμα και να ξεστομίζω λέξεις όπως «πνεύμα», «ψυχή» ή «σώμα». Κάτι βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να διατυπώσω κρίσεις για τις υποθέσεις της Αυλής, τα γεγονότα του Κοινοβουλίου ή οτιδήποτε άλλο σας περνά απο το μυαλό. Κι αυτό όχι εξαιτίας κάποιων επιφυλάξεων, γνωρίζετε την ειλικρίνεια μου άλλωστε, που φτάνει ως την επιπολαιότητα, αλλά επειδή οι αφηρημένες λέξεις που με τρόπο φυσικό οφείλει να χειρίζεται η γλώσσα για να διατυπώσει οποιαδήποτε κρίση διαλύονταν στο στόμα μου σαν σαπισμένα μανιτάρια. 'Ολα αυτά μου φαίνονταν εν γένει τόσο αναπόδεικτα, τόσο ψεύτικα, τόσο διάτρητα. Το πνεύμα μου με εξανάγκαζε να βλέπω όλα τα πράγματα που εμφανίζονταν σε τέτοιες συζητήσεις από ανησυχητική εγγύτητα: όπως κάποτε είχα δει με μεγεθυντικό φακό ένα κομμάτι από την επιδερμίδα του μικρού δακτύλου μου και μου είχε φανεί σαν οργωμένο χωράφι, με αυλάκια και λακκούβες, το ίδιο μου συνέβαινε και τώρα με τους ανθρώπους και τις πράξεις τους. Δεν κατάφερνα πια να τις συλλάβω με το απλουστευτικό βλέμμα της συνήθειας. Όλα διαλύονταν μέσα μου σε κομμάτια, και τα κομμάτια σε καινούργια κομμάτια, και τίποτα δεν αφηνόταν να το περικλείσω σε μιαν έννοια. Οι λέξεις έπλεαν σκόρπιες γύρω μου, "έπηζαν και μεταμορφώνονταν σε μάτια που καρφώνονταν πάνω μου και με ανάγκαζαν κι εγώ να τα κοιτάζω", στρόβιλοι που με ζαλίζει να κοιτάζω μέσα τους, στρόβιλοι που στριφογυρίζουν ακατάπαυστα και μέσα από τους οποίους φτάνεις στο κενό».
Hugo von Hofmannsthal, Η επιστολή του λόρδου Τσάντος, Μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Άγρα.
Όπως του ονείρου είναι και η δική μας φτιάξη,
και τ’ όνειρο τα μάτια έτσι ανοιγοκλείνει,
μικρό, λες, παιδί, τις κερασιές για να κοιτάξει,
απ’ όπου τη χρυσή πορεία αρχινά η σελήνη –
Πανσέληνος χλωμή – μες στης μεγάλης νύχτας χάη.
Έτσι και τ’ όνειρο αναβλύζει – όπως εκείνη,
ξάφνου μπροστά σου, σαν ένα παιδί που γελάει,
μεγάλο εξίσου, σαν ν’ ανεβοκατεβαίνει
μια Πανσέληνος, που μέσα στα δέντρα ξυπνάει·
τα ενδόμυχα βγαίνουν στη φόρα, καθώς υφαίνει –
χέρι φαντάσματος, λες, σε δώματα αποκλεισμένα,
κρατιέται στη ζωή κι εντός μας παραμένει·
και τα τρία – άνθρωπος, όνειρο, πράγμα – είν’ ένα.
(Terzinen, 1896)
Μετάφραση Γιώργου Πολυχρόνη.
«Με δυο λόγια, η κατάσταση μου είναι αυτή: απώλεσα εντελώς την ικανότητα να σκέφτομαι ή να μιλώ για κάτι με κάποια συνοχή. Πρώτα άρχισε να μου γίνεται αδύνατο να συζητώ για θέματα υψηλά ή γενικού ενδιαφέροντος και να φέρνω γι' αυτό στο στόμα μου λέξεις που όλος ο κόσμος συνηθίζει φυσιολογικά να χρησιμοποιεί δίχως ενδοιασμούς. Ένιωθα δυσφορία ανεξήγητη ακόμα και να ξεστομίζω λέξεις όπως «πνεύμα», «ψυχή» ή «σώμα». Κάτι βαθιά μέσα μου με εμπόδιζε να διατυπώσω κρίσεις για τις υποθέσεις της Αυλής, τα γεγονότα του Κοινοβουλίου ή οτιδήποτε άλλο σας περνά απο το μυαλό. Κι αυτό όχι εξαιτίας κάποιων επιφυλάξεων, γνωρίζετε την ειλικρίνεια μου άλλωστε, που φτάνει ως την επιπολαιότητα, αλλά επειδή οι αφηρημένες λέξεις που με τρόπο φυσικό οφείλει να χειρίζεται η γλώσσα για να διατυπώσει οποιαδήποτε κρίση διαλύονταν στο στόμα μου σαν σαπισμένα μανιτάρια. 'Ολα αυτά μου φαίνονταν εν γένει τόσο αναπόδεικτα, τόσο ψεύτικα, τόσο διάτρητα. Το πνεύμα μου με εξανάγκαζε να βλέπω όλα τα πράγματα που εμφανίζονταν σε τέτοιες συζητήσεις από ανησυχητική εγγύτητα: όπως κάποτε είχα δει με μεγεθυντικό φακό ένα κομμάτι από την επιδερμίδα του μικρού δακτύλου μου και μου είχε φανεί σαν οργωμένο χωράφι, με αυλάκια και λακκούβες, το ίδιο μου συνέβαινε και τώρα με τους ανθρώπους και τις πράξεις τους. Δεν κατάφερνα πια να τις συλλάβω με το απλουστευτικό βλέμμα της συνήθειας. Όλα διαλύονταν μέσα μου σε κομμάτια, και τα κομμάτια σε καινούργια κομμάτια, και τίποτα δεν αφηνόταν να το περικλείσω σε μιαν έννοια. Οι λέξεις έπλεαν σκόρπιες γύρω μου, "έπηζαν και μεταμορφώνονταν σε μάτια που καρφώνονταν πάνω μου και με ανάγκαζαν κι εγώ να τα κοιτάζω", στρόβιλοι που με ζαλίζει να κοιτάζω μέσα τους, στρόβιλοι που στριφογυρίζουν ακατάπαυστα και μέσα από τους οποίους φτάνεις στο κενό».
Hugo von Hofmannsthal, Η επιστολή του λόρδου Τσάντος, Μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, Εκδόσεις Άγρα.
Όπως του ονείρου είναι και η δική μας φτιάξη,
και τ’ όνειρο τα μάτια έτσι ανοιγοκλείνει,
μικρό, λες, παιδί, τις κερασιές για να κοιτάξει,
απ’ όπου τη χρυσή πορεία αρχινά η σελήνη –
Πανσέληνος χλωμή – μες στης μεγάλης νύχτας χάη.
Έτσι και τ’ όνειρο αναβλύζει – όπως εκείνη,
ξάφνου μπροστά σου, σαν ένα παιδί που γελάει,
μεγάλο εξίσου, σαν ν’ ανεβοκατεβαίνει
μια Πανσέληνος, που μέσα στα δέντρα ξυπνάει·
τα ενδόμυχα βγαίνουν στη φόρα, καθώς υφαίνει –
χέρι φαντάσματος, λες, σε δώματα αποκλεισμένα,
κρατιέται στη ζωή κι εντός μας παραμένει·
και τα τρία – άνθρωπος, όνειρο, πράγμα – είν’ ένα.
(Terzinen, 1896)
Μετάφραση Γιώργου Πολυχρόνη.