ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

preview_player
Показать описание
Όταν συλλογίζουμαι με τι θροφή τόσα χρόνια με τάιζαν τα βιβλία κι οι δασκάλοι, για
να χορτάσουν μια λιμασμένη ψυχή, και τι λιονταρίσιο μυαλό για θροφή με τάισε ο Ζορμπάς σε λίγους μήνες, δύσκολα μπορώ να βαστάξω την πίκρα μου και την αγανάχτηση. Πως να θυμηθώ και να μη θεριέψει η καρδιά μου τις κουβέντες που μου 'κανε, τους χορούς που μου χόρευε, το σαντούρι που μου έπαιζε, σ' ένα ακρογιάλι τής Κρήτης όπου ζήσαμε έξι μήνες, με πλήθος εργάτες, σκάβοντας για να βρούμε τάχα λιγνίτη. Ξέραμε καλά κι οι δυο πως ο πρακτικός αυτός σκοπός ήτανε στάχτη για τα μάτια του κόσμου· εμείς βιαζόμαστε πότε να βασιλέψει ο ήλιος, να σκολάσουν οι εργάτες, να στρωθούμε οι δυο μας στην αμμουδιά, να φάμε το χωριάτικο νόστιμο φαΐ μας, να πιούμε το μπρούσκο κρητικό κρασί μας και να κινήσουμε την κουβέντα.
Εγώ σπάνια μιλούσα· τι να πει ένας «διανοούμενος» σ' ένα Δράκο; Τον άκουγα να μου μιλάει για το χωριό του στον Όλυμπο, για τα χιόνια, τους λύκους, τους κομιτατζήδες, την Aγια-Σοφιά, το λιγνίτη, τις γυναίκες, το Θεό, την πατρίδα και το θάνατο — και ξάφνου, όταν πλαντούσε και πια δεν τον χωρούσαν τα λόγια, τινάζουνταν απάνω στα χοντρά χαλίκια του γιαλού κι άρχιζε να χορεύει. Γερός, ορθόκορμος, κοκαλιάρης, με αναγερτό το κεφάλι, με καταστρόγγυλα μικρά μάτια σαν πουλιού, χόρευε και σκλήριζε και χτυπούσε τις αδρές πατούσες στο γιαλό και πιτσίλιζε με θάλασσα το πρόσωπό μου.
Αν άκουγα τη φωνή του, όχι τη φωνή του, την κραυγή του, η ζωή μου θα 'χε πάρει αξία· θα ζούσα μ' αίμα και σάρκα και κόκαλα ό,τι τώρα χασισοπότικα στοχάζουμαι κι ενεργώ με χαρτί και καλαμάρι. Μα δεν τόλμησα· έβλεπα το Ζορμπά μεσάνυχτα να χορεύει χλιμιντρίζοντας και να μου κράζει να τιναχτώ κι εγώ από το βολικό καβούκι της φρονιμάδας και της συνήθειας και να φύγω για τα μεγάλα, τ' αγύριστα ταξίδια μαζί του, κι έμενα ασάλευτος, τουρτουρίζοντας.
Πολλές φορές έχω ντραπεί στη ζωή μου, γιατί έπιασα την ψυχή μου να μην τολμάει να κάνει ότι η ανώτατη παραφροσύνη — η ουσία της ζωής — μου φώναζε να κάμω· μα ποτέ δεν ντράπηκα για την ψυχή μου όσο μπροστά στο Ζορμπά.
Η επιχείρηση του λιγνίτη πήγε κατά διαβόλου· ο Ζορμπάς κι εγώ κάμαμε ότι μπορούσαμε για να φτάσουμε, γελώντας, παίζοντας, κουβεντιάζοντας, στην καταστροφή. Δε σκάβαμε να βρούμε λιγνίτη· αυτό ήταν αφορμή για τους απλοϊκούς φρόνιμους ανθρώπους, «για να μη μας πάρουν με τις λεμονόκουπες», έλεγε ο Ζορμπάς και σκούσε στα γέλια. «Μα εμείς, αφεντικό (μ' έλεγε αφεντικό και γελούσε), εμείς, αφεντικό, έχουμε άλλους, μεγάλους σκοπούς.—Ποιούς, μωρέ Ζορμπά; τον ρωτούσα.—Σκάβουμε για να δούμε, λέει, τι δαιμόνους έχουμε μέσα μας.»
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Νίκος Καζαντζάκης = Ο βασιλιάς της λογοτεχνίας και ο αγαπημένος μου συγγραφέας

Player--su