filmov
tv
Η γιαγιά άρχισε το παραμύθι 12 μήνες Ανθολόγιο Α 22 υπότιτλοι

Показать описание
Δίνοντας φωνή και οπτικοποιώντας το Ανθολόγιο για τα Παιδιά του Δημοτικού - Μέρος Πρώτο!! Σε ρυθμό της Εποχής, videoclip! Μαθαίνουμε με τους πρωταγωνιστές της ζωής και ήρωες του Μέλλοντός μας! Ένα ταξίδι με φαντασία και χαμόγελο στο συναίσθημα, την Γλώσσα, την γνώση...
Visualizing poems, litterature, e-encyclopedia, facts or a Greek Joke! Eν είδει ντοκυμαντέρ για παιδιά... Τα κεφάλαια του Ανθολογίου μαζί με μια σειρά από μικρές δόσεις εγκυκλοπαιδικών γνώσεων χρησιμοποιήθησαν ως υλικό στον "Ερασιτεχνικό Ραδιοφωνικό Σταθμό για Παιδιά" ισχύος 15 watts που εξέπεμπε Σαββατοκύριακο με νεανική μουσική και εκφωνήσεις σαν και αυτή από το Ηράκλειο Κρήτης τω καιρώ εκείνω... 20 χρόνια μετά, πειραματιζόμαστε και οπτικοποιούμε το υλικό από τις σκονισμένες κασσέτες ήχου, τις (ξανα)ανακαλύπτουμε, τις επεξεργαζόμαστε και σας αποστέλλουμε με αγάπη το αποτέλεσμα της εργασίας ως αντικείμενο προς περαιτέρω εκπαιδευτική χρήση, συζήτηση, μελέτη και εφαρμογές με τους μικρούς "εξερευνητές" μας... Μαθαίνουμε διότι η Γνώσις είναι Δύναμη, ώστε η Έρις να γίνει Έρως... Αναλόγως του ενδιαφέροντος για μάθηση ακολούθησε
Συκολόγος-Βιάννος-Κρήτη!
Ελληνική Μουσική!
Εκπαιδευτικά Βίντεο Μυθολογία Αίσωπος
Ταξίδια, Τόποι, άνθρωποι σε μια βιντεοκάμερα...
Radio on ... Έαρ!
TV Programmes for Learning English
Η γιαγιά άρχισε το παραμύθι
Είναι ώρα πολλή που η Ρήνα, ο Ρήγας και η Βάσω
περιμένουν ν' ακούσουν
την καμπάνα της εκκλησίας.
Κοντεύουν μεσάνυχτα
κι εκείνη δε χτυπά ακόμη.
Κι αυτοί έχουν ετοιμαστεί σε όλα.
Λούστηκαν, πλύθηκαν και συγυρίστηκαν.
Φόρεσαν και τα καινούρια ρούχα
και τα καινούρια τα παπούτσια.
Ετοίμασαν και τα φαναράκια
και τα κεριά τους γιατί θα πάνε
απόψε στην Ανάσταση
με όλους τους δικούς τους.
Μα ο μπάρμπα-Χαράλαμπος,
ο εκκλησάρης,
ακόμη δεν άρχισε να χτυπά την καμπάνα
και τα παιδιά αρχίζουν να νυστάζουν.
Τότε η γιαγιά άρχισε το παραμύθι:.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γριά πολύ φτωχή.
∆εν είχε η κακομοίρα κανένα στον κόσμο,
μήτε άντρα μήτε συγγενή.
Όλοι τις είχαν πεθάνει.
Καθόταν μονάχη σ' ένα παλιό καλυβάκι.
Χρήματα δεν είχε, για ν' αγοράσει ψωμί και φαγί,
και ζούσε με χόρτα.
Κάθε μέρα έπαιρνε το σακούλι της,
πήγαινε ως το βουνό και μάζευε χόρτα.
Μάζευε και ξύλα.
Τα έφερνε στο καλύβι
έβραζε τα χόρτα και τα έτρωγε.
Έτσι ζούσε η κακομοίρα εκείνη η γριά...
Μονάχα μια γειτονοπούλα της,
ένα κορίτσι, φρόντιζε για τη δυστυχισμένη τη γριά.
Όταν έψηναν φρέσκο ψωμί στο σπίτι τους,
έφερνε στη γριά μια φέτα μεγάλη, ζεστή.
Μια μέρα μαρτιάτικη,
η γριά πήγε να μαζέψει χόρτα.
Πήρε το σακουλάκι της,
έφτασε σιγά σιγά στο βουνό,
και άρχισε να μαζεύει χόρτα:
ραδίκια, μολόχες και άλλα τέτοια.
Να σου όμως και συννεφιάζει,
και σε λίγο αρχίζει να βρέχει.
Τι να κάμει τότε η καημένη η γριά!
Να γυρίσει πίσω στο καλύβι της, δεν πρόφταινε.
Να σταθεί εκεί, θα βρεχόταν.
Κοιτάζει να βρει κανένα μέρος να τρυπώσει.
Πηγαίνει λίγο παραπέρα, και βλέπει μακριά μια σπηλιά.
Τρέχει με το μισογεμάτο σακουλάκι της στον ώμο.
Φτάνει και τρυπώνει μέσα στη σπηλιά.
Αλλά μόλις μπήκε, ξαφνιάστηκε.
Στην πιο βαθιά άκρη της σπηλιάς
βλέπει ένα γέρο ασπρομάλλη και ασπρογένη.
Και γύρω απ' αυτόν το γέρο,
δώδεκα μεγάλα και όμορφα παλικάρια.
Τα παιδιά αυτά κάθονταν από τρία τρία μαζί
είχαν και τα χέρια τους περασμένα το ένα στο λαιμό του άλλου.
Τα πρώτα τρία παιδιά φορούσαν στα κεφάλια τους στεφάνια,
καμωμένα από λογής-λογής λουλούδια: από τριαντάφυλλα,
από βιολέτες, από παπαρούνες και άλλα.
Τα παρακάτω τρία ήταν στεφανωμένα με στάχυα.
Τα άλλα τρία κρατούσαν με το ένα τους χέρι σταφύλια,
κυδώνια και μήλα.
Μονάχα τα τρία τελευταία παιδιά
δε φορούσαν τίποτα στο κεφάλι
και τίποτα δεν κρατούσαν στα χέρια.
Ήταν όμως και αυτά αγκαλιασμένα
και τυλιγμένα με άσπρες χοντρές γούνες.
Ήταν ο γερο-Χρόνος με τα δώδεκα παιδιά του,
τους δώδεκα μήνες.
Μα η γριά εκείνη, μήτε τον πατέρα
μήτε κανένα από τα παιδιά του γνώρισε.
Τους χαιρέτησε μονάχα και τους παρακάλεσε
να την αφήσουν να καθίσει μέσα στη σπηλιά τους,
ώσπου να σταματήσει η βροχή.
- Μείνε, καλή κυρούλα, όσο θέλεις στη σπηλιά μας,
είπε ο γέρος, ο πατέρας των παιδιών.
Αυτός ο τρελο-Μάρτης, βλέπεις,
ήταν ανάγκη να μας χαλάσει την όμορφη μέρα και να βρέξει.
- Τι λες, γέροντά μου, αντιμίλησε αμέσως η γριά. ...
Visualizing poems, litterature, e-encyclopedia, facts or a Greek Joke! Eν είδει ντοκυμαντέρ για παιδιά... Τα κεφάλαια του Ανθολογίου μαζί με μια σειρά από μικρές δόσεις εγκυκλοπαιδικών γνώσεων χρησιμοποιήθησαν ως υλικό στον "Ερασιτεχνικό Ραδιοφωνικό Σταθμό για Παιδιά" ισχύος 15 watts που εξέπεμπε Σαββατοκύριακο με νεανική μουσική και εκφωνήσεις σαν και αυτή από το Ηράκλειο Κρήτης τω καιρώ εκείνω... 20 χρόνια μετά, πειραματιζόμαστε και οπτικοποιούμε το υλικό από τις σκονισμένες κασσέτες ήχου, τις (ξανα)ανακαλύπτουμε, τις επεξεργαζόμαστε και σας αποστέλλουμε με αγάπη το αποτέλεσμα της εργασίας ως αντικείμενο προς περαιτέρω εκπαιδευτική χρήση, συζήτηση, μελέτη και εφαρμογές με τους μικρούς "εξερευνητές" μας... Μαθαίνουμε διότι η Γνώσις είναι Δύναμη, ώστε η Έρις να γίνει Έρως... Αναλόγως του ενδιαφέροντος για μάθηση ακολούθησε
Συκολόγος-Βιάννος-Κρήτη!
Ελληνική Μουσική!
Εκπαιδευτικά Βίντεο Μυθολογία Αίσωπος
Ταξίδια, Τόποι, άνθρωποι σε μια βιντεοκάμερα...
Radio on ... Έαρ!
TV Programmes for Learning English
Η γιαγιά άρχισε το παραμύθι
Είναι ώρα πολλή που η Ρήνα, ο Ρήγας και η Βάσω
περιμένουν ν' ακούσουν
την καμπάνα της εκκλησίας.
Κοντεύουν μεσάνυχτα
κι εκείνη δε χτυπά ακόμη.
Κι αυτοί έχουν ετοιμαστεί σε όλα.
Λούστηκαν, πλύθηκαν και συγυρίστηκαν.
Φόρεσαν και τα καινούρια ρούχα
και τα καινούρια τα παπούτσια.
Ετοίμασαν και τα φαναράκια
και τα κεριά τους γιατί θα πάνε
απόψε στην Ανάσταση
με όλους τους δικούς τους.
Μα ο μπάρμπα-Χαράλαμπος,
ο εκκλησάρης,
ακόμη δεν άρχισε να χτυπά την καμπάνα
και τα παιδιά αρχίζουν να νυστάζουν.
Τότε η γιαγιά άρχισε το παραμύθι:.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια γριά πολύ φτωχή.
∆εν είχε η κακομοίρα κανένα στον κόσμο,
μήτε άντρα μήτε συγγενή.
Όλοι τις είχαν πεθάνει.
Καθόταν μονάχη σ' ένα παλιό καλυβάκι.
Χρήματα δεν είχε, για ν' αγοράσει ψωμί και φαγί,
και ζούσε με χόρτα.
Κάθε μέρα έπαιρνε το σακούλι της,
πήγαινε ως το βουνό και μάζευε χόρτα.
Μάζευε και ξύλα.
Τα έφερνε στο καλύβι
έβραζε τα χόρτα και τα έτρωγε.
Έτσι ζούσε η κακομοίρα εκείνη η γριά...
Μονάχα μια γειτονοπούλα της,
ένα κορίτσι, φρόντιζε για τη δυστυχισμένη τη γριά.
Όταν έψηναν φρέσκο ψωμί στο σπίτι τους,
έφερνε στη γριά μια φέτα μεγάλη, ζεστή.
Μια μέρα μαρτιάτικη,
η γριά πήγε να μαζέψει χόρτα.
Πήρε το σακουλάκι της,
έφτασε σιγά σιγά στο βουνό,
και άρχισε να μαζεύει χόρτα:
ραδίκια, μολόχες και άλλα τέτοια.
Να σου όμως και συννεφιάζει,
και σε λίγο αρχίζει να βρέχει.
Τι να κάμει τότε η καημένη η γριά!
Να γυρίσει πίσω στο καλύβι της, δεν πρόφταινε.
Να σταθεί εκεί, θα βρεχόταν.
Κοιτάζει να βρει κανένα μέρος να τρυπώσει.
Πηγαίνει λίγο παραπέρα, και βλέπει μακριά μια σπηλιά.
Τρέχει με το μισογεμάτο σακουλάκι της στον ώμο.
Φτάνει και τρυπώνει μέσα στη σπηλιά.
Αλλά μόλις μπήκε, ξαφνιάστηκε.
Στην πιο βαθιά άκρη της σπηλιάς
βλέπει ένα γέρο ασπρομάλλη και ασπρογένη.
Και γύρω απ' αυτόν το γέρο,
δώδεκα μεγάλα και όμορφα παλικάρια.
Τα παιδιά αυτά κάθονταν από τρία τρία μαζί
είχαν και τα χέρια τους περασμένα το ένα στο λαιμό του άλλου.
Τα πρώτα τρία παιδιά φορούσαν στα κεφάλια τους στεφάνια,
καμωμένα από λογής-λογής λουλούδια: από τριαντάφυλλα,
από βιολέτες, από παπαρούνες και άλλα.
Τα παρακάτω τρία ήταν στεφανωμένα με στάχυα.
Τα άλλα τρία κρατούσαν με το ένα τους χέρι σταφύλια,
κυδώνια και μήλα.
Μονάχα τα τρία τελευταία παιδιά
δε φορούσαν τίποτα στο κεφάλι
και τίποτα δεν κρατούσαν στα χέρια.
Ήταν όμως και αυτά αγκαλιασμένα
και τυλιγμένα με άσπρες χοντρές γούνες.
Ήταν ο γερο-Χρόνος με τα δώδεκα παιδιά του,
τους δώδεκα μήνες.
Μα η γριά εκείνη, μήτε τον πατέρα
μήτε κανένα από τα παιδιά του γνώρισε.
Τους χαιρέτησε μονάχα και τους παρακάλεσε
να την αφήσουν να καθίσει μέσα στη σπηλιά τους,
ώσπου να σταματήσει η βροχή.
- Μείνε, καλή κυρούλα, όσο θέλεις στη σπηλιά μας,
είπε ο γέρος, ο πατέρας των παιδιών.
Αυτός ο τρελο-Μάρτης, βλέπεις,
ήταν ανάγκη να μας χαλάσει την όμορφη μέρα και να βρέξει.
- Τι λες, γέροντά μου, αντιμίλησε αμέσως η γριά. ...