Ελένη Μπετεινάκη - Με το Ποδήλατο μου στις Γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου

preview_player
Показать описание
Αν περπατήσει κανείς νωρίς το πρωί στις «βασιλόφλεβες» του Μεγάλου Κάστρου (όπως αποκαλεί ο Νίκος Καζαντζάκης τους δύο κεντρικούς δρόμους της πόλης που τέμνονται στο Μεϊντάνι) ή αν βρεθεί κάτω στο λιμάνι και στον Κούλε, είναι πολύ πιθανό να συναντήσει μια ποδηλάτισσα, λεπτή φιγούρα με μακριά μαλλιά, εφοδιασμένη με τη φωτογραφική της μηχανή, να αιχμαλωτίζει στιγμές, μνημεία, ρούγες και ντουκιάνια και χρώματα· τα χρώματα που δημιουργεί ο ήλιος καθώς ανατέλλει.
Η
Ελένη Μπετεινάκη, νηπιαγωγός και συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ερασιτέχνης φωτογράφος και αεικίνητη εργαζόμενη στην εντός των τειχών πόλη, έχει αγαπήσει το Ηράκλειο όσο λίγοι κάτοικοί του, κι έχει εδώ και χρόνια αφιερώσει πολλές ώρες της δραστήριας ζωής της στην ανάδειξη της ιστορίας και της ομορφιάς του.
Τα κείμενα που περιέχονται σ’ αυτό το βιβλίο μαρτυρούν μιαν ενδιαφέρουσα πτυχή αυτής της της αφοσίωσης. Γράφτηκαν στο διάστημα των τελευταίων επτά ετών, και δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο, έντυπο και ηλεκτρονικό, τύπο. Θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς ως χρονογραφήματα, αφού έχουν κάποια από τα χαρακτηριστικά του γραμματειακού αυτού είδους: είναι πεζά, σύντομα κείμενα, και κινούνται ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία – δημοσιογραφία με την έννοια ότι έχουν έναν επικαιρικό χαρακτήρα τα περισσότερα από αυτά, αφού αφορμώνται από κάποια τοπική ή θρησκευτική γιορτή, κάποια επέτειο ή ιστορικό γεγονός, ή από ένα γεγονός εγχώριας σημασίας για την πόλη τη συγκεκριμένη ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκαν.
Ωστόσο, τα «παρά ένα τεσσαράκοντα» ετούτα μικρά πεζά έχουν και τα δικά τους, ξεχωριστά χαρακτηριστικά.
Μπορούμε αδρομερώς να τα διακρίνουμε σε δύο κατηγορίες:
14
E. Μπετεινάκη - Στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου
εκείνα στα οποία η συγγραφέας αφηγείται, με λόγια απλά,
την ιστορία ενός συμβάντος, μιας γιορτής ή ενός μνημείου·
κι εκείνα όπου η αφηγήτρια μπαίνει, με όχημα το ποδήλατό
της, σε μιαν ιδιόμορφη «μηχανή του χρόνου», η οποία την
τοποθετεί μέσα στις πλατείες, τα τσαρσά και τους μαχαλάδες
του παλιού Μεγάλου Κάστρου, ενετικού ή οθωμανικού, όπου
κουβεντιάζει με τους κατοίκους, ψωνίζει απ’ τα μαγαζιά τους,
μπαίνει στους καφενέδες τους και τις περίκλειστες αυλές των
σπιτιών τους, και μας παίρνει μαζί της σε ένα ταξίδι που
πολύ θα θέλαμε να το είχαμε κάνει στ’ αλήθεια, ή να είχαμε
τη δυνατότητα να το αφηγηθούμε. Στα κείμενα της δεύτερης
αυτής κατηγορίας, όπου σαν μέσα σε όνειρο η αφηγήτρια
αλλάζει εποχές, υπάρχει πάντα και το ενδιαφέρον μοτίβο
του «ξυπνήματος» στη σύγχρονη πόλη και στις συνθήκες που
έδωσαν την αφορμή της συγγραφής.
Η οργάνωση των κειμένων σε «διαδρομές» θέλει να
υπογραμμίσει τον χαρακτήρα του βιβλίου ως «συντρόφου»
(αυτό που οι Αγγλοσάξωνες αποκαλούν «companion»),
δηλαδή συνοδοιπόρου στις βόλτες μας μέσα στην πόλη. Είναι
ένα βιβλίο που προτείνει πώς να περπατήσουμε μέσα στο
σημερινό Ηράκλειο, και μας βοηθά να απολαύσουμε καλύτερα
αυτούς μας τους περιπάτους. Προτρέπει τον κάθε αναγνώστη
να γίνει ένας flâneur, ένας «πλάνης-περιπατητής» όπως τον
είχε συλλάβει ο Μπωντλαίρ, που θα τριγυρίζει την πόλη
ερευνώντας και παρατηρώντας την, και που σ’ αυτή του την
περιήγηση τα κείμενα της Ελένης θα του έχουν δώσει τα
εργαλεία να τη φανταστεί, να τη «βιώσει».
Όσο όμως κι αν η συγγραφέας ενεργοποιεί τη φαντασία της
προκειμένου να ζωντανέψει ιστορικές εποχές της πόλης και
να μας βάλει εντός τους, ποτέ δεν αυθαιρετεί: χωρίς να κάνει
ιστοριογραφία, αναγνωρίζει τις οφειλές της σε σύγχρονους
ερευνητές, ιστορικούς και αρχαιολόγους, και κυρίως αποτίνει
τον πρέποντα φόρο τιμής σε παλιούς Καστρινούς που έγραψαν
για την πόλη τους, όπως τον Τζουάνε Παπαδόπουλο, τον Νίκο
15
Πρόλογος
Καζαντζάκη και τον Μανώλη Δερμιτζάκη, για να αναφέρω
μόνο τους γνωστότερους.
Ευχαριστώ πολύ την Ελένη για την τιμή να προλογίσω το
βιβλίο της. Αυτό μου έδωσε τη χαρά να διαβάσω, νωρίτερα από
κάθε άλλον αναγνώστη, τα επεξεργασμένα και ανανεωμένα,
για τις ανάγκες του παρόντος βιβλίου, κείμενά της· και έτσι
πρώτη να καμαρώσω τον «Άρχοντα» Κούλε, να ανηφορίσω
τη Λεωφόρο της Πλάνης, να χαζέψω στο Μεϊντάνι και στην
Πλαθιά Στράτα, να ανάψω το κερί μου στον Άγιο Μηνά και
τον Άγιο Τίτο, να κοιτάξω την πόλη ψηλά και από ψηλά,
και να κάνω ένα «νοσταλγικό» ταξίδι, έναν νοερό νόστο στη
γενέθλια πόλη, απ’ την οποία όσο και να απομακρυνθεί κανείς,
ποτέ στ’ αλήθεια δεν αποκόβεται…
Τασούλα Μ. Μαρκομιχελάκη
Θεσσαλονίκη
Νοέμβριος 2021
Рекомендации по теме