Μαρίζα Κωχ - ΦΑΤΑ ΜΟΡΓΚΑΝΑ - Νίκος Καββαδίας

preview_player
Показать описание
Ποίηση: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Μαρίζα Κωχ
Ερμηνεία: Πάνος Μπούσαλης (Κιθάρα, φωνή)

Από τον δίσκο ''ΜΑΡΙΖΑ ΚΩΧ'' 1977

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ' το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο, μπακιρένιο Αλγερινό,
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.

Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί,
οσμή από κέδρο, από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.

Σκουριά πυρόχρωμη στις μίνες του Σινά.
Οι κάβες της Γερακινής και το Στρατόνι.
Το επίχρισμα. Η άγια σκουριά που μας γεννά,
Μας τρέφει, τρέφεται από μας, και μας σκοτώνει.

Πούθ' έρχεσαι; Απ' τη Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Η ονομασία Φάτα Μοργκάνα αποτελεί ιταλική μετάφραση του ονόματος της Μόργκαν λε Φέι, της μάγισσας και ετεροθαλούς αδελφής του Βασιλιά Αρθούρου, και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ένα ιδιαίτερο είδος αντικατοπτρισμού, ένα οπτικό φαινόμενο, που οφείλεται σε θερμοκρασιακή αναστροφή. Τα αντικείμενα στον ορίζοντα, όπως νησιά, κρημνοί, πλοία ή παγόβουνα, εμφανίζονται σύνθετα, δηλαδή δύο είδωλα ίδιου αντικειμένου ενωμένα αντίστροφα κατά κορυφή.
Όταν ο καιρός είναι ήπιος, η απρόσκοπτη αλληλεπίδραση μεταξύ του ζεστού υπερκείμενου αέρα και του πυκνότερου ψυχρού αέρα κοντά στην επιφάνεια του εδάφους μπορεί να δράσει ως διαθλαστικός φακός, δημιουργώντας ένα κατακόρυφα αντεστραμμένο είδωλο, επί του οποίου φαίνεται να αιωρείται το απομακρυσμένο ευθύ είδωλο. Η Φάτα Μοργκάνα παρατηρείται συνήθως τις πρωινές ώρες μετά από μια ψυχρή νύχτα που έχει σαν αποτέλεσμα τη διαφυγή θερμότητας δι' ακτινοβολίας στο διάστημα. Η πρώτη αναφορά σε "Φάτα μοργκάνα" στα αγγλικά, το 1818, αφορούσε έναν παρόμοιο αντικατοπτρισμό που παρατηρήθηκε στο Στενό της Μεσσίνας, ανάμεσα στην Καλαβρία και τη Σικελία. Είναι συνηθισμένο φαινόμενο στις κοιλάδες των ψηλών βουνών, όπως η κοιλάδα Σαν Λούις του Κολοράντο όπου το φαινόμενο μεγεθύνεται εξαιτίας της καμπύλωσης του πυθμένα της κοιλάδας που αντισταθμίζει την καμπυλότητα της Γης. Είναι πιθανό να παρατηρηθεί στις Αρκτικές θάλασσες σε πολύ γαλήνια πρωινά, ή συχνά στις καλυμμένες με πάγο κρηπίδες της Ανταρκτικής.
Η "Φάτα Μοργκάνα" υπάγεται στους ανώτερους αντικατοπτρισμούς (superior mirage), που διακρίνονται από τους πιο συνηθισμένους κατώτερους αντικατοπτρισμούς (inferior mirage), οι οποίοι δημιουργούν την οφθαλμαπάτη μακρινών νερόλακκων στην έρημο και "υγρού οδοστρώματος" στους πολύ ζεστούς δρόμους.

FATA MORGANA
Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

«Φάτα Μοργκάνα», αφηγείται ο Νίκος Καββαδίας στον Μήτσο Κασόλα...
…είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει στη Σικελία, στο στενό, ή στη Νάπολη απόξω, νύχτα, τρεις η ώρα, και παρουσιάζει τρεις γυναίκες που χορεύουν στον ορίζοντα. Μετά σβήνει. Κρατά ένα δυο λεπτά, τρεις η ώρα τη νύχτα, πάντα την ίδια εποχή. Καμιά φορά μπορεί να είναι και ηλιακό φαινόμενο και να το βαστάει κάποιο σύννεφο και το παρουσιάζει μετά. […]
– Εσύ το είδες αυτό το φαινόμενο;
– Δύο φορές.
– Μη μου πεις… Έχουνε σχήμα; Πώς είναι;
– Έχουνε σχήμα, κανονικό σχήμα, με τα πέπλα τους, τα μαλλιά τους, λυσίκομες, σε ανατριχιάζει αυτό το φαινόμενο.
– Αλήθεια, με συγχωρείς που σε ξαναρωτάω, το ’χεις δει εσύ αυτό το θέαμα με τα μάτια σου;
– Ναι, βρε παιδάκι μου, πολλές φορές. Αυτό το θέαμα μάλιστα το είδα, την πρώτη φορά, με έναν Καραντώνη. Αυτός με φώναξε. “Δεν ξέρω τίποτα”, μου λέει. Ξάδερφος πρώτος του Αντρέα του ύπαρχου στο καράβι. Αλλά αντικατοπτρισμούς έχω δει πολλές φορές. Έχω δει το Αλγέρι και μετά τους μιναρέδες του στην Ερυθρά. Και λες, αυτό δεν είναι Κάιρο, Αλεξάνδρεια, είναι τ’ Αλγέρι, που το ξέρεις. Γιατί μπαίνοντας μετά στο παλιό ντοκ, βλέπεις τι έχει, πόσα φανάρια κλπ.
Νίκο, αν μου επιτρέπεις, να σε ρωτήσω κάτι, του λέω […], από όλες τις γυναίκες που συνάντησες στα λιμάνια τού κόσμου, είναι καμιά που να τη θυμάσαι ιδιαίτερα.
— Όχι, οι περισσότερες δεν είχαν το καρχηδόνιο επίχρισμα. (Χαμογελάει).
— Γιατί χαμογελάς; Τι είναι αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, δεν το κατάλαβα. Γιατί διστάζεις; (Στην παρέα εκείνο το βράδυ υπήρχαν και αρκετές κοπέλες). Ντρέπεσαι τα κορίτσια;
— Όχι, δεν ντρέπομαι… Να, είναι ένα επίχρισμα που υπάρχει πάντα μέσα στον γυναικείο κόλπο.
— Πρόσθετο;
— Όχι, φυσικό επίχρισμα […]. Όλες, όλες το έχουν αυτό το καρχηδόνιο επίχρισμα, εγώ το έβγαλα έτσι, ποιητικά… Θυμίζει τα βάζα των Καρχηδόνιων, που τα βάφανε αυτοί μόνο από μέσα, μ’ ένα ειδικό επίχρισμα. Και το γυναικείο επίχρισμα, πώς να το πω, είναι η χλωρίδα, ας πούμε. Όπως έχουμε θαλάσσια χλωρίδα, τροπική χλωρίδα, πανίδα κλπ. Είναι πολύ ερεθιστική. (Γελάει). Άμα δεν υπάρχει αυτή η κολπική χλωρίδα, δεν μπορεί η γυναίκα να κάνει παιδί. Μα καλά, τόσα πολλά ξέρω εγώ;
— Τα κέρατά σου ξέρεις, Καββαδία, του απαντάω.
Κι ο Καββαδίας ξαναγελάει και γελάμε όλοι και πάλι και συνεχίζουμε τη συζήτηση.
— Και οι γυναίκες, λοιπόν, που γνώρισες εσύ στα λιμάνια, γιατί αυτές δεν είχανε το καρχηδόνιο επίχρισμα;
— Γιατί οι πόρνες δεν έχουν αυτό το επίχρισμα, σπάνια το έχουν. Από την πολλή χρήση δεν έχουν. Σπάνια νά ᾽χουνε αυτές την “άγια σκουριά”, που λέω. Κάτι σαν αυτή την κόκκινη, πυρόχρωμη σκουριά των λατομείων, που τη φορτώναμε στα καράβια από το Στρατόνι, τη Γερακινή κλπ. Αυτό το επίχρισμα έχει απόχρωση σκουριάς.

OrpheusDionysus
Автор

Τόποι του Νίκου Καββαδία.
Ο τελευταίος στίχος από το «7νάνοι στο ss/Kyrenia”, «μάνα θα πάω στα καράβια» έγινε σύνθημα και τρολ. Κι όμως το ποίημα κρύβει μια οικογενειακή ιστορία και ένα κοινωνικό φαινόμενο. Η ανιψιά του Καββαδία του είχε ζητήσει ένα ποίημα για 7 νυχτοπερπατητές, επηρεασμένη από ένα μυθιστόρημα του Walter Scott. Δεν μπόρεσε να χαλάσει το χατίρι σε «κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα» αλλά δεν έμεινε ευχαριστημένος και της γράφει: «Οι εφτά νυχτοπερπατητές μπήκανε στο Colombo με τα στόρια και τους σκορπιούς. Θέλησα να σου γράψω κάτι απλό, όμως μου ξέφυγε και βγήκε τούτο το μπλάστρι για γερασμένα παιδιά… Ισως κάποτε κατορθώσω να σου χαρίσω ένα ωραίο ποίημα και σχίσε τούτο που βρωμάει πετρέλαιο». Όσο για το υπερωκεάνιο ss Cyrenia ταξίδευε προς την Αυστραλία μεταφέροντας κυρίως μετανάστες και για αυτό πήγαινε γεμάτο και γύρναγε άδειο. Τα ονόματα των ναυτικών είναι επινοημένα για να παραπέμπουν σε παραμύθι, αλλά οι Εβραίες Εσθήρ και Ρουθ ήταν πραγματικά πρόσωπα που αναζήτησαν την τύχη τους μακριά από την Ευρωπη για να μη γίνουν κι αυτές ολοκαύτωμα.
Οσοι πάντως αγαπάτε τον ιδανικό κι ανάξιο εραστή των μακρυσμένων θαλασσών και των γαλάζιων πόντων μπορείτε να πατήσετε στον χάρτη με τα μέρη όπου ταξίδεψε και θα σας βγάλει το σχετικό ποίημα.

OrpheusDionysus
Автор

Fata Morgana
Στὴ Θεανὼ Σουνᾶ

Θὰ μεταλάβω μὲ νερὸ θαλασσινὸ
στάλα τὴ στάλα συναγμένο ἀπ᾿ τὸ κορμί σου
σὲ τάσι ἀρχαῖο, μπακιρένιο ἀλγερινό,
ποὺ κοινωνοῦσαν πειρατὲς πρὶν πολεμήσουν.

Στρείδι ὠκεάνιο ἀρραβωνίζεται τὸ φῶς.
Γεύση ἀπὸ φλούδι τοῦ ροδιοῦ, στυφὸ κυδώνι
κι ὁ ἄρρητος τόνος, πιὸ πικρὸς καὶ πιὸ στυφός,
ποὺ ἐναποθέτανε στὰ βάζα οἱ Καρχηδόνιοι.

Πανὶ δερμάτινο ἀλειμμένο μὲ κερί,
ὀσμὴ ἀπὸ κέδρο, ἀπὸ λιβάνι, ἀπὸ βερνίκι,
ὅπως μυρίζει ἀμπάρι σὲ παλιὸ σκαρὶ
χτισμένο τότε στὸν Εὐφράτη στὴ Φοινίκη.

Χόρτο ξανθὸ τρίποδο σκέπει μαντικό.
Κι ἕνα ποτάμι μὲ ζεστή, λιωμένη πίσσα,
ἄγριο, ἀκαταμάχητο, ἀπειλητικό,
ποτίζει τοὺς ἁμαρτωλοὺς ποὺ σ᾿ ἀγαπῆσαν.

Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός,
δόξα τοῦ κρύσταλλου, κρασὶ ἀπ᾿ τὴ Σαντορίνη.
Ὁ ἀσκὸς νὰ ρέει, κι ὁ Ἀπόλλωνας βοσκὸς
νὰ κολυμπάει τὰ βέλη του μὲ διοσκορίνη.

Σκουριὰ πυροχρωμη στὶς μνῆμες τοῦ Σινᾶ.
Οἱ κάβες τῆς Γερακινῆς καὶ τὸ Στρατόνι.
Τὸ ἐπίχρισμά του ἅγια σκουριὰ ποὺ μᾶς γερνᾶ,
μᾶς τρέφει, τρέφεται ἀπὸ μᾶς, καὶ μᾶς σκοτώνει.

Καντήλι, δισκοπότηρο χρυσό, ἀρτοφόρι.
Ἅγια λαβίδα καὶ ἱερὴ ἀπὸ λαμινάρια.
Μπροστὰ στὴν Πύλη δύο δαιμόνοι σπαθοφόροι
καὶ τρεῖς Ἀγγέλοι μὲ σπασμένα τὰ κοντάρια.

*

Ποῦθ᾿ ἔρχεσαι; Ἀπ᾿ τὴ Βαβυλώνα.
Ποῦ πᾶς; Στὸ μάτι τοῦ κυκλῶνα.
Ποιὰν ἀγαπᾶς; Κάποια τσιγγάνα.
Πῶς τὴ λένε; Φάτα Μοργκάνα.

Πάντα οἱ κυκλῶνες ἔχουν γυναικεῖο
ὄνομα. Εὔα ἀπὸ τὴν Κίο.
Ἡ μάγισσα ἔχει τρεῖς κόρες στὸ Ἀμανάτι
καὶ ἡ τέταρτη εἶν᾿ ἕν᾿ ἀγόρι μ᾿ ἕνα μάτι.

Ψάρια ποὺ πετᾶν μέσα στὴν ἄπνοια,
ὄστρακα, λυσίκομες κοπέλες,
φίδια τῆς στεριᾶς καὶ δέντρα σάπια,
ἄρμπουρα, τιμόνια καὶ προπέλες.

Νά ῾χαμε τὸ λύχνο τοῦ Ἀλαδίνου
ἢ τὸ γέρο νάνο ἀπ᾿ τὴν Καντόνα.
Στείλαμε τὸ σῆμα τοῦ κινδύνου
πάνω σὲ ἄσπρη πέτρα μὲ σφεντόνα.

Δαίμονας γεννᾶ τὴ νηνεμία.
Ξόρκισε, Allodetta, τ᾿ ὄνομά του.
Λούφαξεν ὁ δέκτης τοῦ ἀσυρμάτου,
καὶ φυλλομετρᾶ τὸν καζαμία.

Ὁ ἄνεμος κλαίει. Σκυλὶ στὰ λυσσιακά του.
Γειὰ χαρά, στεριά, κι ἀντίο, μαστέλο.
Γλίστρησε ἡ ψυχή μας ἀπὸ κάτου,
ἔχει καὶ στὴν κόλαση μπορντέλο.

OrpheusDionysus