filmov
tv
Παραδοσιακό - ΚΑΤΩ ΣΤΟΥ ΒΑΛΤΟΥ ΤΑ ΧΩΡΙΑ - Παναγιώτης Λάλεζας

Показать описание
Επίγραμμα
Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,
για να σε χαιρετίσουνε, όρθο είναι σηκωμένοι
γυναίκες, γέροντες, παιδιά κ’ εγώ στη σύναξή τους
για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.
Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη
μ’ όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ’ άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π’ ανοίγεται μπροστά τους
Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ’ Εσέ, Δημοκρατία!
Άγγελος Σικελιανός
Στίχοι-Μουσική: Παραδοσιακοί
ΕΡΜΗΝΕΊΑ: Παναγιώτης Λάλεζας
Χορός: Μωραΐτες εν Χορώ
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,
Γιε΄μ στα πέντε βιλαέτια,
φάτε πιέτε μωρέ’ αδέρφια.
Εκεί ειν΄οι κλέφτες οι πολλοί,
Αρματωμένοι, στο φλουρί.
Κάθονται και τρων και πίνουν,
και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γραφούν μια γραφή,
χέζουν τα γένια του Κατή.
Γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούν και τον Δεσπότη.
Τούρκοι για κάτσετε καλά,
γιατί σας καίμε τα χωριά.
Γλήγορα στ΄αρματολίκι
γιατί ερχόμαστε σαν Λύκοι.
Ο κόσμος των αρματολών και κλεφτών
Είναι ένα δημοτικό τραγούδι, χορευτικό σε ρυθμό τσάμικο, της κατηγορίας των κλέφτικων, πολύ διαδεδομένο: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά». Ο πρώτος εκδότης του (1824), ο Κλωντ Φωριέλ, είχε θησαυρίσει τρεις παραλλαγές, από τις οποίες προέκρινε τη μία για δημοσίευση στη συλλογή του· τις άλλες δυο μας τις έκαμε γνωστές (1999) ο κατ’ εξοχήν μελετητής του, ο Αλέξης Πολίτης. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στη δική του συλλογή (1852) αναπαράγει το κείμενο του Φωριέλ με μία μικρή διαφορά που ίσως να μην είναι ασήμαντη. Ο Α. Ιατρίδης (1859) μας παραδίδει μια παραλλαγή που, παρά το κοινό περιεχόμενο, διαφέρει από εκείνη του Φωριέλ· την παραλλαγή Ιατρίδη προκρίνει στα δικά του κλέφτικα (1973) ο Αλέξης Πολίτης, ενώ ο παππούς του, ο Νικόλαος, όπως και άλλοι παλαιότεροί του συλλογείς, δεν το ενέταξε στις εκλογές του. Ο Πάσοβ (1860) το γνωρίζει από τον Φωριέλ, τον Ζαμπέλιο και τη λεγόμενη συλλογή Αγγελίδη (1856) και το κατατάσσει στα χρονολογικώς αβέβαια κλέφτικα. Ανάμεσα στους πρώτους εκδότες ο Α. Μανούσος (1850). Αυτά τα δασκαλίστικα (και όχι πλήρη) σχετικώς με την έντυπη «τύχη» του τραγουδιού.
Μιλά για τον κόσμο της ένοπλης βίας που συναλλάσσει τους ρόλους του κλέφτη και του αρματολού, σταθερή επιδίωξη του πρώτου, κι ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να μην πελαγοδρομήσω σε τούτο το σημείωμα τεκμηριώνοντας τη γνώμη μου. Πρόθεσή μου είναι να σκιαγραφήσω έναν «ιδεότυπο», σύνθεμα δομών και συγκυριών, μια βαθμιδωτή χρονικότητα.
Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να αναλύσουμε το τραγούδι και να συνεχίσουμε με ένα δεύτερο, αν όχι και τρίτο, σημείωμα. Και πρώτα η γεωγραφία του τραγουδιού: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά / Ξηρόμερο και Αγραφα (ή αντίστροφα στις παραλλαγές) / και (ή: μέσ’) στα πέντε βιλαέτια». Ο διοικητικός και δημοσιονομικός όρος «βιλαγέτ» δεν είναι μονοσήμαντος, στα χρόνια όμως που μας αφορούν ταυτίζεται με τον «καζά», υποδιαίρεση της βασικής, στρατιωτικής προέλευσης, διοικητικής ενότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του σαντζακιού. Στον καζά εδρεύει «καδής» (δικαστής) κι αλλιώς φέρεται ως «καδηλίκι»· η περιοχή όπου δεν εδρεύει καδής, αλλά υπάρχει εκπρόσωπός του (ο «ναΐπης») ονομάζεται ναχιγές. Ο Βάλτος ήταν ναχιγές. Ο όρος «σαντζάκ» σημαίνει σημαία και ο επικεφαλής του ονομάζεται σαντζάκμπεης και αντιστοίχως στα ελληνικά «φλάμπουρο» και «φλαμπουριάρης». Τα Πέντε βιλαέτια ήταν στα μέσα του Ι7ου αιώνα οι ισάριθμοι καζάδες του σαντζακιού του Κάρλελι – δηλαδή της γης του Καρόλου Τόκκου: Λευκάδα, Αγγελόκαστρο, Βλοχός, Βόνιτσα και ένα κακοδιαβασμένο όνομα ή κακογραμμένο στο οθωμανικό τεκμήριο (1668/9). Στην εποχή στην οποία ανάγεται το τραγούδι, η Λευκάδα και η Βόνιτσα ήταν βενετικές: τα πέντε βιλαέτια τότε ήταν στην πραγματικότητα ο Βάλτος, το Ξηρόμερο, ο Βλοχός και ο Ζυγός. Τα Αγραφα δεν ανήκαν στο Κάρλελι, αλλά οι Αγραφιώτες κλέφτες έκαναν τις επιδρομές τους στον Βάλτο και στο Ξηρόμερο και μαζί με τις επιδρομές τους τις συγγενικές τους σχέσεις («εγώ ‘μαι Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα» – ο πρώτος στον Βάλτο, ο άλλος στ’ Αγραφα). Την ενότητα του χώρου την ορίζει η διακίνηση αυτών των ανθρώπων της βίας, στεριανών που δεν φοβούνται τη θάλασσα.
Πρόβλημα
Λοιπόν, στα χωριά του Βάλτου, «πού ‘ναι τα πολλά τ’ αδέρφια» (ή κατά τη συνηθέστερη εκδοχή «φάτε, πιείτε, μωρ’ αδέρφια») «εκεί είναι οι κλέφτες οι πολλοί / όλοι ντυμένοι («αρματωμένοι» κατά την παραλλαγή Ιατρίδη) / στο φλουρί κάθονται και τρων και πίνουν / και την Αρτα φοβερίζουν». Από τον κάθε οχτασύλλαβο ανακύπτει και ένα ερμηνευτικό πρόβλημα.
Γιατί όμως ετούτοι οι λαμπροφορεμένοι φοβερίζουν την Αρτα ή αλλιώς είχαν να κάμουν μαζί της; Πριν αποπειραθώ να απαντήσω, ας μείνουμε στον οχτασύλλαβο: «που ‘ναι τα πολλά τ’ αδέρφια», ο οποίος με το «φάτε, πιείτε» έγινε επωδός.
Σπύρος Ι. Ασδραχάς,Ιστορικός
Του αγώνα μας πρωτόφλεβα, καρδιά του Εικοσιένα,
για να σε χαιρετίσουνε, όρθο είναι σηκωμένοι
γυναίκες, γέροντες, παιδιά κ’ εγώ στη σύναξή τους
για βιαστικό αντροκάλεσμα, για σημερινό σημάδι.
Τι τώρα σμίγει το αίμα Σου στην πιο πλατιά του κοίτη
μ’ όσο αίμα χύθηκεν εχτές, και δες το, ξεχειλίζει
να μπει ποτάμι ακράταγο με τα ποτάμια τ’ άλλα
των Λαών ορμάν στη Λευτεριά π’ ανοίγεται μπροστά τους
Ανθρωποθάλασσα της Ζωής, σ’ Εσέ, Δημοκρατία!
Άγγελος Σικελιανός
Στίχοι-Μουσική: Παραδοσιακοί
ΕΡΜΗΝΕΊΑ: Παναγιώτης Λάλεζας
Χορός: Μωραΐτες εν Χορώ
Κάτω στου Βάλτου τα χωριά,
Γιε΄μ στα πέντε βιλαέτια,
φάτε πιέτε μωρέ’ αδέρφια.
Εκεί ειν΄οι κλέφτες οι πολλοί,
Αρματωμένοι, στο φλουρί.
Κάθονται και τρων και πίνουν,
και την Άρτα φοβερίζουν.
Πιάνουν και γραφούν μια γραφή,
χέζουν τα γένια του Κατή.
Γράφουνε και στο Κομπότι
προσκυνούν και τον Δεσπότη.
Τούρκοι για κάτσετε καλά,
γιατί σας καίμε τα χωριά.
Γλήγορα στ΄αρματολίκι
γιατί ερχόμαστε σαν Λύκοι.
Ο κόσμος των αρματολών και κλεφτών
Είναι ένα δημοτικό τραγούδι, χορευτικό σε ρυθμό τσάμικο, της κατηγορίας των κλέφτικων, πολύ διαδεδομένο: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά». Ο πρώτος εκδότης του (1824), ο Κλωντ Φωριέλ, είχε θησαυρίσει τρεις παραλλαγές, από τις οποίες προέκρινε τη μία για δημοσίευση στη συλλογή του· τις άλλες δυο μας τις έκαμε γνωστές (1999) ο κατ’ εξοχήν μελετητής του, ο Αλέξης Πολίτης. Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στη δική του συλλογή (1852) αναπαράγει το κείμενο του Φωριέλ με μία μικρή διαφορά που ίσως να μην είναι ασήμαντη. Ο Α. Ιατρίδης (1859) μας παραδίδει μια παραλλαγή που, παρά το κοινό περιεχόμενο, διαφέρει από εκείνη του Φωριέλ· την παραλλαγή Ιατρίδη προκρίνει στα δικά του κλέφτικα (1973) ο Αλέξης Πολίτης, ενώ ο παππούς του, ο Νικόλαος, όπως και άλλοι παλαιότεροί του συλλογείς, δεν το ενέταξε στις εκλογές του. Ο Πάσοβ (1860) το γνωρίζει από τον Φωριέλ, τον Ζαμπέλιο και τη λεγόμενη συλλογή Αγγελίδη (1856) και το κατατάσσει στα χρονολογικώς αβέβαια κλέφτικα. Ανάμεσα στους πρώτους εκδότες ο Α. Μανούσος (1850). Αυτά τα δασκαλίστικα (και όχι πλήρη) σχετικώς με την έντυπη «τύχη» του τραγουδιού.
Μιλά για τον κόσμο της ένοπλης βίας που συναλλάσσει τους ρόλους του κλέφτη και του αρματολού, σταθερή επιδίωξη του πρώτου, κι ας μου επιτρέψει ο αναγνώστης να μην πελαγοδρομήσω σε τούτο το σημείωμα τεκμηριώνοντας τη γνώμη μου. Πρόθεσή μου είναι να σκιαγραφήσω έναν «ιδεότυπο», σύνθεμα δομών και συγκυριών, μια βαθμιδωτή χρονικότητα.
Για να γίνει αυτό, θα χρειαστεί να αναλύσουμε το τραγούδι και να συνεχίσουμε με ένα δεύτερο, αν όχι και τρίτο, σημείωμα. Και πρώτα η γεωγραφία του τραγουδιού: «Κάτω στου Βάλτου τα χωριά / Ξηρόμερο και Αγραφα (ή αντίστροφα στις παραλλαγές) / και (ή: μέσ’) στα πέντε βιλαέτια». Ο διοικητικός και δημοσιονομικός όρος «βιλαγέτ» δεν είναι μονοσήμαντος, στα χρόνια όμως που μας αφορούν ταυτίζεται με τον «καζά», υποδιαίρεση της βασικής, στρατιωτικής προέλευσης, διοικητικής ενότητας της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του σαντζακιού. Στον καζά εδρεύει «καδής» (δικαστής) κι αλλιώς φέρεται ως «καδηλίκι»· η περιοχή όπου δεν εδρεύει καδής, αλλά υπάρχει εκπρόσωπός του (ο «ναΐπης») ονομάζεται ναχιγές. Ο Βάλτος ήταν ναχιγές. Ο όρος «σαντζάκ» σημαίνει σημαία και ο επικεφαλής του ονομάζεται σαντζάκμπεης και αντιστοίχως στα ελληνικά «φλάμπουρο» και «φλαμπουριάρης». Τα Πέντε βιλαέτια ήταν στα μέσα του Ι7ου αιώνα οι ισάριθμοι καζάδες του σαντζακιού του Κάρλελι – δηλαδή της γης του Καρόλου Τόκκου: Λευκάδα, Αγγελόκαστρο, Βλοχός, Βόνιτσα και ένα κακοδιαβασμένο όνομα ή κακογραμμένο στο οθωμανικό τεκμήριο (1668/9). Στην εποχή στην οποία ανάγεται το τραγούδι, η Λευκάδα και η Βόνιτσα ήταν βενετικές: τα πέντε βιλαέτια τότε ήταν στην πραγματικότητα ο Βάλτος, το Ξηρόμερο, ο Βλοχός και ο Ζυγός. Τα Αγραφα δεν ανήκαν στο Κάρλελι, αλλά οι Αγραφιώτες κλέφτες έκαναν τις επιδρομές τους στον Βάλτο και στο Ξηρόμερο και μαζί με τις επιδρομές τους τις συγγενικές τους σχέσεις («εγώ ‘μαι Γιάννης του Σταθά, γαμπρός του Μπουκουβάλα» – ο πρώτος στον Βάλτο, ο άλλος στ’ Αγραφα). Την ενότητα του χώρου την ορίζει η διακίνηση αυτών των ανθρώπων της βίας, στεριανών που δεν φοβούνται τη θάλασσα.
Πρόβλημα
Λοιπόν, στα χωριά του Βάλτου, «πού ‘ναι τα πολλά τ’ αδέρφια» (ή κατά τη συνηθέστερη εκδοχή «φάτε, πιείτε, μωρ’ αδέρφια») «εκεί είναι οι κλέφτες οι πολλοί / όλοι ντυμένοι («αρματωμένοι» κατά την παραλλαγή Ιατρίδη) / στο φλουρί κάθονται και τρων και πίνουν / και την Αρτα φοβερίζουν». Από τον κάθε οχτασύλλαβο ανακύπτει και ένα ερμηνευτικό πρόβλημα.
Γιατί όμως ετούτοι οι λαμπροφορεμένοι φοβερίζουν την Αρτα ή αλλιώς είχαν να κάμουν μαζί της; Πριν αποπειραθώ να απαντήσω, ας μείνουμε στον οχτασύλλαβο: «που ‘ναι τα πολλά τ’ αδέρφια», ο οποίος με το «φάτε, πιείτε» έγινε επωδός.
Σπύρος Ι. Ασδραχάς,Ιστορικός
Комментарии