filmov
tv
Η ΑΚΡΙΔΑ

Показать описание
Το παρόν κείμενο αποτελεί μέρος από μια σειρά έμμετρων κειμένων που δημοσιεύτηκαν μεταξύ 2004 - 2008 στην τοπική εφημερίδα "ΑΡΓΩ" και που η αρχαιολογική σκαπάνη τα έβγαλε στην επιφάνεια. Λόγω του λόγου ύπαρξής τους, ξαναεκτίθενται σε μια ιδέα των φίλων Σπύρου Παπαδόπουλου - Χρήστου Μουστάκα και όπου χρειαστεί κάποια επικαιροποίησή τους, θα πέφτει το ανάλογο ρετουσάρισμα.
Καλή ακρόαση !! Η ΑΚΡΙΔΑ
Η ακρίδα είναι ζώο φτερωτό και ποδαράτο
κι΄ είν’ υπόδειγμα όπως λένε ... πηδηχτού με αεράτο.
Της αρέσουνε κυρίως τα ολόδροσα τα φύλλα
κι απ΄ την λύσσα της θερίζει μέχρι και την συκοφύλλα.
Η ακρίς κυκλοφοράει μοναχιά η ως κοπάδι
κι άμα πέσει ως λεφούσι, είν΄ συνώνυμο του Άδη.
Οι μεγάλοι οι εχθροί της που τους βλέπει με μανία
είν΄ η έρημος Σαχάρα, τα πουλιά ... κι η λιτανεία.
Σαν μονιάσουν μιλιούνια κάνουν νέφαλα μεγάλα
και σκεπάζουνε τον ήλιο, απ΄ την Πόθια ως την Κεφάλα.
Σαν συμπέρασμα η ακρίδα τρώει όλη την χλωράδα
και αφήνει όπου περάσει ξεραίλα και χλωμάδα.
Τις ακρίδες τις γνωρίζεις απ΄ το μέγα πήδημά τους
κι απ΄τις δυό καλέβρες πού ΄χουν, από κάτω απ΄ τα φτερά τους.
Τις ματάρες τους οι ακρίδες παίρνουνε απ΄ την μαμά τους,
όπως από τον μπαμπά τους, τα φτερά και κούνευλά τους.
Οι εχθροί που σμίγουν πάντα όταν βρίσκουν ευκαιρίες
να πλουτίσουν και να γδάρουν, είναι πάτρωνες ακρίες.
Όταν στου φτωχού τον πόνο, σφόδρα πάσχει μια κυρία,
που δεν δίνει όμως δεκάρα, είναι θέατρο ακρία.
Δικηγόρος που ΄χει πάρει και δεν πήρανε χαμπάρι,
αδαών περιουσία, είναι ακρίδα που τουμπάρει.
Άμα σ΄ ένα τόπο βλέπεις όσα για παιδί δεν θέλεις,
εις τον τόπο τούτο ανθίζουν η ακρίδα κι ο τεμπέλης.
Ιεράρχης που γραπφώνει δις με τόση μαεστρία,
ο λαός τον ονομάζει μαύρη κι άραχνη ακρία.
Ιατρός που σε ξαφρίζει ως και μεταθανατίως,
είναι ακρίδα που σαλτάρει ως και κατακορυφίως.
Ένας πρόεδρος που τρέχει για να έχει ότι δεν έχει,
και τους άλλους κατατρέχει, είναι ακρίδα κάτι τρέχει.
Ο ψαράς που ΄χει ξαφρίσει ξένα δίχτυα να τα χάσεις,
είν αμφίβια ακρίδα ... της στεριάς και της θαλάσσης.
Αερφάκι που ΄χει πάρει όλη την περιουσία
και μπατίρησε τ΄ αέρφσα, είν΄ ακρίδα κατ΄ ουσίαν.
Ο υπάλληλος που παίρνει για μισθό τρεις και εξήντα
κι εμφανίζει σπιταρώνες, είν΄ κρυφή πληγή ακρίντα.
Βουλευτές και δημαρχαίοι που στεριώνουνε φατρίες
και αναξιοκρατίες, είν΄ πολιτικές ακρίες.
Οι κατσίκες κι οι ακρίδες είναι εξαδέρφες πρώτες,
μα οι δεύτερες μονάχα αποφεύγουνε τις κόττες.
Σαν πεινάσουν οι ακρίδες απ΄ την πείνα την μεγάλη,
κόφτουν ν΄ αποχωριστούνε, να μην φάει η μια την άλλη.
Από όλες τις ακρίδες, η επικινδυνοτέρα
είν΄ η γκρίζα που μασάει από φύλλο μέχρι πέτρα.
Η ακρίδα κι η γαρίδα μοιάζουνε ως προς το ίδα,
σαν το τρίζω με το πρήζω, άσχετο αυτό νομίζω.
Από την συλλογή: «Τα χρόνια της αθωότητας».
νέφαλα: σύννεφα
καλέβρα: μακρύ πόδι
κούνευλο: μακρύ πόδι
ακρία: ακρίδα
Καλή ακρόαση !! Η ΑΚΡΙΔΑ
Η ακρίδα είναι ζώο φτερωτό και ποδαράτο
κι΄ είν’ υπόδειγμα όπως λένε ... πηδηχτού με αεράτο.
Της αρέσουνε κυρίως τα ολόδροσα τα φύλλα
κι απ΄ την λύσσα της θερίζει μέχρι και την συκοφύλλα.
Η ακρίς κυκλοφοράει μοναχιά η ως κοπάδι
κι άμα πέσει ως λεφούσι, είν΄ συνώνυμο του Άδη.
Οι μεγάλοι οι εχθροί της που τους βλέπει με μανία
είν΄ η έρημος Σαχάρα, τα πουλιά ... κι η λιτανεία.
Σαν μονιάσουν μιλιούνια κάνουν νέφαλα μεγάλα
και σκεπάζουνε τον ήλιο, απ΄ την Πόθια ως την Κεφάλα.
Σαν συμπέρασμα η ακρίδα τρώει όλη την χλωράδα
και αφήνει όπου περάσει ξεραίλα και χλωμάδα.
Τις ακρίδες τις γνωρίζεις απ΄ το μέγα πήδημά τους
κι απ΄τις δυό καλέβρες πού ΄χουν, από κάτω απ΄ τα φτερά τους.
Τις ματάρες τους οι ακρίδες παίρνουνε απ΄ την μαμά τους,
όπως από τον μπαμπά τους, τα φτερά και κούνευλά τους.
Οι εχθροί που σμίγουν πάντα όταν βρίσκουν ευκαιρίες
να πλουτίσουν και να γδάρουν, είναι πάτρωνες ακρίες.
Όταν στου φτωχού τον πόνο, σφόδρα πάσχει μια κυρία,
που δεν δίνει όμως δεκάρα, είναι θέατρο ακρία.
Δικηγόρος που ΄χει πάρει και δεν πήρανε χαμπάρι,
αδαών περιουσία, είναι ακρίδα που τουμπάρει.
Άμα σ΄ ένα τόπο βλέπεις όσα για παιδί δεν θέλεις,
εις τον τόπο τούτο ανθίζουν η ακρίδα κι ο τεμπέλης.
Ιεράρχης που γραπφώνει δις με τόση μαεστρία,
ο λαός τον ονομάζει μαύρη κι άραχνη ακρία.
Ιατρός που σε ξαφρίζει ως και μεταθανατίως,
είναι ακρίδα που σαλτάρει ως και κατακορυφίως.
Ένας πρόεδρος που τρέχει για να έχει ότι δεν έχει,
και τους άλλους κατατρέχει, είναι ακρίδα κάτι τρέχει.
Ο ψαράς που ΄χει ξαφρίσει ξένα δίχτυα να τα χάσεις,
είν αμφίβια ακρίδα ... της στεριάς και της θαλάσσης.
Αερφάκι που ΄χει πάρει όλη την περιουσία
και μπατίρησε τ΄ αέρφσα, είν΄ ακρίδα κατ΄ ουσίαν.
Ο υπάλληλος που παίρνει για μισθό τρεις και εξήντα
κι εμφανίζει σπιταρώνες, είν΄ κρυφή πληγή ακρίντα.
Βουλευτές και δημαρχαίοι που στεριώνουνε φατρίες
και αναξιοκρατίες, είν΄ πολιτικές ακρίες.
Οι κατσίκες κι οι ακρίδες είναι εξαδέρφες πρώτες,
μα οι δεύτερες μονάχα αποφεύγουνε τις κόττες.
Σαν πεινάσουν οι ακρίδες απ΄ την πείνα την μεγάλη,
κόφτουν ν΄ αποχωριστούνε, να μην φάει η μια την άλλη.
Από όλες τις ακρίδες, η επικινδυνοτέρα
είν΄ η γκρίζα που μασάει από φύλλο μέχρι πέτρα.
Η ακρίδα κι η γαρίδα μοιάζουνε ως προς το ίδα,
σαν το τρίζω με το πρήζω, άσχετο αυτό νομίζω.
Από την συλλογή: «Τα χρόνια της αθωότητας».
νέφαλα: σύννεφα
καλέβρα: μακρύ πόδι
κούνευλο: μακρύ πόδι
ακρία: ακρίδα