filmov
tv
Η ουρά του αλόγου - Αλέξανδρος Κτιστάκης - Κατράκειο 2022

Показать описание
Ο Αλέξανδρος άνοιξε τη συναυλία του Θανάση την δεύτερη μέρα στο Κατράκειο. Στη διάρκεια της συναυλίας ο Θανάσης τον φώναξε να ερμηνεύσει το τραγούδι με το οποίο μας πρωτοσυστήθηκε. Τρίτη 12/07/22.
Μαζί του η Μελίνα Κανά και:
Δημήτρης Μυστακίδης: κιθάρα, λαούτο, τραγούδι
Κωνσταντής Πιστιόλης: κλαρίνο, γκάϊντα, καβάλ, hang drum, τραγούδι
Γιάννης Λίταινας: κιθάρα, λαούτο, τραγούδι
Γιώργος Αγγελάκης: τρομπόνι, ακορντεόν
Νίκος Δημηνάκης: Σαξόφωνα, φλάουτο, didgeridoo, πλήκτρα, beatbox
Απόστολος Γιάγκος: πλήκτρα
Λεωνίδας Κυρίδης: ηλεκτρικό μπάσο
Φοίβος Άνθης: τύμπανα
………
Κλήμης Πελοπίδας – Θεμιστοκλής Δημητρακόπουλος: Ηχοληψία
Χρήστος Λαζαρίδης: Σχεδιασμός & χειρισμός φώτων
Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου: Φροντιστής σκηνής
………..
Παραγωγή- Management
Novel Vox
Η ουρά του αλόγου
Στίχοι - Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε (στραβογάνισε) και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο με καιρούς να σ' εύρω ή να μ' εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά σου βιολιτζή, χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.
Μαζί του η Μελίνα Κανά και:
Δημήτρης Μυστακίδης: κιθάρα, λαούτο, τραγούδι
Κωνσταντής Πιστιόλης: κλαρίνο, γκάϊντα, καβάλ, hang drum, τραγούδι
Γιάννης Λίταινας: κιθάρα, λαούτο, τραγούδι
Γιώργος Αγγελάκης: τρομπόνι, ακορντεόν
Νίκος Δημηνάκης: Σαξόφωνα, φλάουτο, didgeridoo, πλήκτρα, beatbox
Απόστολος Γιάγκος: πλήκτρα
Λεωνίδας Κυρίδης: ηλεκτρικό μπάσο
Φοίβος Άνθης: τύμπανα
………
Κλήμης Πελοπίδας – Θεμιστοκλής Δημητρακόπουλος: Ηχοληψία
Χρήστος Λαζαρίδης: Σχεδιασμός & χειρισμός φώτων
Κωνσταντής Παπακωνσταντίνου: Φροντιστής σκηνής
………..
Παραγωγή- Management
Novel Vox
Η ουρά του αλόγου
Στίχοι - Μουσική: Θανάσης Παπακωνσταντίνου
Ο καβαλάρης τ' άλογο το 'χε μες στην καρδιά του.
Που να 'βρει φίλο πιο καλό να λέει τα μυστικά του.
Το τάιζε αγριοκρίθαρο, τετράφυλλο τριφύλλι,
στολίδια είχε στη σέλα του με λαμπερό κοχύλι.
Ήταν λευκό, ήταν κάτασπρο, ήταν γοργό και ξύπνιο,
κάλπαζε στα γυμνά βουνά και ξέφευγε απ' τον ίσκιο.
Μα ένα παλιομεσήμερο, σε μια συκιά από κάτω,
αστρίτης στραβογάμησε (στραβογάνισε) και δίνει δαγκωσιά του.
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά μα πέρασαν αιώνες
ο καβαλάρης το θρηνεί, χαϊδεύει τους λαγώνες.
«Σύντροφε που ξανοίγεσαι, που χάνεσαι και φεύγεις;
Ας δώσουμε όρκο με καιρούς να σ' εύρω ή να μ' εύρεις».
Σκυφτός γυρνάει στο σπίτι του, σκυφτός την πόρτα ανοίγει,
καρφώνει τα παράθυρα και στο πιοτό το ρίχνει.
Το άλογο στο μεταξύ τα όρνια το τυλίξαν
το σκελετό και την ουρά μονάχα που τ' αφήσαν.
Περνούσε κι ένας μάστορας που 'μαθε στην Κρεμόνα
να φτιάχνει βιόλες και βιολιά που να κρατάνε χρόνια.
Είδε την τρίχα της ουράς άσπρη και μεταξένια,
την πήρε κι έφτιαξε μ' αυτή δοξάρια ένα κι ένα.
Δυο μήνες έκανε ο νιος ν' ανοίξει παραθύρι
την Τρίτη την πρωτομηνιά βγαίνει στο πανηγύρι.
Εκεί 'ταν λαουτιέρηδες που θέλαν' παρακάλια
ήταν κι ένας βιολιτζής που έπαιρνε κεφάλια.
«Γεια και χαρά σου βιολιτζή, χρήμα πολύ θα δώσω.
Θέλω ν' ακούσω απ' τα καλά, μήπως και ξαλαφρώσω».
Δέκα φορές το πέρασε ρετσίνι το δοξάρι,
ταιριάζει στο σαγόνι του, τ' όργανο με καμάρι,
και σαν αρχίζει δοξαριές, μια πάνω και μια κάτω,
τον κόσμο φέρνει ανάποδα, τη γη μέσα στο πιάτο.
Πετάει με χούφτες τα λεφτά, ο άντρας και χορεύει
ακούγεται χλιμίντρισμα και το μυαλό του φεύγει.
Комментарии