filmov
tv
Βαρέθηκα να κάθομαι (τραγούδι της λίμνης)

Показать описание
Ο Γεώργιος (ή Γκόνος) Γιώτας (1880 - 12 Φεβρουαρίου 1911) ήταν σλαβόφωνος Μακεδονομάχος οπλαρχηγός. Καταγόταν από τον σήμερα εγκαταλελειμμένο οικισμό Πλουγκάρ (Λουδίας) και έζησε αρκετά χρόνια στα Γιαννιτσά. Έδρασε στην περιοχή των Γιαννιτσών. Από το 1900 ως το 1904 πολέμησε με την ΕΜΕΟ. Ξεκίνησε τη δράση του με την ελληνική πλευρά στο βάλτο, τον Οκτώβριο του 1904, σαν οδηγός της ομώνυμης λίμνης και βοήθησε στην επιστροφή έξι χωριών από την Βουλγαρική Εξαρχία στο Πατριαρχείο. Ίσως ο σημαντικότερος μαχητής την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα στην Κεντρική Μακεδονία, στο πιο νευραλγικό σημείο: το Βάλτο των Γιαννιτσών. Η δράση του έγινε θρύλος και του προσδόθηκαν τα προσωνύμια «στοιχειό του Βάλτου» και «θεριό του Βάλτου».
Ο καπετάν Γκόνος διέθετε μεγάλη και πολύτιμη πείρα από τη διεξαγωγή του ανταρτοπόλεμου στη Λίμνη, γνώριζε καλά τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και την τακτική των κομιτατζήδων και έδινε συχνά οδηγίες και συμβουλές στους συνήθως παρορμητικούς αρχηγούς των ελληνικών ομάδων, να ενεργούν με σύνεση και σκεπτικισμό, να υπολογίζουν τις τοπικές συνθήκες και να φυλάγονται από τα ύπουλα συναπαντήματα με τους κομιτατζήδες.
Συχνά κατέληγε στη στερεότυπη συμβουλή του προς τους νεοφερμένους αρχηγούς, με την ιδιόρρυθμη προφορά που του αποδίδεται: «Εντώ τέλει υπομονή και μάτια ντέκα τέσσερα». Ο Καπετάν Άγρας, που του άρεσε ιδιαίτερα να πειράζει και να χαριεντίζεται με την απλοϊκότητα και τον αυθορμητισμό του Γκόνου, συμπλήρωνε την προτροπή του γελώντας: «Τότε να φορέσουμε γυαλιά, Γκόνε».Ο Γκόνος Γιώτας κέρδισε από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια και την εκτίμηση του Καπετάν Άγρα, για τον ευθύ και αυθόρμητο χαρακτήρα του, για τον πατριωτισμό του, για την πολύτιμη πείρα του, για τη σιδερένια υγεία και τη σωματική του αντοχή, αλλά και για τα ιδιόμορφα ελληνικά του.
Όλοι οι αρχηγοί των ελληνικών σωμάτων και ανταρτικών ομάδων, αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, που καταφθάνανε από τη Νότια Ελλάδα, δεν άντεχαν περισσότερο από 4 έως 6 μήνες ζωής και πολεμικής δράσης μέσα στον Βάλτο. Η ανυπόφορη υγρασία από τη μια και οι θέρμες της ελονοσίας που θέριζαν την περιοχή από την άλλη, πολύ σύντομα κλόνιζαν την υγεία τους και τους υποχρέωναν, μετά από ολιγόμηνη παραμονή, να εγκαταλείπουν προσωρινά ή οριστικά τη Λίμνη και το Προξενείο Θεσσαλονίκης έπρεπε να είναι σε διαρκή ετοιμότητα για την αντικατάστασή τους.
Ο Γκόνος Γιώτας ήταν ο μόνος που άντεξε και στις θέρμες και στην υγρασία σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Λίμνη, από το 1904 μέχρι το 1908. Μπήκε από τους πρώτους μέσα στον υγρό της λαβύρινθο και την εγκατέλειψε τελευταίος, με την υποχρεωτική ανακωχή που επέβαλαν οι Νεότουρκοι τον Ιούλιο του 1908, όταν καταλύσανε το σουλτανικό καθεστώς με το νέο σύνταγμά τους. Δυόμισι χρόνια μετά την επιβολή του Χουριέτ, ο Γκόνος επέστρεψε πάλι στον αγαπημένο του Βάλτο (Νοέμβριος του 1910), αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά έπεσε μαρτυρικά μέσα στους καλαμιώνες του (13 Φεβρουαρίου 1911), προδομένος από πρώην συντρόφους του.
Όπως ο Γκόνος Γιώτας έτσι και ο Τέλλος Αγαπηνός, ο θρυλικός Άγρας, δεν πρόλαβε να δει την αγαπημένη του Μακεδονία ελεύθερη. Απαγχονίστηκε, ως γνωστόν, στις 7 Ιουνίου 1907, με τον πιστό σύντροφο Αντώνη Μίγκα, κοντά στο Τέχοβο (σημερινή Καρυδιά) προδομένος από τους βοϊβόδες Γκιόργκι Κασάπτσε και Βάνη Ζλατάν, για τους οποίους πίστεψε, οραματιστής και ιδεολόγος όπως ήταν, ότι μπορούσε να τους πλησιάσει, και να συνεργαστεί μαζί τους για το κοινό καλό και την ελευθερία της Μακεδονίας.
Ο καπετάν Γκόνος διέθετε μεγάλη και πολύτιμη πείρα από τη διεξαγωγή του ανταρτοπόλεμου στη Λίμνη, γνώριζε καλά τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά και την τακτική των κομιτατζήδων και έδινε συχνά οδηγίες και συμβουλές στους συνήθως παρορμητικούς αρχηγούς των ελληνικών ομάδων, να ενεργούν με σύνεση και σκεπτικισμό, να υπολογίζουν τις τοπικές συνθήκες και να φυλάγονται από τα ύπουλα συναπαντήματα με τους κομιτατζήδες.
Συχνά κατέληγε στη στερεότυπη συμβουλή του προς τους νεοφερμένους αρχηγούς, με την ιδιόρρυθμη προφορά που του αποδίδεται: «Εντώ τέλει υπομονή και μάτια ντέκα τέσσερα». Ο Καπετάν Άγρας, που του άρεσε ιδιαίτερα να πειράζει και να χαριεντίζεται με την απλοϊκότητα και τον αυθορμητισμό του Γκόνου, συμπλήρωνε την προτροπή του γελώντας: «Τότε να φορέσουμε γυαλιά, Γκόνε».Ο Γκόνος Γιώτας κέρδισε από την πρώτη στιγμή τη συμπάθεια και την εκτίμηση του Καπετάν Άγρα, για τον ευθύ και αυθόρμητο χαρακτήρα του, για τον πατριωτισμό του, για την πολύτιμη πείρα του, για τη σιδερένια υγεία και τη σωματική του αντοχή, αλλά και για τα ιδιόμορφα ελληνικά του.
Όλοι οι αρχηγοί των ελληνικών σωμάτων και ανταρτικών ομάδων, αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί, που καταφθάνανε από τη Νότια Ελλάδα, δεν άντεχαν περισσότερο από 4 έως 6 μήνες ζωής και πολεμικής δράσης μέσα στον Βάλτο. Η ανυπόφορη υγρασία από τη μια και οι θέρμες της ελονοσίας που θέριζαν την περιοχή από την άλλη, πολύ σύντομα κλόνιζαν την υγεία τους και τους υποχρέωναν, μετά από ολιγόμηνη παραμονή, να εγκαταλείπουν προσωρινά ή οριστικά τη Λίμνη και το Προξενείο Θεσσαλονίκης έπρεπε να είναι σε διαρκή ετοιμότητα για την αντικατάστασή τους.
Ο Γκόνος Γιώτας ήταν ο μόνος που άντεξε και στις θέρμες και στην υγρασία σ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στη Λίμνη, από το 1904 μέχρι το 1908. Μπήκε από τους πρώτους μέσα στον υγρό της λαβύρινθο και την εγκατέλειψε τελευταίος, με την υποχρεωτική ανακωχή που επέβαλαν οι Νεότουρκοι τον Ιούλιο του 1908, όταν καταλύσανε το σουλτανικό καθεστώς με το νέο σύνταγμά τους. Δυόμισι χρόνια μετά την επιβολή του Χουριέτ, ο Γκόνος επέστρεψε πάλι στον αγαπημένο του Βάλτο (Νοέμβριος του 1910), αποφασισμένος να συνεχίσει τον αγώνα, αλλά έπεσε μαρτυρικά μέσα στους καλαμιώνες του (13 Φεβρουαρίου 1911), προδομένος από πρώην συντρόφους του.
Όπως ο Γκόνος Γιώτας έτσι και ο Τέλλος Αγαπηνός, ο θρυλικός Άγρας, δεν πρόλαβε να δει την αγαπημένη του Μακεδονία ελεύθερη. Απαγχονίστηκε, ως γνωστόν, στις 7 Ιουνίου 1907, με τον πιστό σύντροφο Αντώνη Μίγκα, κοντά στο Τέχοβο (σημερινή Καρυδιά) προδομένος από τους βοϊβόδες Γκιόργκι Κασάπτσε και Βάνη Ζλατάν, για τους οποίους πίστεψε, οραματιστής και ιδεολόγος όπως ήταν, ότι μπορούσε να τους πλησιάσει, και να συνεργαστεί μαζί τους για το κοινό καλό και την ελευθερία της Μακεδονίας.