Γιώργος Σεφέρης - Ένας γέροντας στην ακροποταμιά - Official Audio Release

preview_player
Показать описание

Ένα κανάλι αφιερωμένο στην μαγεία της Ελληνικής γλώσσας, στον πλούτο των λέξεων και των ήχων, των συναισθημάτων και των εικόνων της Ελληνικής Ποίησης, της Ελληνικής Πεζογραφίας και του Ελληνικού Θεάτρου.
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Ένας γέροντας στην ακροποταμιά

Στον Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε πώς προχωρούμε.Να αισθάνεσαι δε φτάνει μήτε να σκέπτεσαι μήτε να κινείσαιμήτε να κινδυνεύει το σώμα σου στην παλιά πολεμίστρα, όταν το λάδι ζεματιστό και το λιωμένο μολύβι αυλακώνουνε τα τειχιά.
5Κι όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά πού προχωρούμε, όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα παιδιά μαςκαι το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον αντίπερα γιαλό·μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως στο πρόχειρο νοσοκομείο, το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού που χειρουργήθηκε το μεσημέρι·10αλλά με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω καθώςτο μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις κλειστές βαθιά στην Αφρικήκαι ήτανε κάποτε θεός κι έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής και δικαστής και δέλτα·που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι παλαιοί γραμματισμένοι, κι ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και το ίδιο Σημείο, 15ο ίδιος προσανατολισμός.
Δε θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη.Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές που σιγά σιγά βουλιάζεικαι την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε από τα μαλάματα το πρόσωπό τηςκι είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.
20Αν είναι ανθρώπινος ο πόνος δεν είμαστε άνθρωποι μόνο για να πονούμεγι’ αυτό συλλογίζομαι τόσο πολύ, τούτες τις μέρες, το μεγάλο ποτάμιαυτό το νόημα που προχωρεί ανάμεσα σε βότανα και σε χόρτακαι ζωντανά που βόσκουν και ξεδιψούν κι ανθρώπους που σπέρνουν και που θερίζουνκαι σε μεγάλους τάφους ακόμη και μικρές κατοικίες των νεκρών.25Αυτό το ρέμα που τραβάει το δρόμο του και που δεν είναι τόσο διαφορετικό από το αίμα των ανθρώπωνκι από τα μάτια των ανθρώπων όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα χωρίς το φόβο μες στην καρδιά τους, χωρίς την καθημερινή τρεμούλα για τα μικροπράματα ή έστω και για τα μεγάλα·όταν κοιτάζουν ίσια - πέρα καθώς ο στρατοκόπος που συνήθισε ν’ αναμετρά το δρόμο του με τ’ άστρα, όχι όπως εμείς, την άλλη μέρα, κοιτάζοντας το κλειστό περιβόλι στο κοιμισμένο αράπικο σπίτι, 30πίσω από τα καφασωτά, το δροσερό περιβολάκι ν’ αλλάζει σχήμα, να μεγαλώνει και να μικραίνει·αλλάζοντας καθώς κοιτάζαμε, κι εμείς, το σχήμα του πόθου μας και της καρδιάς μας, στη στάλα του μεσημεριού, εμείς το υπομονετικό ζυμάρι ενός κόσμου που μας διώχνει και που μας πλάθει, πιασμένοι στα πλουμισμένα δίχτυα μιας ζωής που ήτανε σωστή κι έγινε σκόνη και βούλιαξε μέσα στην άμμοαφήνοντας πίσω της μονάχα εκείνο το απροσδιόριστο λίκνισμα που μας ζάλισε μιας αψηλής φοινικιάς.
Κάιρο, 20 Ιουνίου 1942

konstantinosdavelos