filmov
tv
Πηγές ποταμού Ευρώτα

Показать описание
Πηγές Ευρώτα - Κάστρο Χελμού (αρχαίον Αθήναιον)
Ο ποταμός Ευρώτας έχει τις πηγές του στην Αρκαδία, πλησίον του χωριού Σκορτσινός κεφαλάρι «Λογαρά» του Δήμου Μεγαλόπολης. Το μήκος του είναι μήκος 90 χιλιόμετρα, διασχίζει την Λακωνία περνώντας δίπλα από τη Σπάρτη και χύνεται στον Λακωνικό κόλπο.Το όνομά του το οφείλει στον Βασιλιά Ευρώτα, προκάτοχο του Λακεδαίμονα, ο οποίος έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, επειδή υπέστη ατιμωτική ήττα από τους Αθηναίους. Ο μύθος αυτός ερμηνεύει τη θυσία των βασιλιάδων της Σπάρτης στο τέρας των υδάτων του Ευρώτα.
Στα ανατολικά από τις πηγές του Ευρώτα υψώνεται με απότομες πλαγιές ο επιβλητικός όγκος του λόφου Χελμού (υψόμ. 770μ.). Στο πλάτωμα της κορυφής του και περιμετρικά από αυτό σώζονται μέχρι σήμερα σημαντικά κατάλοιπα από το περίφημο αρχαίο οχυρό «Αθήναιον» που ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης Βελεμίνας και υπήρξε το μήλο της έριδος Σπαρτιατών και Μεγαλοπολιτών. Το οχυρό, το οποίο είχε χτίσει ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ΄ το 229 π.Χ., έχει περίμετρο σχεδόν 2 χλμ. (1.955,65μ.) και το σύνολο των ισχυρών οχυρώσεών του ενισχύεται με 33 ημικυκλικούς πύργους. Στον λόφο του Χελμού, εκτός από το αρχαίο οχυρό «Αθήναιον», υπάρχουν και τα κατάλοιπα ισχυρού κάστρου των βυζαντινών χρόνων που χτίστηκε τον 13ο αιώνα και καταλαμβάνει το ψηλότερο σημείο του λόφου στο νότιο τμήμα του πλατώματος. Το κάστρο αυτό έχει περίμετρο 345,38μ. και ενισχύεται με 6 πύργους.
Η γύρω από το Χελμό υδατοβριθής περιοχή, που διαρρέεται από τον Ευρώτα, ταυτίζεται με την Βελμινάτιν Χώραν της αρχαιότητας. Από τον 8ο π.Χ. μέχρι τον 5ο π.Χ αιώνα η περιοχή ανήκε στους Σπαρτιάτες και το οικιστικό κέντρο της περιοχής, η Βελεμίνα, ήταν ο τελευταίος σταθμός των εκστρατευτικών δυνάμεων της Σπάρτης προς Βορρά.
Μετά το 371 π.Χ, και την ήττα των Λακεδαιμονίων από τους Θηβαίους, η περιοχή χάνεται για τη Σπάρτη και περνάει στους Αρκάδες. Την εποχή εκείνη, ίσως, δημιουργείται το αρχαίο φρούριο στον Χελμό, που ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ως «καλούμενον Αθήναιον εν τη των Μεγαλοπολιτών χώρα». Το πιο πιθανό πάντως είναι να κτίστηκε αργότερα το 229 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες, όταν στην αρχή του Κλεομενικού πολέμου εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας κατέλαβαν την περιοχή. Το αρχαίο Αθήναιον ταυτίστηκε με την οχύρωση στον Χελμό από τον W.Loring (Some Ancient Routes in the Peloponnese, 1895), στην εργασία του οποίου βασίστηκε το σχέδιο κάτοψης που παραθέτουμε σε αυτήν τη σελίδα.
Μετά το 229 π.Χ., το κάστρο άλλαξε αρκετές φορές χέρια για να καταστραφεί το 218 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες κατά την υποχώρησή τους, για να μην πέσει στα χέρια των Μακεδόνων. Το κάστρο στον Χελμό θα χρησιμοποιηθεί ξανά για στρατιωτικούς σκοπούς κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο, στο β΄ μισό του 13ου αιώνα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται από τους Φράγκους. Η νότια Αρκαδία και η Λακωνία περιέρχονται στο οίκο των Βιλεαρδουίνων περί το 1212. Η περιοχή δεν υπαγόταν σε κάποια βαρονία, αλλά απευθείας στον Πρίγκιπα της Αχαΐας (όπως και ο Μυστράς). Στο ύψωμα του Αθήναιου οι Φράγκοι, αξιοποιώντας την προϋπάρχουσα αμυντική θέση, κατασκεύασαν νέα οχύρωση εσωτερικά, στο υψηλότερο σημείο, δηλαδή στο κεντρικό τμήμα του αρχαίου φρουρίου.
Μετά από την ήττα των Φράγκων από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας (κοντά στην Καστοριά το 1259 μ.Χ.), και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Γερακίου και του Μυστρά παραχωρούνται κατόπιν συμφωνίας στους Έλληνες. Στα τέλη του 13ου αιώνα, οι Βυζαντινοί του Μυστρά όντας πλέον κυρίαρχοι στη Λακωνία προωθούνται προς βορρά, και τότε περίπου πρέπει να κατέλαβαν το κάστρο του Χελμού.
Υπάρχει πάντως και η εκδοχή ότι οι Φράγκοι δεν ασχολήθηκαν με τον Χελμό και ότι το κάστρο έκτισαν οι Βυζαντινοί που είχαν σοβαρό λόγο να το κάνουν, καθώς από το τέλος του 13ου αιώνα η περιοχή ήταν στη μεθόριο μεταξύ Δεσποτάτου και Πριγκιπάτου.
Το κάστρο δεν συμπεριλαμβάνεται στις εξιστορήσεις για την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (μάλλον επειδή η περιοχή κατελήφθη αρκετά αργότερα από την κονγκέστα του 1205). Ούτε αναφέρεται να δόθηκε σαν φέουδο σε κάποιον Φράγκο.Η τελευταία φορά που γίνεται μνεία για το κάστρο του Χελμού είναι το 1320 σε Χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, σύμφωνα με το οποίο η κυριότητα του κάστρου πέρασε από το μοναστήρι Βροντόχιον του Μυστρά σε στρατιωτικούς του Δεσποτάτου.
Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για το κάστρο. Δεν αναφέρεται ούτε στο ιστορικό της κατάκτησης του Μοριά από τους Τούρκους.Το κάστρο πρέπει να έχασε τη στρατηγική του σημασία μετά το 1320 όταν το Δεσποτάτο άρχισε σιγά-σιγά να επεκτείνεται και κάποια κάστρα βορειότερα από αυτό (Καρύταινα, Άκοβα, Λεοντάρι κλπ) πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων. Μάλλον εγκαταλείφθηκε σαν αμυντική θέση ήδη από τον 14ο αιώνα ή το αργότερο τον 15ο.
Ο ποταμός Ευρώτας έχει τις πηγές του στην Αρκαδία, πλησίον του χωριού Σκορτσινός κεφαλάρι «Λογαρά» του Δήμου Μεγαλόπολης. Το μήκος του είναι μήκος 90 χιλιόμετρα, διασχίζει την Λακωνία περνώντας δίπλα από τη Σπάρτη και χύνεται στον Λακωνικό κόλπο.Το όνομά του το οφείλει στον Βασιλιά Ευρώτα, προκάτοχο του Λακεδαίμονα, ο οποίος έπεσε στο ποτάμι και πνίγηκε, επειδή υπέστη ατιμωτική ήττα από τους Αθηναίους. Ο μύθος αυτός ερμηνεύει τη θυσία των βασιλιάδων της Σπάρτης στο τέρας των υδάτων του Ευρώτα.
Στα ανατολικά από τις πηγές του Ευρώτα υψώνεται με απότομες πλαγιές ο επιβλητικός όγκος του λόφου Χελμού (υψόμ. 770μ.). Στο πλάτωμα της κορυφής του και περιμετρικά από αυτό σώζονται μέχρι σήμερα σημαντικά κατάλοιπα από το περίφημο αρχαίο οχυρό «Αθήναιον» που ήταν η ακρόπολη της αρχαίας πόλης Βελεμίνας και υπήρξε το μήλο της έριδος Σπαρτιατών και Μεγαλοπολιτών. Το οχυρό, το οποίο είχε χτίσει ο βασιλιάς της Σπάρτης Κλεομένης Γ΄ το 229 π.Χ., έχει περίμετρο σχεδόν 2 χλμ. (1.955,65μ.) και το σύνολο των ισχυρών οχυρώσεών του ενισχύεται με 33 ημικυκλικούς πύργους. Στον λόφο του Χελμού, εκτός από το αρχαίο οχυρό «Αθήναιον», υπάρχουν και τα κατάλοιπα ισχυρού κάστρου των βυζαντινών χρόνων που χτίστηκε τον 13ο αιώνα και καταλαμβάνει το ψηλότερο σημείο του λόφου στο νότιο τμήμα του πλατώματος. Το κάστρο αυτό έχει περίμετρο 345,38μ. και ενισχύεται με 6 πύργους.
Η γύρω από το Χελμό υδατοβριθής περιοχή, που διαρρέεται από τον Ευρώτα, ταυτίζεται με την Βελμινάτιν Χώραν της αρχαιότητας. Από τον 8ο π.Χ. μέχρι τον 5ο π.Χ αιώνα η περιοχή ανήκε στους Σπαρτιάτες και το οικιστικό κέντρο της περιοχής, η Βελεμίνα, ήταν ο τελευταίος σταθμός των εκστρατευτικών δυνάμεων της Σπάρτης προς Βορρά.
Μετά το 371 π.Χ, και την ήττα των Λακεδαιμονίων από τους Θηβαίους, η περιοχή χάνεται για τη Σπάρτη και περνάει στους Αρκάδες. Την εποχή εκείνη, ίσως, δημιουργείται το αρχαίο φρούριο στον Χελμό, που ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ως «καλούμενον Αθήναιον εν τη των Μεγαλοπολιτών χώρα». Το πιο πιθανό πάντως είναι να κτίστηκε αργότερα το 229 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες, όταν στην αρχή του Κλεομενικού πολέμου εναντίον της Αχαϊκής Συμπολιτείας κατέλαβαν την περιοχή. Το αρχαίο Αθήναιον ταυτίστηκε με την οχύρωση στον Χελμό από τον W.Loring (Some Ancient Routes in the Peloponnese, 1895), στην εργασία του οποίου βασίστηκε το σχέδιο κάτοψης που παραθέτουμε σε αυτήν τη σελίδα.
Μετά το 229 π.Χ., το κάστρο άλλαξε αρκετές φορές χέρια για να καταστραφεί το 218 π.Χ. από τους Σπαρτιάτες κατά την υποχώρησή τους, για να μην πέσει στα χέρια των Μακεδόνων. Το κάστρο στον Χελμό θα χρησιμοποιηθεί ξανά για στρατιωτικούς σκοπούς κατά την Υστεροβυζαντινή Περίοδο, στο β΄ μισό του 13ου αιώνα.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, η Πελοπόννησος καταλαμβάνεται από τους Φράγκους. Η νότια Αρκαδία και η Λακωνία περιέρχονται στο οίκο των Βιλεαρδουίνων περί το 1212. Η περιοχή δεν υπαγόταν σε κάποια βαρονία, αλλά απευθείας στον Πρίγκιπα της Αχαΐας (όπως και ο Μυστράς). Στο ύψωμα του Αθήναιου οι Φράγκοι, αξιοποιώντας την προϋπάρχουσα αμυντική θέση, κατασκεύασαν νέα οχύρωση εσωτερικά, στο υψηλότερο σημείο, δηλαδή στο κεντρικό τμήμα του αρχαίου φρουρίου.
Μετά από την ήττα των Φράγκων από τους Βυζαντινούς στη μάχη της Πελαγονίας (κοντά στην Καστοριά το 1259 μ.Χ.), και την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου, τα κάστρα της Μονεμβασιάς, του Γερακίου και του Μυστρά παραχωρούνται κατόπιν συμφωνίας στους Έλληνες. Στα τέλη του 13ου αιώνα, οι Βυζαντινοί του Μυστρά όντας πλέον κυρίαρχοι στη Λακωνία προωθούνται προς βορρά, και τότε περίπου πρέπει να κατέλαβαν το κάστρο του Χελμού.
Υπάρχει πάντως και η εκδοχή ότι οι Φράγκοι δεν ασχολήθηκαν με τον Χελμό και ότι το κάστρο έκτισαν οι Βυζαντινοί που είχαν σοβαρό λόγο να το κάνουν, καθώς από το τέλος του 13ου αιώνα η περιοχή ήταν στη μεθόριο μεταξύ Δεσποτάτου και Πριγκιπάτου.
Το κάστρο δεν συμπεριλαμβάνεται στις εξιστορήσεις για την κατάκτηση της Πελοποννήσου από τους Φράγκους (μάλλον επειδή η περιοχή κατελήφθη αρκετά αργότερα από την κονγκέστα του 1205). Ούτε αναφέρεται να δόθηκε σαν φέουδο σε κάποιον Φράγκο.Η τελευταία φορά που γίνεται μνεία για το κάστρο του Χελμού είναι το 1320 σε Χρυσόβουλο του Αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, σύμφωνα με το οποίο η κυριότητα του κάστρου πέρασε από το μοναστήρι Βροντόχιον του Μυστρά σε στρατιωτικούς του Δεσποτάτου.
Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει καμιά πληροφορία για το κάστρο. Δεν αναφέρεται ούτε στο ιστορικό της κατάκτησης του Μοριά από τους Τούρκους.Το κάστρο πρέπει να έχασε τη στρατηγική του σημασία μετά το 1320 όταν το Δεσποτάτο άρχισε σιγά-σιγά να επεκτείνεται και κάποια κάστρα βορειότερα από αυτό (Καρύταινα, Άκοβα, Λεοντάρι κλπ) πέρασαν στα χέρια των Ελλήνων. Μάλλον εγκαταλείφθηκε σαν αμυντική θέση ήδη από τον 14ο αιώνα ή το αργότερο τον 15ο.