filmov
tv
7'Συνοδος των Αγίων Πατέρων

Показать описание
Βιογραφία
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Την Kυριακή μετά την ενδεκάτη Οκτωβρίου, μνήμη επιτελούμε των Aγίων Πατέρων της αγίας και Oικουμενικής Eβδόμης Συνόδου.
Η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος συνήλθε στη Νίκαια της Βιθυνίας από τις 24 Σεπτεμβρίου έως τις 13 Οκτωβρίου 787 μ.Χ., με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης, η όποια ασκούσε χρέη αντιβασιλέως. Υπό την προεδρία του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Ταρασίου (βλέπε 25 Φεβρουαρίου) συγκεντρώθηκαν τριακόσιοι πενήντα ορθόδοξοι επίσκοποι, και σε αυτούς προστέθηκαν άλλοι δεκαεπτά ιεράρχες, οι όποιοι αποκήρυξαν την αίρεση των εικονομάχων.
Πλάι στους αντιπροσώπους του Πάπα Ρώμης και των Πατριαρχών Αντιοχείας και Ιεροσολύμων, οι μοναχοί οι όποιοι υπέφεραν δεινούς διωγμούς επί βασιλείας των εικονομάχων αυτοκρατόρων Λέοντος Γ’ Ίσαύρου (717 – 741 μ.Χ.) και Κωνσταντίνου Ε’ Κοπρωνύμου (741 – 775 μ.Χ.) αποτελούσαν έντονη παρουσία· ήταν περίπου εκατόν τριάντα έξι.
Μετά από επιμελή προετοιμασία, οι Πατέρες της Συνόδου αναθεμάτισαν τους αιρετικούς, οι όποιοι για περισσότερα από πενήντα έτη απαγόρευαν στους ορθόδοξους χριστιανούς να τιμούν τις σεπτές εικόνες του Χρίστου και των αγίων Του διότι αυτό αποτελούσε δήθεν ειδωλολατρία. Έθεσαν έτσι τέρμα στην πρώτη περίοδο της εικονομαχίας, η οποία όμως ξέσπασε εκ νέου λίγα χρόνια αργότερα επί Λέοντος Ε’ Αρμενίου (813 – 820 μ.Χ.) και δεν σταμάτησε οριστικά παρά το 843 μ.Χ., χάρις στην αυτοκράτειρα Θεοδώρα και στον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο (βλέπε 14 Ιουνίου). οι άγιοι Πατέρες αναθεμάτισαν τους αιρετικούς πατριάρχες Αναστάσιο, Κωνσταντίνο και Νικήτα, αποκήρυξαν τη δήθεν οικουμενική σύνοδο που συνεκλήθη στο ανάκτορο της Ιερείας με πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Ε’ το 754 μ.Χ., και κήρυξαν αιωνία τη μνήμη των άγιων υπερμάχων της Ορθοδοξίας: του πατριάρχου αγίου Γερμανού (715 – 730 μ.Χ.) [βλέπε 12 Μαΐου], του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού (βλέπε 4 Δεκεμβρίου), του Γεωργίου Κύπρου, και όλων όσοι είχαν υποστεί βασάνους και εξορίες ως υπέρμαχοι των αγίων εικόνων. Στον Όρο της πίστεως που ανέγνωσαν στην έβδομη και τελευταία συνεδρία της Συνόδου, οι Πατέρες διεκήρυξαν:
«Ορίζομεν συν ακριβεία πάση και εμμελεία, παραπλησίως τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού ανατίθεσθαι τας σεπτάς και αγίας εικόνας, τας εκ χρωμάτων και ψηφίδος και ετέρας ύλης επιτηδείως εχούσης, εν ταις αγίαις του Θεού εκκλησίαις, εν ιεροίς σκεύεσι και εσθήσι, τοίχοις τε και σανίσιν, οίκοις τε και οδοίς· της τε του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού εικόνος, και της αχράντου δεσποίνης ημών της αγίας Θεοτόκου, τιμίων τε αγγέλων, και πάντων άγιων και οσίων ανδρών. Όσω γάρ συνεχώς δι’ εικονικής ανατυπώσεως ορώνται, τοσούτον και οι ταύτας θεώμενοι διανίστανται προς την των πρωτοτύπων μνήμην τε και επιπόθησιν, και ταύταις ασπασμόν και τιμητικήν προσκύνησαν απονέμειν, ου μην την κατά πίστιν ημών αληθινήν λατρείαν, η πρέπει μόνη τη θεία φύσει - αλλ’ ον τρόπον τω τύπω του τιμίου και ζωοποιού σταυρού και τοις αγίοις εύαγγελίοις και τοις λοιποίς ιεροίς αναθήμασι, και θυμιαμάτων και φώτων προσαγωγήν προς την τούτων τιμήν ποιεισθαι, καθώς και τοις αρχαίοις εύσεβώς είθισται. η “γαρ της εικόνος τιμή έπι το πρωτότυπον διαβαίνει”, και ο προσκυνών την εικόνα, προσκυνεί εν αυτή του εγγραφομένου την υπόστασιν. Ούτω γαρ κρατύνεται η των άγιων Πατέρων ημών διδασκαλία, είτουν παράδοσις της Καθολικής Εκκλησίας, της από περάτων εις πέρατα δεξαμένης το ευαγγέλιον».
Комментарии