ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΥΣΤΑΚΙΔΗΣ – ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ – ΊΛΙΟΝ PLUS – 20.04.2019!

preview_player
Показать описание
Αυτή επέρναγε με τον αγαπητικό της μια χαρά. Ο αγαπητικός της χωρίζει τη γυναίκα την οποία ήταν παντρεμένος και είχε και ένα παιδί μαζί της. Και κάθε μέρα σκηνές απόξω από το σπίτι της. Έρχονταν και της φώναζε. Μωρή που μου πήρες τον άντρα μου, αντροχωρίστρα, και άλλες φράσεις πολύ βαριές.
Και έτσι, αφού δεν ημπόρεσε να μου πάρει ποτέ μια δεκάρα, το επήρε απόφαση να σταματήσει τα δικαστήρια και να αρχίσει να δουλεύει, διότι ο αγαπητικός ποτέ δεν της έδινε για να περνά και ήταν υποχρεωμένη να δουλεύει να συντηρεί τη μάνα της. Η μάνα της ήταν μια μέγαιρα η οποία τα ήξερε όλα και την εσύντρεχε, την εσκέπαζε, διότι και αυτή τα είχε κάνει τα ίδια του ανδρός της, γριά γυναίκα και είχε αγαπητικό μέχρι τα εξήντα χρόνια της. Κρίμα στον πατέρα που είχανε. Είχανε έναν πατέρα άγιο και έκανε κάτι παιδιά! Ο πατέρας της ήταν εργάτης, είχε δουλειά καλή αλλά μέθυσος. Κάθε βράδυ εσκόλαγε από τη δουλειά του, επήγαινε στο σπίτι να πλυθεί και με δίχως να φάει, κατευθείαν στην ταβέρνα για να πιει κρασί διότι ήταν πάντα στεναχωρημένος. Έβλεπε τα χάλια της οικογένειας που είχε, δυο κόρες και ένα γιο και τα τρία του σκοινιού και του παλουκιού καθώς και η μάνα. Και μια ωραία μέρα ο άνθρωπος πέθανε με τον καημό στα χείλη.
Ο ένας γιος έγινε παλιοπούστης. Τα δυο της δωδεκάδας δηλαδή. Κρυφόπουστας. Και οι άλλες οι κοπέλες που τις είχε μη στάξει και μη βρέξει, η μία, η πουτανάρα η δικιά μου που την είχα χωρίσει, τώρα να δεις πώς κάνει και ζηλεύει. Η άλλη κόρη του εχώρισε τον άνδρα της και εζούσε και αυτή παρανόμως με έναν άλλο δηλαδή αγαπητικό, ο οποίος την αγαπούσε πάρα πολύ διότι ήταν πολύ ωραία. Και μια ωραία ημέρα της έδωσε δεκαεφτά μαχαιριές στην καρδιά και τον έκλεισαν φυλακή, και κατόπιν εγώ τον αθώωσα, διότι επήγα μάρτυς υπερασπίσεως στη Χαλκίδα, στο κακουργοδικείο, και με την κατάθεσή μου εκατάλαβε το δικαστήριο. Διότι είπαμε με ήξερε πολύς κόσμος. Είπα το παν γι’ αυτή την οικογένεια και τν αθωώσανε. Και έκατσε περίπου δυο και μισό χρόνο φυλακή υπόδικος που ήτανε, και τον άφησαν ελεύθερο με δυο χρόνια μόνο.
Και έτσι άδοξο ετελείωσε δηλαδή της κουνιάδας μου το τέλος. Μια κοπέλα ωραία. Μια νταρντάνα κοπέλα. Της έδωσε δεκαεφτά μαχαιριές. Τη σκότωσε. Το λέει και το παλιό, παμπάλαιο συριανό χασάπικο:

Να πεθάνεις να πεθάνεις, να πεθάνεις
με τα νάζια και τα κόλπα που μου κάνεις.
Δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω, δεν πεθαίνω
και στο μάτι σου γυαλί καρφί θα μπαίνω.
Να πεθάνεις, να πεθάνεις, στα σοκάκια
να σε κλαίνε, να σε κλαιν τα κοριτσάκια
Να πεθάνεις, να πεθάνεις Παναγιά μου
να ευχαρί – να ευχαριστηθεί η καρδιά μου.
Να πεθάνεις, να πεθάνεις, Κωσταντίνα
να μας θάψουν να μας θάψουν σ’ ένα μνήμα.

–Μάρκος Βαμβακάρης: Αυτοβιογραφία

Рекомендации по теме