filmov
tv
Ο Τσαμαδός κι ο γιος του - Ρένος Αποστολίδης

Показать описание
Ο Ρένος Αποστολίδης απαγγέλει
το δημοτικό τραγούδι "Ο Τσαμαδός κι ο γιος του".
Στο κλαρίνο ο Πετρολουκάς Χαλκιάς.
Ὁ Τσαμαδὸς καὶ ὁ γιός του
Μέσ' στ' ἁη Γιωργιοῦ τοὺς πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
τὸ πανηγύρι ἦταν πολύ, κι' ὁ τόπος ἦταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ὁ χορός, κ' ἑξηνταδυὸ τραπέζια,
καὶ χίλια ψένονται σφαχτὰ σ' ὅλο τὸ πανηγύρι.
Κ' οἱ γέροντες παρακαλοῦν, τάζουν στὸν ἁη Γιώργη,
ὁ Τσαμαδὸς νὰ μὴν ἐρθῇ, χαλάει τὸ πανηγύρι.
Ἀκόμα ὁ λόγος ἔστεκε κι' ὁ Τσαμαδὸς ἐφάνη,
ποὺ ροβολάει ὠχ τὸ βουνὸ κατὰ τὸ πανηγύρι.
Πατεῖ καὶ σειέται τὸ βουνό, κράζει κι' ἀχᾶν οἱ λόγγοι,
κ' ἐκράταγε στὸν ὦμο του δέντρο ξεριζωμένο,
καὶ ἀπάνου στὰ κλωνάρια του θεριὰ εἶχε κρεμασμένα.
- Ὥρα καλή σας, γέροντες. - Καλό στὸ παλληκάρι.
- Ποιὸς ἔχει ἀστήθι μάρμαρο καὶ χέρια σιδερένια,
γιὰ νὰ 'βγη νὰ παλέψουμε στὸ μαρμαρένιο ἁλώνι;"
Κανεὶς δὲν ἀποκρίθηκε ἀπ' τοὺς πανηγυριώταις,
τῆς χήρας γιὸς ἐφώναξε, τῆς χήρας, ὁ ἀντρειωμένος.
"Ἐγὼ 'χω ἀστήθι μάρμαρο καὶ χέρια σιδερένια,
γιὰ νά 'βγω νὰ παλέψουμε στὸ μαρμαρένιο ἁλώνι."
Βγαίνουν κ' οἱ δυὸ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ πᾶνε νὰ παλέψουν.
Ἐκεῖ ποὺ ἐπάτειε ὁ Τσαμαδὸς ἐβούλιαζε τ' ἁλώνι,
κ' ἐκεῖ ποὺ ἐπάτειε τὸ παιδὶ ἐβούλιαζε κ' ἐβύθα.
Ἐκεῖ ποὺ βάρειε ὁ Τσαμαδὸς τὸ γαῖμα πάει ποτάμι,
κ' ἐκεῖ ποὺ χτύπαε τὸ παιδὶ τὰ κόκκαλα τσακίζει.
"Κοντοκαρτέρει, βρὲ παιδί, κάτι νὰ σὲ ρωτήσω.
Ποιὰ σκύλα μάννα σ' ἔκαμε, κι' ὁ κύρης σου ποιὸς ἦταν;
- Ἡ μάννα μου ὅταν χήρεψε δὲν μ' εἶχε γεννημένον,
κι ὥμοιασα τοῦ πατέρα μου καὶ θὰ τὸν ἀπεράσω."
Ἀπὸ τὸ χέρι τὸν ἁρπᾶ στῆς μάννας του νὰ πᾶνε.
Ἀπὸ μακριὰ τοὺς ἐθωρεῖ κ' ἑτοίμασε τραπέζι.
Κ' ἐκεῖ ποὺ τρώγαν κ' ἔπιναν ἡ χήρα τοὺς κερνοῦσε,
κρασὶ κερνάει τὸν Τσαμαδό, φαρμάκι τὸ παιδί της.
"Μαννούλα, μ' ἐφαρμάκωσες, ἀπ' τὸ θεὸ νὰ τό 'βρης!"
το δημοτικό τραγούδι "Ο Τσαμαδός κι ο γιος του".
Στο κλαρίνο ο Πετρολουκάς Χαλκιάς.
Ὁ Τσαμαδὸς καὶ ὁ γιός του
Μέσ' στ' ἁη Γιωργιοῦ τοὺς πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
τὸ πανηγύρι ἦταν πολύ, κι' ὁ τόπος ἦταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ὁ χορός, κ' ἑξηνταδυὸ τραπέζια,
καὶ χίλια ψένονται σφαχτὰ σ' ὅλο τὸ πανηγύρι.
Κ' οἱ γέροντες παρακαλοῦν, τάζουν στὸν ἁη Γιώργη,
ὁ Τσαμαδὸς νὰ μὴν ἐρθῇ, χαλάει τὸ πανηγύρι.
Ἀκόμα ὁ λόγος ἔστεκε κι' ὁ Τσαμαδὸς ἐφάνη,
ποὺ ροβολάει ὠχ τὸ βουνὸ κατὰ τὸ πανηγύρι.
Πατεῖ καὶ σειέται τὸ βουνό, κράζει κι' ἀχᾶν οἱ λόγγοι,
κ' ἐκράταγε στὸν ὦμο του δέντρο ξεριζωμένο,
καὶ ἀπάνου στὰ κλωνάρια του θεριὰ εἶχε κρεμασμένα.
- Ὥρα καλή σας, γέροντες. - Καλό στὸ παλληκάρι.
- Ποιὸς ἔχει ἀστήθι μάρμαρο καὶ χέρια σιδερένια,
γιὰ νὰ 'βγη νὰ παλέψουμε στὸ μαρμαρένιο ἁλώνι;"
Κανεὶς δὲν ἀποκρίθηκε ἀπ' τοὺς πανηγυριώταις,
τῆς χήρας γιὸς ἐφώναξε, τῆς χήρας, ὁ ἀντρειωμένος.
"Ἐγὼ 'χω ἀστήθι μάρμαρο καὶ χέρια σιδερένια,
γιὰ νά 'βγω νὰ παλέψουμε στὸ μαρμαρένιο ἁλώνι."
Βγαίνουν κ' οἱ δυὸ μὲ τὰ σπαθιὰ καὶ πᾶνε νὰ παλέψουν.
Ἐκεῖ ποὺ ἐπάτειε ὁ Τσαμαδὸς ἐβούλιαζε τ' ἁλώνι,
κ' ἐκεῖ ποὺ ἐπάτειε τὸ παιδὶ ἐβούλιαζε κ' ἐβύθα.
Ἐκεῖ ποὺ βάρειε ὁ Τσαμαδὸς τὸ γαῖμα πάει ποτάμι,
κ' ἐκεῖ ποὺ χτύπαε τὸ παιδὶ τὰ κόκκαλα τσακίζει.
"Κοντοκαρτέρει, βρὲ παιδί, κάτι νὰ σὲ ρωτήσω.
Ποιὰ σκύλα μάννα σ' ἔκαμε, κι' ὁ κύρης σου ποιὸς ἦταν;
- Ἡ μάννα μου ὅταν χήρεψε δὲν μ' εἶχε γεννημένον,
κι ὥμοιασα τοῦ πατέρα μου καὶ θὰ τὸν ἀπεράσω."
Ἀπὸ τὸ χέρι τὸν ἁρπᾶ στῆς μάννας του νὰ πᾶνε.
Ἀπὸ μακριὰ τοὺς ἐθωρεῖ κ' ἑτοίμασε τραπέζι.
Κ' ἐκεῖ ποὺ τρώγαν κ' ἔπιναν ἡ χήρα τοὺς κερνοῦσε,
κρασὶ κερνάει τὸν Τσαμαδό, φαρμάκι τὸ παιδί της.
"Μαννούλα, μ' ἐφαρμάκωσες, ἀπ' τὸ θεὸ νὰ τό 'βρης!"
Комментарии