Δυτικά της βροχής

preview_player
Показать описание
Η Θάλασσα...

Είν' η δροσιά της πια χωρίς λίγην αγάπη να 'χει.
Θυμώνει αναίτια της ψυχής κι όλο μαζί μου τα 'χει.
Έρημος, τώρα· κι ως παλιά δεν της φιλώ τα χείλη,
λέω: Α να 'ταν ο έρωτας ν' άνθιζε κάθε Απρίλη.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

Δυτικά της βροχής

Πόσο λατρεύω τη βροχή!
Σαν περπατώ μες στο τραχύ
παρθενικό ακρογιάλι,
κάθε μου έγνοια και καημός,
κάθε πληγή και σπαραγμός,
αποχωρίζει αγάλι.

Και σαν αργόσυρτα κινώ,
απ’ το στρατί για το βουνό,
κι από το δάσος μέσα,
στερνή φορά πίσω κοιτώ
να δω ποιος δένει το λυτό,
στης θάλασσας την τρέσα.

Και παίρνω πάλι το στρατί,
με τα παιδιάτικα «Γιατί»
τ’ αθώα, να βασανίζουν:
«Ποιος την πληγή, ποιος τον χαμό,
ποιος τον καημό, τον σπαραγμό,
και ποιοι που μου τα ορίζουν».

Κι έτσι, ως αρχίζει πάλι η ηχώ,
στο όμβριο το ρέμα το ρηχό,
κει που η βροχή σταλάζει,
ως παραδέρνουν τα νερά,
νιώθω μιαν άπλετη χαρά,
την ώρα που χαράζει.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

Μνήμες

Στον άταφο ναύτη

Στην γοερή σού ορκίζομαι κείνη κραυγή του φάρου
και στου βυθού που ξάπλωσες την άμμο τη νωπή,
θύρα να βρω στα βάθη της ν' ανταμωθώ του Χάρου
τ' ανήλια εκείνα δώματα που κατοικεί η σιωπή.

Κι όταν θα βρω το σκοτεινό του Χάροντα λημέρι,
τα πιο ακριβά μαλάματα θα δώσω και σκουτιά,
για να σου σφίξω ακόμη μια στερνή φορά το χέρι
πριν σε πλαγιάσει ατίμητο του ερέβους η ερημιά.

Πριν να σε λούσει πένθιμα το φως απ' το φεγγάρι
και πριν της λήθης τ' όνομα στην πέτρα σου γραφτεί,
βάζω την πένα στο χαρτί και κάνω την δοξάρι
για να τους πω πως χάθηκες δίχως κλαυθμό, ταφή:

Λέξεις συλλέγω ιάσμινες να πλέξω το στεφάνι
μα η ρίμα βγάζει συμφορά και στεναγμού λυγμό.
Στο θλιβερό ταξίδι σου, η πένα μου αποκάνει,
πενθεί και υγραίνει ως να 'τανε κι εκείνη από πνιγμό.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

Θύμηση

Πάλι χθες στο εικονοστάσι σαν να σβήστηκε το φως μου·
γιε μου - εσύ, πικρό κομμάτι της ζωής μου, μακρινό...
σε ποιας Θάλασσας τη μέση, σε ποιαν άκρη αυτού του κόσμου
ταξιδεύεις και δεν βλέπω πίσω να ΄χεις γυρισμό;

Σαν να μου χτυπάει την πόρτα κάθε θόρυβος που φτάνει
μα στην κάμαρά σου, γιε μου, το κρεβάτι σου αδειανό.
Το κρεβάτι αυτό που στρώνω και χαϊδεύω, που 'χα γιάνει
το κορμάκι σου εκεί πάνω, τώρα μοιάζει νεκρικό.

Θέλω λίγο ν' αγκαλιάσω την ανέγγιχτη ψυχή σου
πριν τα μάτια μου σφαλίσω και δεν έχουν μνήμη πια.
Έλα, εγώ μονάκριβέ μου που καρτέραα τη ζωή σου
και τη στόλιζα με τ' άνθη της ψυχής μου, γιασεμιά.

Πριν η νύχτα χαμηλώσει και μ' αγγίξει το σκοτάδι
και σ' αυτό το εικονοστάσι πια το φως μου σκορπιστεί,
έλα να σ' αγγίξει λίγο της υστέρησης το χάδι,
και της θύμησής σου ο πόνος κάπως μέσα μου σβηστεί.

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

Την πατρίδα

Πάντοτε ασάλευτος θωρώ την εύμορφη πατρίδα
κι απ’ την πολλήν αγάπη μου συχνά ξεσπώ σε δάκρυα
σαν βλέπω, εκείνες τις παλιές πια ξέθωρες εικόνες,
που φέρω σαν ανάμνηση για να μην την ξεχάνω.

Κι όπως, τα πέλαγα θωρώ και τις ακτές θαυμάζω,
με τα γοργά τα κύματα τ' ασίγαστα να σπάζουν,
βλέπω πάνω στην έρημο της δροσερής της άμμου,
κάθε τι θαύμα της κι εμέ κάτω απ' τον ίδιον ήλιο.

Και μες στις τόσες, είν’ κι αυτές που 'χουν βουνά, πλατάνια,
που 'χουν νυφιάτικη ομορφιά σαν πασχαλιές του Απρίλη,
τόσο που, καθώς ρεύονται τα μυρωμένα τους άνθη,
τείνω τα χέρια, ο δυστυχής, δήθεν να πιω απ' την κρήνη.

Και είναι κάποιες, θυμικές με λάβαρα και αγίους -
σαν τότε, που ήμουνα παιδί μες σ’ εκκλησιές ταμένος,
που σήκωνα τις φτέρνες μου για ν' ασπαστώ μια εικόνα·
έτσι, κι απόψε, το ζερβό σηκώνω για σταυρό μου

και με τις θύμησες αυτές πέφτω στην ξένη κλίνη
κι αποκοιμιέμαι, με όνειρο πως ξύπνησα στον όρθρο,
μες σε αγκαλιές και σε φιλιά, μες σε ασπασμούς και γέλια:
Σαν έτσι, αδιάκοπα θωρώ μα δεν ποτέ τη φτάνω...

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

Βαρδιάτορες ΙΙ

Στην έρημη απ’ ανθρώπους τούτη θάλασσα
και κάτω απ’ το θερμό του Νότου αγέρι,
νυχτερινοί ψιθυρισμοί εσένα ορίζανε
για ένα ταξίδι - ονειρικό, σ’ άγνωστα μέρη.

Σπαρμένοι κήποι – μαργαρίτες, κάμποι αμάραντοι
κι άνθη πρωτόφαντα στα μάτια, ως ρίμας κρίνα,
δίνουν μιαν αίσθηση γαλήνης – αυλός εύθυμος:
Σε Βαλς, η Οντέτ του Τσαϊκόφσκι, η μπαλαρίνα.

Η σκέψη απάνεμη κι ο νους – ταξίδι στ’ όνειρο
ώσπου, σε ανάμνησης ρωγμή, άρια της Κάλλας
αντιλαλεί μες στης ψυχής σου τα κατάβαθα:
Ω! “Κάστα Ντίβα” ονειρική, Νόρμα της Σκάλας.

Η γυμνή μάχα του Ντελ Πράδο – γοργόνα ξύλινη,
χρόνια γλυμμένη από του κύματος τη σμίλη,
όμως, οι ναύτες οι τρυφεροί και οι πιο φιλόστοργοι,
πάντα ξεπλένουν τ’ αρμυρά, ωραία της χείλη.

Κι ως του μυαλού σειέται το σύμπαν – κυανός ίλιγγος,
κραυγές πνιγμένων ναυαγών – σάπιο μαδέρι..
“Στις βάρδιες πρέπει να ’ν’ τα μάτια πάντα ορθάνοιχτα"
είπες· κι ακόμη: "Ο καιρός βροχή θα φέρει".

©Γιώργος Ν. Μανέτας

✔️

ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΙ/ΣΥΝΘΕΤΕΣ
Michael Schenker, Klaus Meine, Rudolf Schenker
✔️Scorpions:
Still Loving You
Send Me An Angel
Рекомендации по теме