filmov
tv
Βασίλης Πρατσινάκης - Ο γίγαντας & Τόσα χρόνια δίσεκτα

Показать описание
ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΡΑΤΣΙΝΑΚΗΣ
πιάνο: Γιάννης Φιλιππουπολίτης
Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΧΤΑ
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά.
πιάνο: Γιάννης Φιλιππουπολίτης
Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Στα πίσω χρόνια τα πικρά
οπού φωτιά δεν είχε
ο κόσμος στις βαθιές σπηλιές
τ’ αλέτρι δεν κατείχε.
Μα μιαν αυγή, μια Κυριακή
μια `πίσημον ημέρα
γεμίσανε τα φυσερά
λυτρωτικόν αέρα.
Κατέβηκεν ο Γίγαντας
μ’ ένα δαδί στο χέρι
έριξε φώτα στις σπηλιές
και χάρηκε τ’ ασκέρι.
Πήραν φωτιά τα σύδεντρα
τα σίδερα ελυγίσαν
η γης οργώθηκε καλά
και τα φυτά εκαρπίσαν.
Πρωί πρωί τον πιάσανε
το γίγαντα και πάνε
στον Καύκασο ξημέρωνε
τρία πουλιά περνάνε.
Πουλιά μου διαβατάρικα
τι βλέπετε στις στράτες,
τι κουβαλάει ο γίγαντας
στις σιδερένιες πλάτες;
Μπροστά πηγαίνει ο σιδεράς
με το σφυρί στο χέρι,
ξωπίσω του ο κλειδαράς
της μοναξιάς του ταίρι.
Ο πιο μικρός ο πιο σκυφτός
ο πιο σκληρός στο πλάι
αυτός κρατάει τα σύνεργα
γελάει μα δε μιλάει.
Καρφώσανε το γίγαντα
στο βράχο του Καυκάσου
τρία πουλάκια πέρασαν
και του `λεγαν: Στοχάσου.
ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΙΣΕΧΤΑ
Στίχοι: Κ.Χ Μύρης, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Πόσα χρόνια δίσεκτα μέσα σε μιαν ώρα
βάσταξες αδάκρυτη, μάνα Παναγιά.
Πόσα βόλια σπείρανε, γιε μου, σε μιαν ώρα
και σε μαρμαρώσανε στην ξερολιθιά.
Μέσα στα ερείπια στέκει σαν αηδόνα
το καταμεσήμερο και θρηνολογεί.
Κάλεσε το Χάροντα σε κρυφό αγώνα
πες και στη Χαρόντισσα να σε λυπηθεί.
Κάποια ξημερώματα σε μακρύ τραπέζι
θά ‘ρθουν να καθίσουνε μάνες και παιδιά.
Μέρα αναστάσιμη κι ο λαός θα παίζει
τα πολλά τραγούδια του για τη λευτεριά.