«Κλείσαν οι στράτες του Μοριά...» 'Του Κιαμήλ μπέη', ιστορικό (Μοριάς) ~ Χρήστος Πανούτσος |Ε.ΡΑ.|

preview_player
Показать описание
Από το Χρήστο Πανούτσο στη φωνή και το Βασίλη Μπατζή στο κλαρίνο, ακούμε το Μοραΐτικο ιστορικό, καθιστικό τραγούδι, το οποίο αναφέρεται στο θάνατο του Κιαμίλ Μπέη της Κορίνθου (1784-1822).

Προέρχεται από το Αρχείο της Ελληνικής Ραδιοφωνίας και μετά από ειδική επεξεργασία ψηφιοποίησης, μεταδόθηκε στις 6/12/2019 από την Ε.ΡΑ.5 (''Η φωνή της Ελλάδος'') στην αξιόλογη εκπομπή "Τα ξωτικά της παράδοσης", που επιμελείται η Μαρία Κουτσιμπύρη.

Κλείσαν' οι στράτες του Μοριά
κλείσαν' και τα Δερβένια,
κλαίνε τα χάνια για άλογα
και τα τζαμιά για αγάδες,
κλαίει και μια χανούμισσα,
κλαίει για τον υγιό της,
το γιο της τον Κιαμήλ Μπέη.

«Ο Κιαμίλη Μπέης ήταν επιφανέστατος Τούρκος της Πελοποννήσου και διάσημος για την καταγωγή του, την υψηλή περιωπή του, τα αμύθητα πλούτη και τα έξοχα προτερήματά του.
Η οικογένειά του κυριάρχησε στην Κόρινθο από το 1717, για εκατό και πλέον χρόνια.
Χαλίλ μπέης λεγόταν ο γενάρχης της, ο οποίος και αναφέρεται ως πλουσιότατος δυνάστης της Κορίνθου κατά το 1778.
Γιος και διάδοχός του ήταν ο Νουρή μπέης, ο οποίος πέθανε το 1815, αφήνοντας τον γιο του Κιαμίλ μπέη να τον διαδεχθεί στη δυναστεία της Κορίνθου. Υπήρξε ο τελευταίος Τούρκος διοικητής και δυνάστης της Κορίνθου.
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1784. Είχε σπάνια σωματικά και ψυχικά προτερήματα και είχε τη φήμη του πολύ όμορφου άνδρα, ήταν ευφυέστατος, δίκαιος, φιλάνθρωπος και άριστος σε όλα. Είχε όμορφη, όσο και αυτός, σύζυγο, μητέρα, αδελφή και τρεις γιους, εκτός των υπαλλήλων και των ακολούθων του και ζούσε σε μυθική αφθονία και χλιδή.
Ως δυνάστης της Κορίνθου, ο Κιαμίλ μπέης υπήρξε διαπρεπέστατος, κατάφερε να προάγει και να δοξάσει τη χώρα, την οποία κυβέρνησε ως πατέρας, την οικογένειά του και όλους τους προγόνους του και αύξησε σε πολύ μεγάλο βαθμό τα πλούτη και τη δύναμή του. Τον χαρακτήριζαν μάλιστα ως τον καλύτερο όλων των Τούρκων της Πελοποννήσου.
Δυνάστης της Κορίνθου και της Σικυώνας και μεγάλος φεουδάρχης της γης της Μεγαρίδος, πλούτιζε σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη φορολογία των χωρών αυτών και των εσόδων της τεράστιας περιουσίας του, η οποία βρισκόταν σε αυτές και μέχρι τη Λιβαδειά, έως και τη Στυμφαλία, τη Νεμέα, την Αργολίδα και την Αρκαδία.
Απολάμβανε δε την εκτίμηση του σουλτάνου, ο οποίος του είχε παραχωρήσει το προνόμιο να κατοικεί όπου επιθυμούσε απεριόριστα.
Γι’ αυτό τον λόγο κατείχε σε πολλές πόλεις μεγαλόπρεπα κτίρια, που έφθαναν σε αριθμό τα σαράντα, όπως λέγεται. Αλλά το πιο λαμπρό από όλα, αριστούργημα καλαισθησίας και ανατολίτικης τέχνης βρισκόταν στην Κόρινθο, την έδρα της διοίκησής του, στην παλαιά Ακροκόρινθο και περιβαλλόταν από το μαγευτικό τοπίο των Νερών της Αφροδίτης και από θαυμαστά άνθη και κήπους.
Τον αποκαλούσαν «Ενδοξομεγαλοπρεπέστατο Κιαμήλ μπέη, εφέντη, Νουρή εφέντη μπέη, ζαδέ*, βοεβόντα και ζαπίτη** της Κορίνθου, σαλαχώρα της κραταιάς βασιλείας*** και Αγιάννη του Μωριά».****
Ο τρισευτυχισμένος μπέης έζησε ευτυχισμένα χρόνια μέχρι την άλωση της Τρίπολης, στην οποία βρισκόταν και αιχμαλωτίστηκε από τους Έλληνες. Η αιχμαλωσία του ήταν πολύτιμη για τον αγώνα λόγο της μεγάλης διασημότητάς του και του απέραντου πλούτου του. Έτσι ελήφθησαν αυστηρά μέτρα για την φύλαξή του με υπεύθυνο το στρατηγό Π. Γιατράκο ο οποίος τον κράτησε επί πέντε μήνες παρέχοντάς του κάθε δυνατή περιποίηση στην Τρίπολη, το Άργος, τη Νεμέα και στα Εξαμίλια της Κορίνθου, όπου τον μετέφεραν, έως της 19 Φεβρουαρίου 1822, που τον παρέδωσε στην Διοίκηση η οποία τον φυλάκισε στην Ακροκόρινθο.
Από τότε πολλά υπέστη πολλά δεινοπαθήματα μέχρι την 7η Ιουλίου 1822, οπότε και έχασε τα πάντα και τη ζωή του.

* Υιός.
** Διοικητής και Δυνάστης.
*** Σαλαχώρας ή μαλλον σιλαχσόρ, επίτιμος υπερασπιστής και σωματοφύλακας του Σουλτάνου.
*** Πρόεδρος και επόπτης των προεστών της Πελοποννήσου».

Μία άλλη εκδοχή του τραγουδιού του Κιαμήλ μπέη :

«Πήραν τα κάστρα, πήραν τα πήραν και τα ντερβένια,
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα.
Κλαίν τ' αχούρια γι' άλογα και τα τζαμιά γι' αγάδες,
κλαίνε στους δρόμους Τούρκισσες, κλαίνε εμιροπούλες,
κλαίει και μια χανούμισσα το δόλιο τον Κιαμίλη.
Αχ, που 'σαι και δε φαίνεσαι, καμαρωμένε αφέντη;
Ήσουν κολόνα στο Μοριά και φλάμπουρο στην Κόρθο,
ήσουν και στην Τριπολιτσά πύργος θεμελιωμένος.
Στην Κόρθο πλιά δε φαίνεσαι, ουδέ μες στα σαράγια.
Ένας παπάς σου τα 'καψε τα έρμα τα παλάτια».
Рекомендации по теме
Комментарии
Автор

Με τον τρόπο που τραγουδιούνται αυτά τα τραγούδια, είναι συχνά δύσκολο να ξεχωρίση κανείς τις λέξεις.Καλά θα ήταν, να γράφεται το κείμενο.

ΌλγαΛυδάκη